28 Οκτωβρίου 1940

Του
ΚΩΣΤΑ ΝΙΚΟΛΑΟΥ
πρώην βουλευτή, πρ. ευρωβουλευτή και πρ. αντιπροέδρου της Ευρωβουλής


(Βιωματική αφήγηση)

Όταν ήχησαν οι σειρήνες, ήμουν κατά πέντε μήνες μικρότερος των επτά ετών. Η οικογένειά μας τρομοκρατήθηκε, πλην του ψύχραιμου πατέρα μας. Οι στενοί φίλοι και γείτονές μας έσπευσαν δίβουλοι στο σπίτι μας. «Βασίλη, τι θα κάνουμε;», «να πάτε στο καταφύγιο».

Ο πατέρας μου πίστευε πως θα βομβαρδιστεί η Αθήνα. Η γνώμη του λειτουργούσε ως διαταγή. Διαθέταμε ένα Φιατάκι με σκάρα και τρεις υπηρέτριες –τη Μαρία, την Άννα και τη Μαρίτσα (που τις παντρέψαμε αργότερα, τις αποκαλούσαμε «τα κορίτσα», που τρώγανε μαζί μας στην τραπεζαρία με την τρίφυλλη προέκτασή της). «Μόνο τα χρειώδη σε δύο βαλίτσες. Η Άννα και η Μαρίτσα θα μείνουν εδώ. Μόλις φορτώσουν τις βαλίτσες, να τρέξουν και εκείνες στο καταφύγιο».

Στο αυτοκίνητο στριμώχθηκαν η γιαγιά μας, η μητέρα μας, η θεία Όλγα (αδερφή του πατέρα μας), η Μαρία (ή Μανιώ) –και τα τρία κορίτσια ήταν Κρητικοπούλες– και εμείς, τα δύο παιδιά της οικογένειας, με τον Χαράλαμπο δυόμισι χρόνια μικρότερό μου. Ο πατέρας λογάριαζε να μας… αδειάσει στην Τρίπολη, όπου κατοικούσε ο σύζυγος της αδελφής της γιαγιά μας, Γιάννης, επιθεωρητής δημοτικής εκπαιδεύσεως και έμπιστος στον Ευάγγελο Παπανούτσο. (Μετά την απελευθέρωση διηύθυναν αμφότεροι το υπουργείο Παιδείας.)

Με τα αεροπλάνα να πετάνε σε χαμηλό ύψος, ένα από τα πίσω λάστιχα του αυτοκινήτου κλατάρισε στα Μέγαρα, και αφού περιμέναμε πολλές ώρες εκεί –έτσι μας φάνηκε– εδέησε ένα φορτηγό να τον μεταφέρει στην Κόρινθο, όπου αγόρασε τέσσερα καινούργια λάστιχα. Λάστιχα με σαμπρέλες τότε. Ευτυχώς βρήκε άνευ ταλαιπωριών άλλο φορτηγό που κατευθυνόταν στην Αθήνα και αλαλάξαμε από χαρά μόλις είδαμε τον πατέρα με το φορτηγό στα Μέγαρα. Φάγαμε για μεσημέρι μετά την Κακιά Σκάλα και φτάσαμε αισίως στην Τρίπολη λίγο πριν από τα μεσάνυχτα.

(Στα Μέγαρα, βέβαια, ο… πρόθυμος φορτηγατζής έγδαρε οικονομικά τον ξεθεωμένο από την κούραση πατέρα μας. Ο λεγάμενος είχε στη διάθεσή του αποτελεσματικό γρύλο και απαιτούσε όλο και περισσότερα χρήματα, καθυστερώντας δύο-τρεις φορές τη δουλειά που είχε αναλάβει.)
Στην Τρίπολη, παρά τις παρακλήσεις των συγγενών μας να επιστρέψει στην Αθήνα την επομένη, ο πατέ­ρας μας δεν κώλωσε. Έφαγε στα γρήγορα μια μακαρονάδα με μπόλικο τριμμένο τυρί και, αφού μας φίλησε όλους, απήλθε. Η Αντιγόνη, κόρη του θείου Γιάννη και της θείας Φωφώς, τον αποκαλούσε «αφέντη», όπως συνηθίζεται στην Πελοπόννησο. Μόλις ξυπνήσαμε, η Αντιγόνη μάς πήγε στη μεγάλη πλατεία. Μόνο εμένα και τον Χαράλαμπο, εννοείται. Το θέαμα ήταν φρικτό. Αγωγιάτες της ιδιοκτησίας τους έφερναν γαϊδούρια και μουλάρια και αρμόδιοι της Χωροφυλακής και άλλοι ειδήμονες έκαιγαν σε διαφορετικά σημεία του τριχώματός τους διαφορετικούς αριθμούς, ώστε να τα παραλάβουν οι συντετριμμένοι από τον αιφνίδιο για εκείνους πόλεμο ιδιοκτήτες τους κατόπιν… εορτής.

Πόσα από τα κακότυχα αυτά ζώα θα επιζήσουν; Ρωτούσα τον μικρούλη εαυτό μου της πρώτης δημοτικού επί δύο περίπου μήνες. Κανένα, απαντούσα γεμάτος δάκρυα. Όταν με είδε να κλαίω η Αντιγόνη, μου είπε: «Μερικά θα σκοτωθούν. Τα άλλα, όμως, θα καταφέ­ρουν να γυρίσουν. Είναι σκληραγωγημένα. Αρκετοί χωριάτες τα τσακίζουν στο ξύλο με το παραμικρό λάθος τους». «Δεν πείθομαι έτσι εύκολα, Αντιγόνη μου. Έχω σοβαρές αντιρρήσεις», της αντέτεινα, κομπορ­ρημονώντας, ο μικρομέγαλος εγώ. (Δύσκολες λέξεις, εκτός σχολείου, μου μάθαινε η θεία Όλγα στην Αθήνα. Και συνώνυμα, χωρίς να μαντεύω αυτήν τη λέξη.) Η Αντιγόνη κοίταζε συνεχώς το ρολόι της σιωπηλή. «Αργήσαμε πολύ και θα μας περιμένουν οργισμένοι», είπε κάποια στιγμή και πρόσθεσε: «Εγώ την πληρώνω πάντα από τον αυστηρό πατέρα μου. Εσύ, Κωστάκη, δεν μπορεί να τα γνωρίζεις αυτά».
Στην Τρίπολη πέρασα καλά. Έπαιζα πολύ με νέους φίλους και το αδύνατο σε βάρος και δύναμη κορμί μου έδεσε αρκετά καλά. Στο μεταξύ είχαν μπει δυναμικά στη ζωή μας οι Γερμανοί και στις παρυφές της Τρίπολης είχαν εγκατασταθεί συρματοπλεγμένα στρα­τόπεδα συγκεντρώσεως για ιταλούς αιχμαλώτους. Τους λυπόμουνα κι αυτούς και τους πήγαινα κρυφά σοκολάτες.

Διαψεύστηκαν οι προβλέψεις του πατέρα μας καθ’ ολοκληρίαν. Ούτε η Αθήνα βομβαρδίστηκε πριν συγκρο­τηθεί ο ΕΛΑΣ με τη βοήθεια του ΕΑΜ. Αντίθετα, βομβαρδίστηκε συγκρατημένα η Τρίπολη με τα εκπέμποντα αβυσσαλέους κρότους στούκας που σου τρυπάγανε τ’ αυτιά. Οι πλείστοι κάτοικοι της περιοχής, με εξαίρεση τον Γιάννη Φωτίου από την οικογένειά μας, σκαρφάλωσαν στο όρος Μέναλον για να αποφύγουν τον θάνατο. Θυμάμαι πεντακάθαρα τον συνωστισμό και τον ακατάσβεστο τρόμο.
Η Τρίπολη κατελήφθη ολοσχερώς και κανένας δεν επιτρεπόταν να την εγκαταλείψει. Από τον πατέρα μας ούτε φωνή ούτε ακρόαση. Η μητέρα μας ήξερε γερμανικά και εκλιπαρούσε τον γερμανό διοικητή να της επιτρέψει τη μετάβαση, μαζί με τα δύο ανήλικα αγό­ρια της, στην Αθήνα, όπερ και τελικώς εγένετο με γερμανικό καμιόνι.

Στη ρύμη του λόγου μου έγραψα πιο πάνω πως ο Γιάννης Φωτίου ανέβηκε στο Μέναλον. Μέγα σφάλμα. Η αλήθεια είναι ότι είχε εκτοπιστεί προηγουμένως, μαζί με τον Ευάγγελο Αβέρωφ-Τοσίτσα, στην Ιταλία.
Και μία ακόμα προσθήκη αναδρομικής ισχύος. Ο γερ­μανόφιλος Μεταξάς, που είχε σπουδάσει στη Γερμανία, στο Βερολίνο, αν δεν κάνω λάθος –ουδέν πρόβλημα άλυτον παρά Ιωάννω Μεταξά, έλεγαν συμφοιτητές του–, είχε προσφέρει κοινωνικό και φιλολαϊκό έργο στην πατρίδα μας. Το «ΟΧΙ» του ασπάστηκαν ακόμα και οι κομμουνιστές που κρατούνταν στην Ακροναυπλία για να πολεμήσουν μαζί με τον λαό, δεν είχε γίνει αποδεκτό, όμως, αυτό. Το έγκλημα του Μεταξά ήταν πως μας φόρτωσε τον Γεώργιο τον Β’. Έγκλημα και των κομμουνιστών που δεν συμμετείχαν στο δημοψήφισμα του 1946. Έγκλημα καθοσιώσεως. Το έγκλημα της 4ης Δεκεμβρίου του 1945 υπήρξε αμφιλεγόμενο ζήτημα, με υπαίτιους και πολλούς γερμανοτσολιάδες. Στο μεταξύ είχα γίνει αετόπουλο της ΕΠΟΝ, έχοντας βιώσει την τρομακτική πείνα του 1941 και τους ομαδικούς τάφους. Δεν είμαι υπερήφανος για τις εν γένει δραστηριότητές μου, στηριγμένες συχνά σε προσωπικές αμηχανίες και αβλεψίες.


Σχολιάστε εδώ