Τα εθνικά συμφέροντα να προηγούνται
των ιδεολογιών
Του
ΧΡΗΣΤΟΥ Θ. ΜΠΟΤΖΙΟΥ
Πρέσβη ε.τ.
-Μια ψύχραιμη εκτίμηση της ελληνοαμερικανικής συνάντησης κορυφής
Η επίσημη επίσκεψη του έλληνα πρωθυπουργού στις Ηνωμένες Πολιτείες προκάλεσε, όπως ήταν φυσικό, το έντονο ενδιαφέρον εντός αλλά και εκτός της χώρας. Κεντρικό σημείο των διαφόρων σχολίων ήταν αν η επίσκεψη σηματοδοτεί και γεωστρατηγική αναβάθμιση της Ελλάδας, τι ακριβώς δώσαμε και πήραμε, ενώ δεν έλειψαν και σχόλια ιδεολογικού χαρακτήρα, όπως, π.χ., πώς ετύγχανε τέτοιας υποδοχής ένας πρωθυπουργός που στο παρελθόν χρησιμοποιούσε απαξιωτικούς χαρακτηρισμούς για το καθεστώς της χώρας που επισκεπτόταν. Οι επίσημες επισκέψεις αρχηγών κρατών ή κυβερνήσεων δεν είναι συμπτωματικές. Αποφασίζονται, προετοιμάζονται και πραγματοποιούνται όταν διαπιστώνεται η ανάγκη για ευρύτερη συνεργασία και όταν διαγράφονται δυνατότητες προώθησης των διμερών σχέσεων. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι οι στόχοι και για τις δύο πλευρές επιτυγχάνονται πάντοτε.
Αναμφίβολα, η επίσημη επίσκεψη του έλληνα πρωθυπουργού κατέγραφε την κοινή βούληση για προώθηση των διμερών σχέσεων και συνεργασίας, την οποία ευνοούν και οι παρούσες διεθνείς εξελίξεις και συγκυρίες. Η Ελλάδα, παρά την πολυετή οικονομικοκοινωνική κρίση που τη μαστίζει, είναι γεωπολιτικά και γεωστρατηγικά αναβαθμισμένη και δεν μπορεί εύκολα να αγνοηθεί ο σταθεροποιητικός ρόλος της στην ευρύτερη περιοχή που την περιβάλει, η οποία χαρακτηρίζεται από ανασφάλεια και συγκρούσεις. Η διαπίστωση αυτή επιβεβαιώθηκε σχεδόν σε όλες τις επαφές της ελληνικής αντιπροσωπείας, σε διάφορα επίπεδα, και διά στόματος του ιδίου του αμερικανού Προέδρου κ. Ντόναλντ Τραμπ.
Θα σταθούμε λίγο περισσότερο στο στοιχείο της γεωστρατηγικής αναβάθμισης. Οι μεγάλες δυνάμεις, όπως είναι οι ΗΠΑ, επιζητούν πάντοτε συμμάχους και ερείσματα, που λειτουργούν αμφίδρομα όταν εξυπηρετούν τα αμοιβαία συμφέροντα. Γράφτηκαν αρκετά για το θέμα των αμερικανικών βάσεων στη Σούδα όπως και για την αναβάθμιση των μαχητικών F-16. Θα επαναλάβουμε ότι οι στρατιωτικές βάσεις μιας χώρας σε άλλη χώρα, ανεξάρτητα από τον συσχετισμό δυνάμεων, δεν συνιστούν αναγκαστικά δουλεία ή -το χειρότερο- υποτέλεια. Το όφελος μπορεί να είναι διττό. Επειδή και η χώρα που τις φιλοξενεί αυξάνει τη στρατηγική της αξία και δημιουργείται σχέση αλληλεξάρτησης. Η γειτονική Ιταλία φιλοξενεί, από δεκαετίες, αμερικανικές και νατοϊκές βάσεις, στις νότιες κυρίως περιοχές, οι οποίες χρησιμοποιήθηκαν ευρέως στους βομβαρδισμούς κατά της Σερβίας του Μιλόσεβιτς. Πρωθυπουργός της Ιταλίας ήταν τότε ο D’Alema, πρώην ανώτατο στέλεχος του ΚΚΙ. Σε ό,τι αφορά την αναβάθμιση των F-16, έναντι σημαντικής δαπάνης ύψους 2 δισ. ευρώ και πλέον (σημαντικό μέρος θα καλυφθεί από αντισταθμιστικά οφέλη), κρίνεται από τη στρατιωτική ηγεσία αναγκαία και επισήμως τουλάχιστον δεν έχουν εκφρασθεί αντιρρήσεις. Η αμυντική συμπαραγωγή των F-16 μας είχε προταθεί τη δεκαετία του ‘80 αλλά την είχαμε αρνηθεί για να επιλεγεί τελικά η Τουρκία.
Σχετικά με τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, τις προκλήσεις της Αγκύρας στο Αιγαίο, το Κυπριακό αναφορά, δημοσίως, έγινε μόνο από τον έλληνα πρωθυπουργό και αυτό δεν διέφυγε της προσοχής των σχολιαστών. Η σιγή του κ. Τραμπ, που ορισμένοι την ερμήνευσαν ως απροθυμία των ΗΠΑ να λάβουν θέση, πιστοί στην παραδοσιακή πολιτική των ίσων αποστάσεων, χρήζει προσεχτικότερης ανάγνωσης.
Πολλά σημαντικά θέματα διμερούς ή πολυμερούς σημασίας συζητούνται κατ’ ιδίαν και δεν βλέπουν το φως της δημοσιότητας. Να προστεθεί ότι την περίοδο αυτή οι σχέσεις ΗΠΑ – Τουρκίας χαρακτηρίζονται από κάποια ένταση και ο αμερικανός Πρόεδρος προτίμησε τη σιωπή. Οι ΗΠΑ ασκούν παγκόσμια πολιτική και τα συμφέροντά τους στην Τουρκία είναι αναμφισβήτητα. Θα ήταν πάντως αφελές να περιμέναμε από τον αμερικανό Πρόεδρο να πει δημοσίως «Είμαι με την Ελλάδα», κατά το προηγούμενο του Τζον Κένεντι, στο Βερολίνο, «Ich bin ein Berliner». Ο αμερικανός Πρόεδρος δεν αγνοεί, ασφαλώς, ότι η τουρκική παραβατικότητα σε Κύπρο και Αιγαίο επηρεάζει και τη συνοχή του ΝΑΤΟ και τα αμερικανικά συμφέροντα στην περιοχή. Ανάλογη, πάντως, σιωπή είχε τηρήσει και ο Πρόεδρος Κλίντον κατά την επίσκεψή του στην Ελλάδα, αποφεύγοντας να τοποθετηθεί σε όσα είχε πει ο τότε Πρόεδρος Κ. Στεφανόπουλος, στο ίδιο πνεύμα με όσα είπε δημοσίως ο έλληνας πρωθυπουργός στην Ουάσινγκτον. Η συνεργασία στον ενεργειακό τομέα μαζί με το θέμα των επενδύσεων μπορεί να χαρακτηρισθεί ως ο τρίτος σημαντικός πυλώνας των ελληνοαμερικανικών συνομιλιών. Συνδυάζει όχι μόνο τον οικονομικό τομέα αλλά και τον ευρύτερο στρατηγικό. Με εξαίρεση τις μεγάλες χώρες, καμιά άλλη χώρα δεν μπορεί από μόνη της να αξιοποιήσει τις πηγές ενέργειας που διαθέτει, ιδιαίτερα τις υποθαλάσσιες (υφαλοκρηπίδα, ΑΟΖ). Και τούτο όχι μόνο γιατί απαιτείται υψηλή τεχνολογία και τεράστια κεφάλαια, αλλά επειδή πρέπει να συνοδεύεται από την εξασφάλιση ασφαλούς άντλησης-διάθεσης όταν αμφισβητούνται τα θαλάσσια σύνορα από τρίτες χώρες. Η αναμενόμενη, διά της συνεργασίας, ανάμιξη αμερικανικών εταιρειών θα λειτουργήσει αποτρεπτικά σε απόπειρες αμφισβήτησης κυριαρχικών μας δικαιωμάτων.
Δεν πρέπει να αγνοείται το γεγονός ότι οι αμερικανικές παρεμβάσεις ματαίωσαν, για γεωπολιτικούς και ανταγωνιστικούς προς τη Ρωσία λόγους, την κατασκευή του αγωγού Μπουργκάς- Αλεξανδρούπολη, που θα μετέφερε ρωσικό πετρέλαιο στη Νότια και Κεντρική Ευρώπη, πρώτα με υπαναχώρηση της Βουλγαρίας και αργότερα της ελληνικής κυβέρνησης του Γ. Παπανδρέου. Αντίθετα, ΗΠΑ και ΕΕ ευνοούν την κατασκευή του αγωγού East-Med (Ισραήλ, Κύπρος, Πελοπόννησος, με κατάληξη την Ιταλία). Το ίδιο ισχύει και για τον αγωγό IGI Poseidon, μόνο εφόσον μεταφέρει αζερικό πετρέλαιο και φ/α.
Σε γενική εκτίμηση, η ελληνοαμερικανική συνεργασία, που δρομολογείται με την επίσημη επίσκεψη του έλληνα πρωθυπουργού στις ΗΠΑ, πιθανό να σηματοδοτήσει και την απαρχή εξόδου της Ελλάδας από την οικονομικοκοινωνική κρίση, εφόσον βέβαια υλοποιηθούν όσα συζητήθηκαν και συμφωνήθηκαν σε πνεύμα και πλαίσιο win-win.Τα μηνύματα φαίνεται να είναι ενθαρρυντικά και απομένει η συνεργασία να μετατραπεί σε πράξη. Οι διμερείς και διεθνείς σχέσεις δεν είναι είδος super market, όπου εισέρχεσαι και αγοράζεις ό,τι επιθυμείς. Επίσης, οι τυχόν διαφορετικές ιδεολογικές αντιλήψεις, όπως αποδεικνύει η διεθνής εμπειρία, ελάχιστα επηρεάζουν τις επιλογές, όταν αυτές εξυπηρετούν το εθνικό συμφέρον.