Μοναξιά

Του
ΝΙΚΟΥ ΑΜΜΑΝΙΤΗ


Ίσως ποτέ, στη μακραίωνη ιστορία της, η Ελλάδα να μη βρέθηκε τόσο μόνη στο διεθνές περιβάλλον, όσο στις ημέρες του 1940. Ο χάρτης της Κεντρικής Ευρώπης είχε αλλάξει δραματικά. Χώρες που ανέκαθεν αποτελούσαν τους παραδοσιακούς «προστάτες» της πατρίδας μας, σήμερα είναι, δυστυχώς, πληθυσμιακά νούμερα, κατεχόμενα από τους Γερμανούς, και δεν προσδοκούν τίποτα περισσότερο από το να εξασφαλίζουν τη συμπάθεια και την ανοχή των κατακτητών.

Οι μεγάλες χώρες της Δύσεως, το Βέλγιο ή η Ολλανδία, που ανέκαθεν αποτελούσαν τα μαλακά μαξιλάρια, όπου ανακοβόταν η πρώιμη γερμανική επίθεση, σήμερα αποτελούν δορυάλωτες χώρες, που από την πρώτη σχεδόν ημέρα κατελήφθησαν από γερμανούς αλεξιπτωτιστές.
Μέχρι και η… «μαμά» Γαλλία, από την οποία περίσσια υποστήριξη περιμέναμε, συνθηκολόγησε μπροστά στη δύναμη των panzer και τώρα, σαν θλιβερός ουραγός, υπακούει στα «σήκω-κάθισε» του Φύρερ.

Μόνη και έρημη, λοιπόν, η Ελλάδα εναβρύνεται να το παίζει ελεύθερη χώρα στην παγκόσμια σκακιέρα. Αλλά πόσο ελεύθερη μπορεί να είναι, όταν ο άλλος συνέταιρος του Άξονα έχει τόσο εξοπλισμένο στρατό, όσος είναι ο πληθυσμός της Ελλάδος, και απειλεί ολόκληρη την υφήλιο;
Όταν ο στρατός του προχωρεί να αποσαρθρώσει τις βρετανικές αποικίες κι όταν μικρό τμήμα αυτού του στρατού κατέλαβε, «αντιστάσεως μη ούσης», τη γειτονική μας Αλβανία.

Ο Αδόλφος Χίτλερ, που καταλήφθηκε από μια δικαιολογημένη μεγαλομανία, σχεδιάζει να καταλάβει τη Μεγάλη Βρετανία, και μέσα σ’ αυτόν τον Αρμαγεδδώνα, ένας γέρος πεισματάρης ξεροκέφαλος, ο Ουίνστον Τσόρτσιλ, υπόσχεται στους Εγγλέζους μονάχα «δάκρυα, αίμα και πόνο». Και με τη Βρετανία, που προσπαθεί να περισώσει τον εαυτό της, η Ελλάδα, σαν μικρομέγαλη, διακηρύσσει, μέσα σ’ έναν κόσμο που έπαψε να είναι ελεύθερος, πως είναι «ελεύθερη χώρα».

Και ο γέρος πρωθυπουργός αυτής της μικρής και ασήμαντης χώρα, όταν επέστρεφαν οι πιστοί με νηοπομπή από την Τήνο, μετά τον τορπιλισμό της «Έλλης», διέταξε τον επικεφαλής της νηοπομπής, Αρχηγό του Στόλου, «να βυθίσει όποιον απεπειράτο να τον παρενοχλήσει…».

Δηλαδή, η μικρή και ασήμαντη χώρα, που ονομάζεται Ελλάς, είχε τα κότσια να τα βάλει με δύο αυτοκρατορίες, επειδή δήλωνε απλά πως είναι μια «ελεύθερη χώρα». Και έκλαψε για την «Έλλη», και πόνεσε για τη Γαλλία ο πρωθυπουργός, και καθόταν με κομμένη την ανάσα, ελπίζοντας πως με την αυστηρή ουδετερότητα που κρατούσε, στο τέλος θα τη σκαπουλάρει. Άκουγε τη λέξη «πόλεμος» ο Έλληνας κι έτρεμε το φυλλοκάρδι του, γιατί είχε μάθει από τα επίκαιρα τι εστί σύγχρονος πόλεμος. Είχε δει στο Σινεάκ να βομβαρδίζεται η Βαρσοβία. Είδε κτίρια, πόλεις ολόκληρες, να σωριάζονται σαν τραπουλόχαρτα από τις βόμβες των στούκας.

Είδε τους γάλλους πρόσφυγες να φεύγουν με κάρα και με ποδήλατα, φορτωμένοι με τα λίγα υπάρχοντά τους, και η Βέρμαχτ, που διασταυρωνόταν στην ακάθεκτη προέλασή της μαζί τους, να τους κοιτάζει με ύψιστη περιφρόνηση.

Είδε οικογένειες Λονδρέζων να κοιμούνται λόγω βομβαρδισμών στον υπόγειο, στο «tube», όπως τον λένε, και παρακάλεσε τον Ύψιστο «να μη γνωρίσει ποτέ τη φρίκη του πολέμου».
Είχε έρθει πάνω-κάτω ο κόσμος ολόκληρος και είχες την ελληνική κυβέρνηση να σου τσαμπουνάει πως είμαστε μια «ελεύθερη χώρα». Κι αυτήν την «ελεύθερη χώρα» αποφάσισε ο Ντούτσε να τη σβήσει από τον χάρτη.

Στα μισά του Οκτώβρη ήταν, όταν συνεκάλεσε το μεγάλο πολεμικό συμβούλιο στη Ρώμη. Έλαβαν μέρος, εκτός από τον ίδιο, και ο Τσιάνο, ο γαμπρός του και υπουργός του Εξωτερικών, ο στρατηγός Πράσκα του Στρατού της Αλβανίας, ο στρατάρχης Μπαντόλιο, αρχηγός του Ιταλικού Επιτελείου, και άλλοι λιγότερο γνωστοί και επίσημοι.

Όλα τα είχαν προβλέψει. Και ο πατριώτης που θα «δολοφονούσαν» οι Έλληνες για πρόσχημα. Και ο Ιταλικός Στρατός, που θα βάδιζε νικηφόρος, καταλαμβάνοντας ελληνικές πόλεις. Και οι Έλληνες, που θα πανηγύριζαν τη σωτηρία τους από τη μισητή τους κυβέρνηση. Με δύο λόγια, είπαν «Finito Grecia» και όλοι χειροκρότησαν…

Ήταν 3 το πρωί, όταν ο πρεσβευτής της Ιταλίας στην Ελλάδα, κόμης Γκράτσι, χτυπούσε την πόρτα του έλληνα πρωθυπουργού. Με την «τσίμπλα στο μάτι» τον δέχτηκε, φορώντας τη ρόμπα. Ο πρέσβυς του εγχείρησε το τελεσίγραφο. Κάθε κατηγορία κατά της Ελλάδος την προέβλεπε.
Και ζητούσε να επιτρέψει στους Ιταλούς να καταλάβουν τμήματα του ελληνικού εδάφους. Δεν σκέφτηκε ο έλληνας πρωθυπουργός πως ήταν 3 η ώρα τη νύχτα.

Πως η Ελλάδα ήταν μόνη, πιο μόνη και από την καλαμιά στον κάμπο. Πως ο κόσμος ολόκληρος ήταν δορυάλωτος του Άξονα. Ότι ακόμη και ο εξ ανατολών ιδεολογικός αντίπαλος τώρα ήταν φιλαράκι και μοίραζε τον κόσμο με τον Χίτλερ. Ούτε ότι η φωνή του βρετανικού λέοντα ήταν ο επιθανάτιος ρόγχος της Αγγλίας.

Ούτε οι ομολογιούχοι, που βρήκαν την ώρα να ζητήσουν τα χρωστούμενα.

Δεν ζήτησε χρόνο για να συγκαλέσει συμβούλιο προκειμένου να του πουν οι πολιτικοί αρχηγοί τι να πράξει. Δεν παρακάλεσε το Επιτελείο να δεχθεί το τελεσίγραφο και να επικρατήσει η φρόνηση. Αλλά δακρυσμένος ξεστόμισε: «Alors c’est la guerre». Λοιπόν είναι πόλεμος…
Δέκα μέρες αργότερα, περνούσε στην αντεπίθεση και τσάκιζε τα πλευρά των Ιταλών στην Πίνδο…

Πράγματι, η Ελλάδα ήταν μια ελεύθερη χώρα.


Σχολιάστε εδώ