Αυξημένη εποπτεία των κρατών επιδιώκει
η Γερμανία με τον αναμορφωμένο ESM
Του
ΓΕΡΑΣΙΜΟΥ ΠΟΤΑΜΙΑΝΟΥ
-Περιορίζεται η πολιτική διαπραγμάτευση στην Ευρωζώνη
Μετά τη συμβολική ομιλία στην Πνύκα, ο Μακρόν χρησιμοποίησε το δείπνο στο Ταλίν για να μιλήσει για το όραμα μιας ταχύτερης και βαθύτερης ευρωπαϊκής ενοποίησης. Ο έλληνας πρωθυπουργός δήλωσε πως όλοι αντιλαμβάνονται την ανάγκη η Ευρώπη να δημιουργήσει τους δικούς της θεσμούς, ώστε να μην είναι αναγκαία η πρόσκληση ξένων θεσμών (ΔΝΤ) για να στηρίξουν τις ανάγκες της.
Οι δηλώσεις δεν αναφέρονται βέβαια στην ουσία των προτάσεων που είναι στο τραπέζι.
Η συζήτηση περιλαμβάνει την ΟΝΕ, την ευρωπαϊκή άμυνα και το Μεταναστευτικό. Δεν αφορά την κοινωνική Ευρώπη και δεν είναι καινούργια. Στην κορύφωση της ελληνικής κρίσης, στα τέλη του Ιουνίου του 2015, Γαλλία και Γερμανία φαίνονταν να συγκρούονται μετωπικά για το μέλλον της ΟΝΕ. Από τη μία ο Ολάντ πρότεινε πολιτική ένωση με οικονομική διακυβέρνηση και Κοινοβούλιο της Ευρωζώνης ως εγγύηση πολιτικής διαχείρισης του ευρώ. Από την άλλη, ο Σόιμπλε έβρισκε την Κομισιόν πολύ χαλαρή στην υλοποίηση των απαιτήσεων του Συμφώνου Σταθερότητας και πρότεινε την αφαίρεση των αρμοδιοτήτων από την Κομισιόν και τη σύσταση μιας ανεξάρτητης εποπτικής επιτροπής τεχνοκρατών, η οποία θα ελέγχει με άκαμπτους αυτοματισμούς την τήρηση της δημοσιονομικής πειθαρχίας.
Δεν χρειάζεται εξειδικευμένη γνώση των ευρωπαϊκών ισορροπιών για να αναδειχθούν οι προτάσεις Ολάντ και Σόιμπλε ως εξ ορισμού αλληλοαποκλειόμενες και ασύμβατες. Παρά το προφανές της παραπάνω διαπίστωσης, στις αρχές του 2016 ο Ολάντ άφησε να εννοηθεί ότι μέχρι τα τέλη του χρόνου θα έχει διαμορφωθεί κοινή γαλλογερμανική πρόταση για το μέλλον της Ευρωζώνης. Πολλοί θεωρούν ότι επρόκειτο για τη φόρμουλα με το όνομα Μακρόν, που θα επιτρέψει στο Παρίσι να διαχειρισθεί επικοινωνιακά την υλοποίηση της πρότασης Σόιμπλε.
Σήμερα, που στην πράξη αποδεικνύεται το ασύμβατο της ποσοτικής χαλάρωσης με την εφαρμογή του Συμφώνου Σταθερότητας, ο Σόιμπλε θέτει ως προϋπόθεση περαιτέρω βημάτων θεσμικής ολοκλήρωσης της ΟΝΕ την πλήρη στεγανοποίηση της μόνιμης περιοριστικής δημοσιονομικής πολιτικής από την πολιτική διαπραγμάτευση και κυρίως το πολιτικό και κοινωνικό γίγνεσθαι των χωρών-μελών της Ευρωζώνης.
Η Γερμανία αξιοποιεί το γεγονός ότι το ειδικό της οικονομικό βάρος της επέτρεψε να επιβάλει τους κανόνες στην Ευρωζώνη. Θέτει σθεναρά ως προϋπόθεση της θεσμικής ολοκλήρωσης της ΟΝΕ τη μονιμοποίηση της περιοριστικής δημοσιονομικής πολιτικής (λιτότητα). Προετοιμάζεται μάλιστα τώρα για χρεοκοπίες, ως αποτέλεσμα της εξυγίανσης του τραπεζικού συστήματος και την αντιμετώπιση του τεράστιου προβλήματος των «κόκκινων» δανείων στην Ευρωζώνη. Θεωρώντας αυτά ως προϋποθέσεις, αρνείται τη δική της συμμετοχή στο κόστος της κρίσης, απορρίπτοντας τη λύση των ευρωομολόγων και την ευρωπαϊκή εγγύηση καταθέσεων.
Οι περισσότερες χώρες υιοθέτησαν ήδη τη γερμανική πρόταση για μετατροπή του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ESM) σε νέο μηχανισμό, που ίσως ονομασθεί «Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ταμείο». Στο Eurogroup της Δευτέρας, παρόλο που όλοι οι υπουργοί συμφώνησαν σε γενικές γραμμές να μετεξελιχθεί ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας, φάνηκε ότι υπάρχει πολύς δρόμος μέχρι να υπάρξει τελική συμφωνία. Το βασικό σημείο διαφωνίας είναι ότι το Βερολίνο δεν δέχεται τη δημιουργία ενός κοινού προϋπολογισμού για τις χώρες της Ευρωζώνης. Μέχρι στιγμής, οι υπουργοί Οικονομικών έχουν συμφωνήσει ότι σε επόμενη, μελλοντική κρίση ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας μαζί με την Κομισιόν θα πρέπει να είναι έτοιμοι να αναλάβουν δράση χωρίς τη συμβολή του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου ή της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι ο ESM θα ασκεί εποπτικό έλεγχο, ανεξαρτήτως αν οι χώρες είναι σε πρόγραμμα, χωρίς όμως να πάρει τις αρμοδιότητες της Κομισιόν.
Έτσι, ο χρόνος αυξημένης εποπτείας της Ελλάδος θα παραταθεί όχι μόνο με την υλοποίηση των μεσοπρόθεσμων και μακροπρόθεσμων μέτρων διευθέτησης του χρέους και τον κανονισμό 472/2013, με το άρθρο 14 του οποίου προσδιορίζεται η μετά Μνημόνιο εποχή. Όπως αναφέρει, τα κράτη-μέλη παραμένουν υπό εποπτεία μετά το πρόγραμμα, εφόσον δεν έχει εξοφληθεί τουλάχιστον το 75% της χρηματοδοτικής συνδρομής. Επιπλέον, το δεύτερο άρθρο του κανονισμού προβλέπει ότι «η Ευρωπαϊκή Επιτροπή μπορεί να αποφασίσει να θέσει υπό ενισχυμένη εποπτεία ένα κράτος-μέλος, το οποίο αντιμετωπίζει ή απειλείται από σοβαρές δυσκολίες αναφορικά με τη χρηματοοικονομική του σταθερότητα». Η Επιτροπή πραγματοποιεί, σε συνεννόηση με την ΕΚΤ, τακτικές αποστολές επιθεώρησης στο κράτος-μέλος υπό εποπτεία μετά το πρόγραμμα προκειμένου να εκτιμήσει την οικονομική, δημοσιονομική και χρηματοπιστωτική του κατάσταση.
Σε αντίθεση με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, ο ESM σήμερα δεν έχει καμιά αρμοδιότητα για την παρακολούθηση της πολιτικής των χωρών, πριν αυτές αποκλειστούν από τις αγορές χρέους και μπουν σε πρόγραμμα διάσωσης. «Είναι πολύ σημαντικό να επεκτείνουμε το σύστημα ανίχνευσης του ESM και να ισχυροποιήσουμε τον ρόλο του όσον αφορά την εποπτεία των κινδύνων των χωρών», διατείνεται η γερμανική πλευρά.
Με βάση τα παραπάνω, η έξοδος από το Μνημόνιο τον προσεχή Αύγουστο δεν θα σημάνει την απεξάρτηση από τον έλεγχο των δανειστών, αφού αυτός θα διατηρηθεί μέχρι να αποπληρωθεί το 75% των δανείων. Προφανώς δεν θα υπάρχουν τα ιδιαίτερα προαπαιτούμενα, που θα έχουν εφαρμοσθεί μέχρι τότε. Όμως, το Συμβούλιο, έπειτα από πρόταση της Επιτροπής, μπορεί να συστήσει σε κράτος-μέλος υπό εποπτεία μετά το πρόγραμμα να λάβει διορθωτικά μέτρα.
Έτσι η ελληνική οικονομία θα παραμείνει σε περισσότερο ενισχυμένη εποπτεία σε σύγκριση με εκείνη στην οποία υπόκεινται τα κράτη-μέλη της ΕΕ μέσω της διαδικασίας υπερβολικού ελλείμματος. Το σημαντικότερο είναι πως η αναμόρφωση του ESM θα αποκλείει την πολιτική διαπραγμάτευση, στεγανοποιώντας την πολιτική της λιτότητας από την κοινωνική πραγματικότητα.