Τουρκική εξοπλιστική  φρενίτιδα

Τουρκική εξοπλιστική φρενίτιδα

Γράφει ο
ΠΕΡΙΚΛΗΣ  ΝΕΑΡΧΟΥ
Πρέσβυς ε.τ.


Η πολιτική για κατάκτηση εθνικής αυτονομίας στους εξοπλισμούς από την Τουρκία υιοθετήθηκε επισήμως από τη δεκαετία του ’70, ως απάντηση στην Αμερικανική απαγόρευση αποστολής όπλων (embargo) που είχε επιβάλει το Κογκρέσο μετά την Τουρκική εισβολή στην Κύπρο, το 1974. Οι κυβερνήσεις που ακολούθησαν από τότε παρέμειναν σταθερές στην πολιτική αυτή και υπεστήριξαν τον επιβαλλόμενο μακροπρόθεσμο σχεδιασμό και προγραμματισμό και τη διάθεση των αναγκαίων πόρων.

Η πολιτική αυτή απέδωσε καρπούς.

Η ανάληψη της εξουσίας από τον Ταγίπ Ερντογάν και το κόμμα του δεν άλλαξε, σε πρώτη φάση, την ακολουθούμενη πολιτική. Ήταν η φάση του έντονου φιλευρωπαϊσμού, με τον οποίο το ΑΚΡ του Ερντογάν προσπαθούσε να υπερφαλαγγίσει ιδεολογικά τον Κεμαλισμό των στρατηγών, παρουσιαζόμενο ως έντονα φιλευρωπαϊκό και δημοκρατικό κόμμα, έχο­ντας τη διακριτική υποστήριξη του Αμερικανικού παράγοντα, ο οποίος επένδυε στο λεγόμενο «ήπιο» Ισλάμ.

Όταν επετεύχθη ο στόχος της υπαγωγής των στρατηγών στην πολιτική εξουσία, άρχισε να εκδηλώνεται πιο έντονα το Ισλαμιστικό όραμα του Ταγίπ Ερντογάν. Η αναβίωση των Ισλαμιστικών αξιών στην κοινωνία και στην κρατική ιδεολογία είναι αναπόφευκτα συνδεδεμένη με το Οθωμανικό παρελθόν, το οποίο είχε ως κινητήρια ιδεολογία το Ισλάμ.

Η Ισλαμιστική αυτή κατεύθυνση ενισχύθηκε δραστικά με την εμπλοκή της Άγκυρας στα σενάρια ανατροπής του καθεστώτος Άσαντ στη Συρία μέσω ενός υβριδικού πολέμου, κύρια συνισταμένη του οποίου ήταν ο ακραίος Σουνιτικός Ισλαμισμός. Ο Ταγίπ Ερντογάν είδε στην προοπτική αυτή μια μεγάλη ευκαιρία για τη γεωπολιτική επέκταση της Τουρκίας στη Μέση Ανατολή και την κατάκτηση ηγετικής θέσεως στο Σουνιτικό Ισλάμ. Το τελευταίο θα ήταν και το προπύργιο της Άγκυρας κατά των Κούρδων και θα της εξασφάλιζε ένα νέο στρατηγικό βάθος.

Η Ρωσική παρέμβαση στη Συρία και η συμμαχία του καθεστώτος Άσαντ με το Ιράν και τους Χεσμπολάχ του Λιβάνου ανέκοψαν τις τουρκικές φιλοδοξίες και διέψευσαν τις προσδοκίες για ανατροπή του καθεστώτος Άσαντ. Κατέστησαν επίσης μεγαλύτερο και αμεσότερο τον Κουρδικό κίνδυνο για την Άγκυρα.

Οι αποτυχίες αυτές της Τουρκικής πολιτικής, που συνδυάσθηκαν με τον φόβο ότι η Τουρκία θα μπορούσε να αποτελέσει μέρος των μεγάλων γεωπολιτικών ανακατατάξεων στην περιοχή, ώθησαν την Άγκυρα στην αναζήτηση μιας πιο ανεξάρτητης πολιτικής, μέσα από την προσέγγιση του αντιπάλου δέους της Ουάσινγκτον, της Ρωσίας του Πούτιν. Μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα εναντίον του, ο Ταγίπ Ερντογάν σκλήρυνε επίσης την Ισλαμιστική πολιτική βάση πάνω στην οποία στηρίζεται, επιδιδόμενος, μεταξύ άλλων, σε κυνήγι μαγισσών κατά των οπαδών του πρώην συμμάχου του, ιμάμη Γκιουλέν. Ο τελευταίος ήταν για μια ολόκληρη περίοδο ο μέντωρ του Ερντογάν και ο ιδεολογικός εκφραστής του ήπιου Ισλάμ, που είχε την ε­μπιστοσύνη των Αμερικανών.

Μέσα στο σκηνικό αυτό και με δεδομένη την ένταση στις σχέσεις με την Ουάσινγκτον και τις Βρυξέλλες, ο Ταγίπ Ερ­ντογάν προβάλλει ως όραμα για την Τουρκία το Οθωμανικό πρότυπο μιας ισχυρής Τουρκίας, που είναι ανεξάρτητη και συμπεριφέρεται ως ισότιμος συνομιλητής των μεγάλων. Στο πλαίσιο αυτό, η προτεραιότητα στην εξοπλιστική αυτονομία και στην ισχύ των όπλων είναι εκ των ων ουκ άνευ. Οποιοδήποτε αυτοκρατορικό σύνδρομο συμπορεύεται με την ισχύ των όπλων, ακόμη και σήμερα, που ο οικονομικός παράγων διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στα διεθνή πράγματα.

Η εξοπλιστική φρενίτιδα, επομένως, στην οποία επιδίδεται το καθεστώς Ερντογάν και η οποία το διαφοροποιεί ποσοτικά και ποιοτικά από την προηγούμενη Τουρκική εξοπλιστική πολιτική, έχει βάθος και συνδέεται με το όλο υπερφίαλο όραμα του Ερντογάν για την Τουρκία.

Αυτό όμως δεν αλλάζει τα πράγματα για την Ελλάδα, η οποία αποτελεί στόχο του Τουρκικού επεκτατισμού. Προφανώς, οι Τουρκικοί εξοπλισμοί έχουν ως γενικό στόχο την ανάδειξη της Τουρκίας σε αυτόνομο στρατηγικό πόλο και ικανή να υπερασπισθεί την ασφάλειά της προς κάθε κατεύθυνση. Καταλήγουν όμως εκ των πραγμάτων και στη δημιουργία νέων ισορροπιών σε διμερές επίπεδο. Η φιλοδοξία ιδιαίτερα της Άγκυρας για την κατάκτηση ηγεμονικής θέσεως στην Ανατολική Μεσόγειο στρέφεται ευθέως κατά της Ελλάδος και της Κύπρου.

Η επιδίωξη από την Άγκυρα αεροναυτικής υπεροχής στο Αιγαίο είναι εγγεγραμμένη στο μέγεθος και στον τύπο των αεροναυτικών εξοπλισμών, τους οποίους αναπτύσσει. Η Άγκυρα πιστεύει ότι η ανατροπή της Ελληνο-Τουρκικής αεροναυτικής ισορροπίας θα επιτρέψει σ’ αυτήν να επιβάλει διά της ισχύος και ενδεχομένως αμαχητί τις αξιώσεις της και κατά προτεραιότητα στο θέμα των ενεργειακών πόρων και της ΑΟΖ της Ελλάδος και της Κύπρου.

Το τελευταίο είναι ψηλά στην ημερήσια διάταξη των Τουρκικών στόχων. Η Άγκυρα εκτιμά ότι η απρόσκοπτη αξιοποίηση της ΑΟΖ από την Ελλάδα και την Κύπρο θα μπορούσε να προσδώσει σ’ αυτές νέα στρατηγική σημασία και ισχύ, που θα ήταν αποτρεπτική για οποιαδήποτε Τουρκικά αναθεωρητικά και επεκτατικά σενάρια. Αποδίδει γι’ αυτό μεγάλη προτεραιότητα σ’ αυτό το θέμα και είναι πολύ πιθανό ο Τούρκος Πρόεδρος να το θέσει έντονα κατά την προσεχή επίσκεψή του στην Αθήνα.

Στο πνεύμα αυτό, η Άγκυρα έχει προχωρήσει στην αγορά γεωτρύπανου από τη Νότια Κορέα και απειλεί να προχωρήσει σε γεωτρήσεις στην ΑΟΖ της Κύπρου και της Ελλάδος, με βάση τους δικούς της ισχυρισμούς και τις αυθαίρετες διεκδικήσεις.

Η Ελληνική πλευρά δεν έχει επομένως άλλη επιλογή από την ενίσχυση της άμυνάς της, όσο ασφυκτική και αν είναι η οικονομική κατάσταση της χώρας, όπως επίσης των περιφερειακών της συμμαχιών. Δεν πρέπει, παραλλήλως, με κανέναν τρόπο να πέσει η Κύπρος με άλωση εκ των έσω, με τη μορφή μιας παρανοϊκής δήθεν «λύσεως», που θα άνοιγε τον δρόμο για την Τουρκοποίηση ολόκληρου του νησιού. Οι ευθύνες γι’ αυτό δεν περιορίζονται μόνο στη Λευκωσία και ειδικότερα στα δύο κόμματα, το ΔΗΣΥ και το ΑΚΕΛ, που πρωτοστατούν σε διανοητές υποχωρήσεις. Η Κύπρος είναι ένα τεράστιο εθνικό θέμα, για το οποίο έχει μεγάλες ευθύνες και η Αθήνα.


Σχολιάστε εδώ