«Ο νόμος είμαι εγώ»
Του
ΜΕΝΕΛΑΟΥ ΓΚΙΒΑΛΟΥ
Αναπληρωτή καθηγητή Πολιτικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου Αθηνών
Πικρή διαπίστωση: Όταν τελεί σε κρίση η ίδια η Δημοκρατία, οι αξίες και τα περιεχόμενά της, τότε όλοι οι θεσμοί που την υπηρετούν και τη στηρίζουν διαπερνώνται από την ίδια κρίση. Και, δυστυχώς, από αυτήν την πολύπλευρη κρίση δεν μπόρεσε να ξεφύγει η ίδια η Δικαιοσύνη, η δικαστική εξουσία, που αποτελεί θεωρητικά και το «τελευταίο οχυρό» για τους πολίτες μιας δημοκρατικής πολιτείας.
Τα γεγονότα της τελευταίας περιόδου σχετικά με το περιεχόμενο και το σκεπτικό δικαστικών αποφάσεων, που είτε αφορούν ευρύτερα κοινωνικά προβλήματα είτε γεγονότα που συνδέονται με οικονομικά – διαπλεκόμενα συμφέροντα, εγείρουν όντως σοβαρές ενστάσεις και αντιρρήσεις, πέρα από τον οφειλόμενο σεβασμό όσον αφορά την τήρηση των αποφάσεων αυτών.
Θα πρέπει, όμως, να παρατηρήσουμε ότι από την έναρξη της εποχής των Μνημονίων μέχρι σήμερα, κατά την οποία το πολιτικοκομματικό σύστημα δέχθηκε βαρύ πλήγμα από την ξένη πατρωνία, ενώ παράλληλα οξύνθηκαν στο έπακρο οι κοινωνικές-ταξικές συγκρούσεις και επικράτησε η αυθαίρετη επιβολή των βουλήσεων της διαπλεκόμενης πολιτικοοικονομικής εξουσίας, η Δικαιοσύνη, η δικαστική εξουσία, αποκάλυψε σε μεγάλο βαθμό τις εγγενείς αδυναμίες της. Αδυναμίες που αφορούσαν τόσο την ύπαρξη θυλάκων πρόσβασης των συμφερόντων αυτών στο εσωτερικό της όσο και την επικράτηση ενός στοιχείου ιδιοτέλειας εκ μέρους μιας ισχυρής μερίδας του δικαστικού σώματος. Αυτή η ιδιοτέλεια που αφορούσε και αφορά τα οικονομικά συμφέροντα των μελών του αλλά και το ζήτημα της ίσης μεταχείρισης που πρέπει να τυγχάνουν τα μέλη του δικαστικού σώματος με τους υπόλοιπους έλληνες πολίτες.
Η τελευταία απόφαση του ΣτΕ, που αναθέτει τον έλεγχο του «πόθεν έσχες» των δικαστικών στους ίδιους τους δικαστικούς, ενώ θέτει αυστηρά «πλαφόν» στα δηλούμενα περιουσιακά στοιχεία, συνιστά μνημείο ιδιοτελούς αντίληψης περί Δικαιοσύνης και θα αποτελέσει αρνητικό στίγμα για την ίδια τη δικαστική εξουσία.
Ασφαλώς, παρόμοιου τύπου φαινόμενα δεν είναι σημερινά και δεν αφορούν μόνο τη δική μας χώρα. Οι άδικες αποφάσεις, τα σκάνδαλα, οι άνομες συναλλαγές και σχέσεις με μεγάλα επιχειρηματικά συμφέροντα συγκλονίζουν πολύ συχνά τις δυτικές Δημοκρατίες. Ενώ, ταυτόχρονα, ανώτατα, σε θεσμικό επίπεδο, δικαστήρια εκδίδουν καθαρά πολιτικές αποφάσεις, εμπλεκόμενα άμεσα, και πολλές φορές αποφασιστικά, στον κομματικό και πολιτικό ανταγωνισμό.
Δίκαιο και συμφέροντα
Φυσικά και δεν πέφτουμε από τα σύννεφα. Η δικαστική εξουσία αποτελεί οργανικό, κορυφαίο θεσμό, μαζί με την εκτελεστική και τη νομοθετική εξουσία, στα σύγχρονα Συντάγματα. Όμως, ως θεσμός του αστικού-καπιταλιστικού συστήματος και της σύγχρονης, χυδαίας, νεοφιλελεύθερης δομής του, αποτελεί και αυτός έκφραση και «συμπύκνωση» (κατά τη διατύπωση του αείμνηστου Νίκου Πουλαντζά) των κοινωνικών σχέσεων και των αντιτιθέμενων συμφερόντων.
Όμως, η Δικαιοσύνη, ως έκφραση και θεμελίωση της φιλοσοφίας του δικαίου, όπως τη θεωρεί η νεωτερική διαφωτιστική αντίληψη του Ιμ. Καντ, αναφέρεται ευθέως στις αρχές του λόγου, χωρίς, βεβαίως, να αγνοεί τις ιστορικές συνθήκες, τις εξουσιαστικές δομές, τα επιμέρους -και συχνά συγκρουόμενα μεταξύ τους- συμφέροντα. Με σαφή τρόπο, το δίκαιο, ο νόμος, το δικαιικό σύστημα, η ίδια η δικαστική εξουσία οφείλουν σε τελική ανάλυση να επικαθορίζουν τις λειτουργίες, τις αποφάσεις τους από τα περιεχόμενα και τις αξίες του δικαίου, πέρα -πολλές φορές- από τη νομικιστική-τυπική τους έκφραση. Γιατί ο τυπικός-νομικιστικός κανόνας, ο αποκαλούμενος «φορμαλισμός του δικαίου», εγκλωβίζεται συχνά στην ισχύ και την επιρροή πολιτικών και οικονομικών συμφερόντων και σκοπιμοτήτων.
«Η έδρα του δικαστή πρέπει να βρίσκεται ‘‘πολύ ψηλά’’, ώστε να μη θίγεται και να μην επηρεάζεται από πολιτικά και οικονομικά συμφέροντα και ταυτόχρονα να κατεβαίνει ‘‘πολύ χαμηλά’’ ώστε να αναγνωρίζει και να κατανοεί τον ανθρώπινο πόνο, τη δυσχερή θέση του αδύναμου να υπερασπιστεί το δίκιο του». Γιατί η απόδοση Δικαιοσύνης απαιτεί υψηλό ήθος και συνείδηση των αξιών, που πιθανώς να τίθενται υπό διακινδύνευση όταν επικρατεί ο νομικός τεχνικισμός, η τυπική τήρηση διατάξεων που αποτελούν συχνά προϊόν συμβιβασμών.
Πολιτικές αποφάσεις και στάσεις
Δυστυχώς, παρόμοιου τύπου προσεγγίσεις και στάσεις υιοθετούνται μόνο από ένα τμήμα του δικαστικού σώματος. Αφορούν μια μερίδα δικαστών που επιτελούν το λειτούργημά τους επιδεικνύοντας υψηλό ήθος και ανιδιοτελή αφοσίωση στις ιδέες του δικαίου. Όμως, αυτοί οι λειτουργοί, που διακρίνονται από υψηλό ήθος και αίσθηση καθήκοντος, παραμένουν άγνωστοι και αφανείς. Κατ’ ουσίαν, όμως, αποτελούν και τον τελευταίο προμαχώνα, το τελευταίο εχέγγυο για τη λειτουργία της Δικαιοσύνης.
Όπως επισημάνθηκε ήδη, κατά την τελευταία περίοδο, κατά τη μνημονιακή εποχή, πολλές αποφάσεις δικαστηρίων, ανωτάτων μάλιστα, προσέλαβαν έναν ιδιαίτερο πολιτικό χαρακτήρα. Πολλά νομοθετήματα που αφορούσαν σκληρά μνημονιακά μέτρα και εκινούντο όχι απλώς στις παρυφές του Συντάγματος, αλλά και τις υπερέβαιναν, επικυρώθηκαν χωρίς δισταγμούς. Με τον τρόπο αυτό νομιμοποιήθηκε μια σειρά μέτρων, διαμορφώνοντας στην πράξη ένα μνημονιακό παρασύνταγμα, ένα άτυπο καθεστώς, που ακύρωνε ή και απαξίωνε στην πράξη πρωτογενή δημοκρατικά πολιτικά, κοινωνικά και εργασιακά δικαιώματα.
Η αντίδραση των ανώτατων δικαστών εκδηλώθηκε μόνο στις περιπτώσεις όπου εθίγοντο τα δικά τους συμφέροντα, οι μισθοδοτικές τους αποδοχές, τα αναδρομικά κ.λπ. Για τους υπόλοιπους ίσχυε και ισχύει η μνημονιακή «νομιμότητα».
Κατά την ίδια περίοδο, παράλληλα, οι λίστες των μεγάλων φοροφυγάδων και καταχραστών του εθνικού πλούτου «χάθηκαν» στα συρτάρια και παρεγράφησαν, «ώστε να μη θίγεται η οικονομική-κερδοσκοπική δραστηριότητα των επιχειρηματιών», όπως πριν από λίγο καιρό αποφάνθηκε δικαστική απόφαση για τις λίστες των φοροφυγάδων.
Δεν θα σχολιάσουμε, επίσης, την περυσινή απόφαση του ΣτΕ για τον αντισυνταγματικό χαρακτήρα της διάταξης που προέβλεπε την προκήρυξη διαγωνισμού για τις τηλεοπτικές άδειες από τον αρμόδιο υπουργό, μετά από απόφαση της Βουλής. Όταν η ίδια η λειτουργία των τηλεοπτικών σταθμών είχε ήδη κριθεί αντισυνταγματική και ήταν απολύτως αναγκαία η παρέμβαση για την άρση της κατάστασης αυτής.
Η ίδια η νομοθετική εξουσία εκρίθη «παράνομος» από το ΣτΕ, όταν επιχείρησε αυτήν τη συνταγματική αποκατάσταση.
Συντηρητισμός – αυταρχισμός
Δεν θα προσάψουμε την κατηγορία της κομματικής στάσης και συμπεριφοράς σε παρόμοιου χαρακτήρα αποφάσεις και «σκεπτικά», εάν και σε πολλές περιπτώσεις οι κομματικές προτιμήσεις είναι έκδηλες.
Θα επισημάνουμε, όμως, ότι παραδοσιακά η δικαστική εξουσία, από τη φύση της και τον ιστορικό ρόλο που διαδραματίζει ως «πυλώνας» του αστικού συστήματος, διέπεται από έναν άκρατο συντηρητισμό, ο οποίος και επικαθορίζει τις αποφάσεις την «ώρα της κρίσεως». Κι αυτός ο συντηρητισμός αναπαράγεται και πολλές φορές ενισχύεται, αφού το δικαστικό σώμα αποτελεί έναν κλειστό, αυτοαναπαραγόμενο μηχανισμό, που απαγορεύει ακόμα και τη διατύπωση αντίθετης γνώμης ή κριτικής στις αποφάσεις του.
Η αυτοτέλεια, όμως, και η αυτονομία της Δικαιοσύνης δεν επιτρέπει στο δικαστικό σώμα να εμφανίζεται ως απρόσβλητη υπερεξουσία, πέραν κάθε κοινωνικού ελέγχου και κριτικής, διαδικασίες και λειτουργίες που αφορούν, άλλωστε, κάθε θεσμό της δημοκρατικής πολιτείας.
Το κράτος των δικαστών, όπως και η εκτελεστική εξουσία των τεχνοκρατών, αποτελούν ανοιχτές παραβιάσεις της Δημοκρατίας και της λαϊκής κυριαρχίας. Αλίμονο στους λαούς που επιτρέπουν και αποδέχονται τέτοιου είδους φαινόμενα.
Στάσεις και συμπεριφορές του τύπου «la loi c’est moi» (ο νόμος είμαι εγώ), όπως και «l ’etat c’est moi» (το κράτος είμαι εγώ), ανήκουν σε άλλες εποχές.
Τόσο η υπόθεση της προφυλάκισης της κατηγορουμένης από ένα αμφισβητούμενο αποτύπωμα Ηριάννας για συμμετοχή σε τρομοκρατική οργάνωση όσο και η κυνικού χαρακτήρα απόρριψη του «πόθεν έσχες» για τους δικαστικούς αποτελούν αρνητικά δείγματα των νοοτροπιών αυτών.
Ασφαλώς, υπάρχουν τυπικά-νομικά ερείσματα για τις αποφάσεις αυτές. Μόνο που οι δύο εισαγγελείς που ασχολήθηκαν με το δις διατυπωθέν αίτημα για αποφυλάκιση της Ηριάννας τελούν υπό έλεγχο για την υπόθεση Siemens. Ο ένας, μάλιστα, εξ αυτών διετέλεσε σύμβουλος πρώην υπουργού της ΝΔ, ενώ ο ίδιος πρότεινε μάλιστα την αποφυλάκιση των ηγετικών στελεχών της Χρυσής Αυγής Ν. Μιχαλολιάκου και Χρ. Παππά, που κατηγορούνται ότι ηγούνται εγκληματικής οργάνωσης, οι οποίοι έμειναν ελεύθεροι. Κι όλα αυτά επικαλούμενος ο κ. εισαγγελέας νομικές διατάξεις και διατυπώνοντας τις ανάλογες «ερμηνείες» και «σκεπτικά».
Όπως έφτασαν τα πράγματα, το δικαστικό σώμα δεν καλείται να διαφυλάξει τη Δικαιοσύνη και να τηρήσει την ουσία και όχι μόνο τον τύπο. Οφείλει, ταυτόχρονα, να προστατεύσει και την αξιοπιστία και την αξιοπρέπεια μιας μερίδας του σώματος αυτού. Γιατί η Δικαιοσύνη δεν αφορά μόνο το δικαστικό σώμα, αλλά τη Δημοκρατία και έναν ολόκληρο λαό, που, σε τελική ανάλυση, έχει ο ίδιος την ιστορική ευθύνη για την πορεία των δημοκρατικών θεσμών.