Η επίσκεψη του έλληνα πρωθυπουργού στις ΗΠΑ

Γράφει ο
ΠΕΡΙΚΛΗΣ  ΝΕΑΡΧΟΥ
Πρέσβυς ε.τ.


Ενθυμούμενος κανείς τον έντονο αντι-Αμερικανισμό της δεκαετίας του ’80, που ήταν απότοκος μιας διεθνούς συγκυρίας, αλλά ειδικότερα και της επιβολής της δικτατορίας στην Ελλάδα και της τραγωδίας της Κύπρου, εντυπωσιάζεται σήμερα από τη συναίνεση που υπάρχει στις σχέσεις της χώρας με τις ΗΠΑ. Ακόμη και στο λεπτό θέμα των βάσεων η αλλαγή είναι θεαματική. Στη δεκαετία του ’80 υπήρχε ένα πραγματικό πολιτικό κίνημα εναντίον των βάσεων, όπως και κατά του ΝΑΤΟ. Η απόσυρση της Ελλάδος από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ, το 1974, με πρωτοβουλία του συντηρητικού Κωνσταντίνου Καραμανλή, ανταποκρινόταν στο λαϊκό αίσθημα, έστω και αν η πρωτοβουλία Καραμανλή δεν είχε πραγματικό στόχο την αποχώρηση της Ελλάδος από το ΝΑΤΟ αλλά την εκτόνωση του λαϊκού αισθήματος.

Η προσχηματική αυτή απόσυρση είχε τελικά πολύ υψηλό κόστος για την Ελλάδα, γιατί η Άγκυρα βρήκε την ευκαιρία να αμφισβητήσει τον αεροπορικό και ναυτικό επιχειρησιακό έλεγχο της Ελλάδος στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ και να θέτει ως όρο την τροποποίησή του για να συναινέσει στην επιστροφή της Ελλάδος στο στρατιωτικό σκέλος.

Κατά τον ίδιο τρόπο, οι διαπραγματεύσεις για την απομάκρυνση των Αμερικανικών βάσεων, που είχε αναλάβει η κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ, στη δεκαετία του ’80, διεξήχθησαν κάτω από πολύ δύσκολες πολιτικές συνθήκες. Υπενθυμίζεται ότι η άνοδος του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία συνέπεσε με την άνοδο στην εξουσία στις ΗΠΑ του υπερσυντηρητικού Ρόναλντ Ρίγκαν. Στο εσωτερικό υπήρχε ένα έντονο αντι-Αμερικανικό κλίμα, για τους λόγους που αναφέρθηκαν, και ένα μαζικό κίνημα κατά των βάσεων. Υπό τις συνθήκες αυτές, η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ διαπραγματεύθηκε μια συμβιβαστική αλλά αποδεκτή συμφωνία, που κατοχύρωνε τους βασικούς στόχους που είχαν τεθεί: Τον περιορισμό των Αμερικανικών βάσεων και τον εθνικό τους έλεγχο, ώστε αυτές να μην παρεμβάλλονται σε θέματα εθνικής κυριαρχίας, ούτε να μπορούν να σύρουν την Ελλάδα σε εξωτερικές περιπέτειες για ξένα συμφέροντα. Κρίσιμος από την άποψη αυτή ήταν ο όρος που είχε τεθεί για το δικαίωμα της Ελληνικής κυβερνήσεως να κλείσει οποιαδήποτε βάση σε περίοδο εθνικής κρίσεως και εκτάκτου ανάγκης.

Ο όρος αυτός δεν ήταν τυπικός. Εφαρμόσθηκε στην κρίση του 1987 με την Άγκυρα. Η τότε ελληνική κυβέρνηση, με πρωθυπουργό τον Ανδρέα Παπανδρέου, προέβη σε δύο πολύ σημαντικές κινήσεις που απεδείχθησαν στρατηγικής σημασίας. Ανέστειλε τη λειτουργία της Αμερικανικής βάσεως της Νέας Μάκρης, που είχε δυνατότητα παρεμβολής στις επικοινωνίες των Ενόπλων Δυνάμεων, και έστειλε τον υπουργό Εξωτερικών Κάρολο Παπούλια στη Σόφια, σαφές μήνυμα προς την Αμερικανική πλευρά ότι η Ελληνο-Τουρκική κρίση δεν θα παρέμενε στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ, υπό Αμερικανική διαιτησία, αλλά θα διευρυνόταν σε διεθνή κρίση, με παρέμβαση και του άλλου Συνασπισμού.

Οι κινήσεις αυτές είχαν εκτονωτική επίδραση στην κρίση. Ασκήθηκαν Αμερικανικές πιέσεις στην Τουρκική πλευρά για αναδίπλωση και εγκαταλείφθηκε το φημολογούμενο σενάριο ανατροπής της κυβερνήσεως, μέσω μιας ελεγχόμενης Ελληνο-Τουρκικής κρίσεως.

Η αλλαγή στα αισθήματα προς τις ΗΠΑ οφείλεται σήμερα και σε έναν άλλο λόγο. Οι Έλληνες γνώρισαν πάλι, με το ένδυμα της Ευρώπης, τη Γερμανική αδυσώπητη σκληρότητα και αισθάνονται ότι, κοντά στους Γερμανούς, οι Αμερικανοί αρχίζουν πάλι να γίνονται συμπαθείς και εναλλακτική επιλογή. Πράγματι, αυτό που υπέστησαν οι Έλληνες, με την οικονομική κρίση και την αντιμετώπισή της από τους Ευρωπαίους εταίρους, δεν μπορούσαν να το φαντασθούν ούτε στον χειρότερο εφιάλτη τους. Προσανατολίσθηκαν μ’ ενθουσιασμό προς την Ευρώπη και την Ευρωπαϊκή ενοποίηση, πιστεύοντας ότι αυτή θα ήταν μια νέα προοπτική, που θα ενίσχυε την Ελλάδα, θα εξασφάλιζε την ισοτιμία της με τις άλλες αναπτυγμένες Ευρωπαϊκές χώρες και θα κατοχύρωνε, βεβαίως, την ανάπτυξη και την ευημερία της.

Το σημερινό κατάντημα της Ελλάδος προκαλεί οργή και θλίψη. Το μέγεθος της οργής συγκρατήθηκε από την προπαγάνδα ότι γι’ αυτό που έπαθε η Ελλάδα πρέπει να αιτιάται μόνο τον εαυτό της και από τον φόβο ότι τα πράγματα θα μπορούσαν να γίνουν ακόμη χειρότερα. Ο χρόνος όμως που μεσολάβησε, έχουν παρέλθει ήδη οκτώ χρόνια, από την αρχή της κρίσεως έριξε περισσότερο φως στο τι πραγματικά έγινε και οδήγησε σε ωριμότερες σκέψεις για τα αίτια της κρίσεως και τις ευθύνες. Για όσους έχουν ακόμη αμφιβολίες για το μερίδιο των ευθυνών του Ευρωπαϊκού παράγοντα και ειδικότερα του συστήματος του ευρώ, τους συστήνω να διαβάσουν στο διαδίκτυο το άρθρο του Σπύρου Λαβδιώτη για το πώς τα ιδιωτικά χρέη των τραπεζών, Ελληνικών και ξένων, μετετράπησαν σε ελληνικό δημόσιο χρέος και φορτώθηκαν στην πλάτη του ελληνικού λαού. Οι Ελληνικές κυβερνήσεις, αρχής γενομένης από εκείνη του Κώστα Καραμανλή, μετέτρεψαν τα ιδιωτικά χρέη των τραπεζών σε ελληνικό δημόσιο χρέος. Η αρχή έγινε επί Καραμανλή με 28 δισ. ευρώ. Επί των επομένων κυβερνήσεων, Γιώργου Παπανδρέου, Παπαδήμου και Σαμαρά – Βενιζέλου, το ποσό εκτοξεύθηκε στα 233 δισ. ευρώ, (βλ. Σπύρος Λαβδιώτης. https://spiros26.wordpress.com).

O Σπύρος Λαβδιώτης δεν είναι τυχαίο πρόσωπο. Ήταν επί μακρά περίοδο Διευθυντής του Χρηματοπιστωτικού Τμήματος της Κεντρικής Τράπεζας του Καναδά. Γνωρίζει πολύ καλά τη λειτουργία του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος, της χρηματιστικής οικονομίας και τα μεγάλα κόλπα στα οποία επιδίδονται οι κυρίαρχοι του συστήματος, ολιγάρχες, κερδοσκόποι, τράπεζες, ξένα funds και πολυεθνικές εταιρείες.

Τα αποτελέσματα της πολιτικής αυτής είναι ενώπιόν μας. Παρ’ όλη τη χρηματοδότηση των Τραπεζών από το κράτος με 233 δισ. ευρώ, τα οποία έγιναν δημόσιο χρέος, καμιά μεγάλη τράπεζα δεν είναι σήμερα Ελληνική. Εξαγοράσθηκαν όλες, αντί πινακίου φακής, από ξένα funds. Χρειάζονται μάλιστα πάλι νέα «ανακεφαλαιοποίηση» και έχει επιβληθεί γι’ αυτό ως όρος από τους λεγόμενους «θεσμούς» το ήμισυ της αξίας της δημόσιας περιουσίας, που θα εκποιηθεί από το Υπερταμείο, να διατεθεί για την «ανακεφαλαιοποίηση» των υπό ξένο έλεγχο τραπεζών!

Ποιοι είναι υπεύθυνοι γι’ αυτά τα μεγάλα κόλπα; Προφανώς το Ευρωσύστημα, που επιβάλλει ως κανονική και νόμιμη πολιτική την πρακτική αυτή, και, βεβαίως, οι ελληνικές ηγεσίες, που συναινούν και συμπράττουν, με το επιχείρημα ότι αυτό επιβάλλει η παραμονή της χώρας στον ισχυρό πυρήνα της Ευρώπης, που είναι το ευρώ!

Κατανοητή λοιπόν η αλλαγή κλίματος στις Ελληνο-Αμερικανικές σχέσεις. Οι ΗΠΑ αντιμετωπίζονται, μέσα στον ζόφο της σημερινής κρίσεως και της άτεγκτης πολιτικής του Βερολίνου, ως σύμμαχος που μπορεί να βοηθήσει στην έξοδο από την κρίση. Ευνοϊκή είναι και η γεωπολιτική συγκυρία που σημαδεύεται από την ένταση στις Αμερικανο-Τουρκικές σχέσεις και τα παιχνίδια της Άγκυρας.

Η Ελλάδα δεν αντιμετωπίζει μόνο οικονομική κρίση. Αντιμετωπίζει, παραλλήλως, οξύτατο αμυντικό πρόβλημα. Προφανώς, η αναβάθμιση των F-16 δεν αρκεί. Για το μεγάλο όμως αυτό θέμα θα γίνει αναλυτικότερη αναφορά σε άλλο σημείωμα, όπως και στο θέμα της ισορροπίας που πρέπει να διέπει την Ελληνική εξωτερική και αμυντική πολιτική.


Σχολιάστε εδώ