Περί πώλησης «κόκκινων» δανείων
Του
ΦΩΤΗ ΑΝΤ. ΚΩΤΣΗ
Δικηγόρου, LL.M, ΜΔΕ, Υποψηφίου Προέδρου Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών
Τον τελευταίο καιρό έχουν δει το φως της δημοσιότητας ανακοινώσεις περί πώλησης «κόκκινων» δανείων -άνευ εξασφαλίσεων σε πρώτη φάση- σε εταιρείες (funds) που δραστηριοποιούνται στην αγορά μη εξυπηρετούμενων δανείων, σε τιμή πολύ χαμηλότερη από το οφειλόμενο ποσό κάθε δανείου, ως τέτοιου νοουμένου του κεφαλαίου, των τόκων και τυχόν εξόδων (αξία δανείου). Η τιμή αυτή φαίνεται πως διαμορφώνεται σε ποσοστά που κυμαίνονται μεταξύ 5%-30% της αξίας, ενώ πρόσφατο δημοσίευμα έκανε αναφορά σε πώληση πακέτου «κόκκινων» δανείων, με αντιστοιχία 0,03 λεπτά για καθένα οφειλόμενο ευρώ δανείου.
Το ερώτημα που εύλογα τίθεται είναι αν η τιμή αυτή πώλησης, στην οποία συμφωνεί η εκάστοτε τράπεζα με τον αντίστοιχο κατ’ επάγγελμα αγοραστή δανείων, θα μπορούσε να προσφερθεί στον ίδιο τον δανειολήπτη.
Πριν δοθεί απάντηση σε ένα τέτοιο εύλογο ερώτημα, θα πρέπει να σημειωθεί ότι σύμφωνα με το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο (ν. 4354/2015) οι τράπεζες υποχρεούνται πριν την πώληση των απαιτήσεών τους από μη εξυπηρετούμενα δάνεια να έχουν προσκαλέσει τον δανειολήπτη και τον εγγυητή εντός των τελευταίων δώδεκα μηνών πριν την πώληση προκειμένου να διακανονίσουν τις οφειλές τους βάσει έγγραφης πρότασης. Τούτο ορίζεται ως προϋπόθεση και, επομένως, σε περίπτωση μη τήρησης της διαδικασίας αυτής, η εγκυρότητα της πώλησης του δανείου σε fund τίθεται εν αμφιβόλω.
Με τη διαδικασία αυτή παρέχεται μεν η δυνατότητα ελάφρυνσης του οφειλέτη από το βάρος των υποχρεώσεων του δανείου ως έναν βαθμό (π.χ. ως προς τον αριθμό των δόσεων και τον χρόνο αποπληρωμής ή ακόμα και ως προς το ύψος της οφειλής των τόκων), δεν παρέχεται ωστόσο το ζητούμενο, δηλαδή η πώληση του δανείου στον οφειλέτη, όπως στην περίπτωση των funds.
Το ζητούμενο είναι λοιπόν να μπορεί να προσφερθεί στον οφειλέτη το προς πώληση δάνειο με τους ίδιους ευνοϊκούς όρους που προσφέρεται στο fund. Βεβαίως, η χαμηλή τιμή στην οποία προσφέρεται κάθε δάνειο σε funds εξαρτάται και από το μέγεθος του πακέτου πώλησης (π.χ. μεγάλος αριθμός πωλούμενων δανείων) και από τα χαρακτηριστικά τους (με ή χωρίς εξασφαλίσεις κλπ.). Από την άλλη όμως, δεν μπορούμε να παραβλέψουμε ότι μια τράπεζα ωφελείται τα μέγιστα από μια τέτοια πώληση, όταν ο αντισυμβαλλόμενός της οφειλέτης παραμένει εκτεθειμένος, οφείλοντας το ίδιο δάνειο σε έναν τρίτο (fund).
Δεδομένου ότι ο σκοπός μιας ρύθμισης είναι η ελάφρυνση των ισολογισμών των τραπεζών από υπέρογκες προβλέψεις για μη εξυπηρετούμενα δάνεια, δεν μπορεί ο σκοπός αυτός να είναι μονομερής και να μην περιέχει πρόνοια για τους οφειλέτες, που το βάρος παραμένει ίδιο στους ώμους τους.
Μια λύση θα ήταν η ομαδοποίηση των «κόκκινων» δανείων όμοιων χαρακτηριστικών, στα οποία αναφερθήκαμε ανωτέρω, και η διάθεσή τους σε μορφή πακέτου στους αντίστοιχους δανειολήπτες προ της πώλησης σε funds. Έτσι η τράπεζα θα απαλλάσσονταν από τον επιθυμητό αριθμό δανείων και θα επιτύγχανε για τους οφειλέτες της την καλύτερη δυνατή τιμή, αντίστοιχη με εκείνη της πώλησης σε fund.
Σημαντικό είναι επίσης να λαμβάνεται υπόψη -και όπου είναι δυνατό να επιβραβεύεται- η περίπτωση των οφειλετών που μέχρι την επέλευση της κρίσης ήταν συνεπείς στις υποχρεώσεις τους.
Τούτο επιτάσσει η αρχή της χρηστής άσκησης του δικαιώματος που παρέχει στις τράπεζες το σημερινό νομοθετικό πλαίσιο. Σε διαφορετική περίπτωση, τίθεται εν αμφιβόλω η νομιμότητα τέτοιων πράξεων, των οποίων το περιεχόμενο φαίνεται να εκφεύγει του οικονομικού αλλά, κυρίως, του κοινωνικού σκοπού του δικαιώματος αυτού.
Και η κοινωνική διάσταση σε μια εποχή όπως η σημερινή δεν θα αφήσει αδιάφορο τον εφαρμοστή του δικαίου, τον έλληνα δικαστή, ο οποίος, υπό προϋποθέσεις, δεν θα διστάσει να επισημάνει την καταχρηστική διάσταση μιας τέτοιας συμπεριφοράς εκ μέρους της τράπεζας.
Η ανάκαμψη της οικονομίας προφανώς και προϋποθέτει την εξυγίανση του τραπεζικού συστήματος. Δεν μπορεί, ωστόσο, να παραγνωρίζει, την ανάγκη διασφάλισης όχι μόνο της αξιοπρεπούς διαβίωσης του οφειλέτη αλλά και την παροχή δυνατότητας στον δανειολήπτη να σταθεί ξανά στα πόδια του και να αποτελέσει μέρος της κοινής προσπάθειας για την ανάπτυξη της χώρας.