Η συνάντηση Τσίπρα – Τραμπ
και το γεωπολιτικό πλαίσιο

Του
ΓΕΡΑΣΙΜΟΥ ΠΟΤΑΜΙΑΝΟΥ


-Μια πρώτη αποτίμηση

Μια πρώτη αποτίμηση της συνάντησης του έλληνα πρωθυπουργού με τον αμερικανό Πρόεδρο μπορεί να γίνει με βάση όσα ακούστηκαν κατά τη διάρκεια των επίσημων δηλώσεων. Βέβαια με απαραίτητο συμπλήρωμα τη γνώση του γεωπολιτικού πλαισίου και της διεθνούς πολιτικής σκακιέρας. Ακριβής αποτίμηση μπορεί να γίνει μόνο αργότερα, όταν οι συμφωνίες αποκρυσταλλώσουν όσα κωδικοποιημένα και γενικά αναφέρθηκαν.

Το ταξίδι του έλληνα πρωθυπουργού περιελάμβανε τρεις πτυχές. Την επίσημη συνά­ντηση με τον αμερικανό Πρόεδρο, τη συνάντηση με τη διευθύντρια του ΔΝΤ Κρ. Λαγκάρντ και συναντήσεις με υποψήφιους επενδυτές και τοπικούς αξιωματούχους, κυρίως στο Σικάγο.

Η συνάντηση με τον κ. Τραμπ χαρακτηρίστηκε από δύο βασικές κινήσεις. Ο αμερικανός Πρόεδρος προκατέλαβε τους πάντες, ανακοινώνοντας πως η κυβέρνησή του πρόκειται να εγκρίνει την πώληση υπηρεσιών και εξοπλισμού για την αναβάθμιση του στόλου των ελληνικών μαχητικών F-16, που θα βοηθήσουν «στη δημιουργία θέσεων εργασίας στις ΗΠΑ» και την αναβάθμιση της βάσης της Σούδας.
Ο έλληνας πρωθυπουργός έθεσε τρία θέματα. Πρώτον, ζήτησε τη στήριξη των ΗΠΑ για την ελάφρυνση του χρέους και τη βελτίωση του κλίματος εμπιστοσύνης προς «την Ελλάδα που ανακάμπτει». Δεύτερον, τόνισε τη συνεργασία των δύο χωρών στον τομέα της τροφοδοσίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης με αμερικανικό σχιστολιθικό αέριο. Τρίτον, ζήτησε την άσκηση επιρροής των ΗΠΑ για τον τερματισμό των παραβιάσεων του ελληνικού εναέριου χώρου στο Αιγαίο από την Τουρκία. Δεν έγινε, ωστόσο, αναφορά στο Κυπριακό η το Σκοπιανό.

Για το θέμα των μαχητικών, είναι γνωστό πως η αναβάθμισή τους είναι επιβεβλημένη, καθώς έχει προηγηθεί η αναβάθμιση των αντίστοιχων τουρκικών πριν από μερικά χρόνια. Είναι επομένως η συνέχιση της ρουτίνας στην κούρσα των εξοπλισμών με τη γείτονα, αφού ούτε η ΕΕ ούτε οι ΗΠΑ εγγυώ­νται τα ελληνικά σύνορα. Για το θέμα αυτής της εγγύησης, ο κ. Τραμπ αρνήθηκε να κάνει οποιαδήποτε αναφορά, καθώς η πολιτική πώλησης στρατιωτικού υλικού των ΗΠΑ δεν το επιτρέπει. Αναφέρθηκε, αντίθετα, στη στήριξη των ΗΠΑ για μια «αξιόπιστη ελάφρυνση του χρέους», που έχει πρακτικό αντίκρισμα μόνο μέσω της επιρροής των ΗΠΑ στο ΔΝΤ.

Ανταποκρίθηκε επίσης στο κάλεσμα για την ανακοίνωση από αμερικανικά χείλη του «come back» της ελληνικής οικονομίας. Αυτές βέβαια οι δηλώσεις δεν λαμβάνονται τοις μετρητοίς σε μια χώρα που στα χρηματοοικονομικά θέματα σέβονται μόνο τις εκτιμήσεις των χρηματοοικονομικών συμβούλων. Συμβάλλει βέβαια στη δημιουργία εντυπώσεων στην κοινή γνώμη, όχι όμως στους θεσμικούς επενδυτές. Ανταποκρίθηκε επίσης στο θέμα των αγωγών TAP και East-Med, όπως και στον σταθμό υγροποιημένου αερίου στην Αλεξανδρούπολη.

Είναι βέβαια φυσικό, αφού οι ΗΠΑ από το 2004 συνέβαλαν στην ανατροπή της πολιτικής ενεργειακής συνεργασίας Ευρωπαϊκής Ένωσης – Ρωσίας. Η υιοθέτηση, από τότε, της πολιτικής ασφάλειας ενεργειακού εφοδιασμού της ΕΕ αποσκοπεί ουσιαστικά στον δραστικό περιορισμό της εξάρτησης της τροφοδοσίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης από ρωσικό φυσικό αέριο. Είναι ενδιαφέρον να αναφερθεί πως ο Κ. Καραμανλής αντιμετωπίστηκε αρνητικά για τον αγωγό Μπουργκάς – Αλεξανδρούπολη, που θα μετέφερε ρωσικό φυσικό αέριο στη Μεσόγειο, ενώ η αλλαγή γεωπολιτικού πλαισίου ευνοεί τη δημιουργία παρόμοιου αγωγού για μεταφορά αμερικανικού αερίου.

Με τις εξελίξεις στη Μ. Ανατολή, πέρα από τις εδαφικές διευθετήσεις για τον έλεγχο των υδρογονανθράκων, το βασικό σχέδιο είναι η μεταφορά σχιστολιθικού αερίου των ΗΠΑ και αερίου από Αίγυπτο, Ισραήλ, Κύπρο, Λίβανο, Ιορδανία, Ελλάδα μέσω Αλεξανδρούπολης και Βουλγαρίας προς την Ευρώπη. Στο σχέδιο αυτό κουμπώνει η αναβάθμιση της Σούδας και ίσως ενός άλλου σημείου στήριξης.
Η ένταξη στην πολιτική αυτή έχει βέβαια και κινδύνους. Πρώτον, μια ενεργητικότερη διεξαγωγή επιχειρήσεων από τη Σούδα, στην οποία προφανώς θα αυξηθεί η ικανότητα στάθμευσης και επισκευής πλωτών μέσων, σε συνδυασμό με το γεγονός πως εμπλέκονται και ενεργειακά κοιτάσματα του Ισραήλ, θα εξέθετε τη χώρα σε επιθέσεις τζιχαντιστών. Ένα δεύτερο ζήτημα είναι το γεγονός πως οι χώρες-μέλη της ΕΕ διαμορφώνουν αυτήν τη στιγμή κοινή πολιτική ασφάλειας, που θα απαιτήσει αυξημένες αμυντικές δαπάνες, παράλληλα με την απαίτηση Τραμπ για αύξηση της ευρωπαϊκής συμμετοχής στον προϋπολογισμό του ΝΑΤΟ.

Όσον αφορά τις επενδυτικές επαφές, αυτές έχουν δύο κυρίως στόχους. Πρώτον, την αγορά ελληνικών ομολόγων όταν η χώρα πραγματοποιεί εξόδους στις αγορές για βραχυπρόθεσμο δανεισμό. Δεύτερον, τη συμμετοχή επενδυτών της αγοράς ακινήτων (real estate) στις πωλήσεις τιτλοποιημένων στεγαστικών «κόκκινων» δανείων, που θα επιταχυνθεί δραματικά με τους ηλεκτρονικούς πλειστηριασμούς τον επόμενο μήνα. Στον τομέα αυτό, εκτός από την εταιρεία του κ. Τραμπ, δραστηριοποιούνται πολλοί ομογενείς.

Γενικά μιλώντας, η χώρα βγήκε «στα φώτα της όπερας» για λίγο και με εφόδιο αυτήν τη λάμψη πηγαίνει στις Βρυξέλλες για την Άμυνα, το Μεταναστευτικό αλλά και τη συζήτηση για την εμβάθυνση της ΟΝΕ, που ίσως απειλήσει τη γρήγορη διευθέτηση του χρέους μετά τις εκλογές σε Γερμανία και Αυστρία. Η «πιρουέτα» λοιπόν έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον, αλλά επειδή εδράζεται σε εύθραυστα οικονομικά στοιχεία, η προσγείωση είναι ασαφής. Διότι από αύριο θα τροχοδρομήσουμε στην πίστα της τρίτης αξιολόγησης.


Σχολιάστε εδώ