Πρώτη οκταταξίου γυμνασίου

Κάποτε, πριν από 70 ή 80 χρόνια, με μια σοβαρότητα που δεν ταίριαζε στην παιδιάστικη ψυχοσύνθεσή μας και φορώντας τα καλά μας τα ρούχα, μας συνόδεψε κάποιος δικός μας στο σχολείο. Στο γυμνάσιο. Ήμασταν πολύ παιδιά τότε.

Τηρούσαμε κατά γράμμα τους κανόνες κοινωνικής συμπεριφοράς, όπως τους τηρούσαν και οι γονείς μας αφότου ήσαν παιδιά. Μαθαίναμε να αγαπάμε την πατρίδα μας, τη θρησκεία μας, να σεβόμαστε τους γονείς και τους παπάδες. Όνειρό μας ήτανε να απελευθερώσουμε τα σκλαβωμένα αδέρφια μας και ξέραμε νεράκι απ’ έξω τους θρύλους και τις παραδόσεις του Ελληνισμού. Δεν αμφισβητούσαμε τίποτα. Και ξέραμε πως θα ‘ρθει «η άγια μέρα», που ο Θεός θε να μας ανταμείψει για την πίστη μας. Κι αν ξέφευγε ποτέ από το στόμα μας μια λέξη ανεπίτρεπτη, λίγο πιπέρι στη γλώσσα ήταν αρκετό για να μας επαναφέρει στην τάξη. Σήμερα, 80 χρόνια μετά, θυμάμαι εκείνες τις μέρες…

***

Η πρώτη Οκτωβρίου ήταν η πιο μισητή ημέρα του χρόνου, καθώς, παιδάκια ακόμα εμείς, δεν είχαμε κλείσει καλά καλά τα δέκα κι έπρεπε να σοβαρευτούμε γιατί είμαστε πια γυμνασιόπαιδες.
Αντίο, λοιπόν, δημοτικό, με τα ποιηματάκια σου, την Κόκκινη Μηλιά, και τα ωραία σου. Τώρα δεν απομένει πια παρά να βάλεις το πηλίκιο με την κουκουβάγια για να γίνεις ένας σωστός μαθητής γυμνασίου. Σαν χαμένος στα βαθιά νερά, πέρασα τη βαριά εξώπορτα του σχολείου και άκουσα τα γνωστά τιτιβίσματα των παλαιοτέρων μαθητών να διαχέονται από τις μεγάλες του αυλές. Είδα και άλλους… συναδέλφους, μαθητές, που σαν και εμένα έρχονταν για πρώτη φορά στο γυμνάσιο. Είδα το απελπισμένο βλέμμα τους και πραγματικά τους λυπήθηκα. Κάθονταν σε μιαν άκρη, σιωπηλοί, εχθρικοί, και περίμεναν να χτυπήσει το κουδούνι να μπούμε στην τάξη, κι ό,τι βρέξει ας κατεβάσει. Έβλεπα και τα χαρούμενα πρόσωπα των πιο παλιών και αναλογιζόμουν πως του χρόνου σε αυτήν την κατηγορία θα ανήκω. Αυτοί είχαν «κατακτήσει» τον χώρο. Είχαν βρει τους φίλους τους, τους κολλητούς τους κι ανταλλάσανε τις καλοκαιρινές τους αναμνήσεις. Θυμόντουσαν τα μέρη που είχαν πάει διακοπές, τα μπάνια τα πολλά που έκαναν και το εξοχικό σινεμαδάκι με τα λουλούδια και το γαρμπίλι που πήγαιναν τα βράδια. Όσος καιρός κι αν περάσει, ποτέ δεν ξεχνιούνται οι μέρες της εξοχής που έζησες πιτσιρικάς. Πώς να ξεχάσεις τις βουτιές, που φώναζε η μαμά σου, το σκαρφάλωμα στα πεύκα, το χτίσιμο των πύργων με τη βρεγμένη άμμο και το αχαλίνωτο ξυποληταριό. Θα διηγούνται σίγουρα πως είχαν και κορίτσια στην παρέα τους. Αν και ποτέ μου δεν κατάλαβα σε τι χρησιμεύουν τα κορίτσια στη ζωή. Και όμως. Είναι τόσο ωραίο να τα ‘χεις στην παρέα σου…

Ένας βλοσυρός, κουτσός θυρωρός, με την κουδούνα στο χέρι, σήμανε πως η σχολική χρονιά άρχιζε.
Μερικοί καθηγηταί έκαναν την εμφάνισή τους, μας έβαλαν στη σειρά, σχηματίστηκαν ουρές με τους παλαιότερους δίπλα μας, ανάλογα με την τάξη, και περίμενα να δω τι θα επακολουθήσει.
Ακολούθησε ο αγιασμός και ο λόγος του γυμνασιάρχου, που απευθυνόταν κυρίως στους νέους, δηλαδή προσωπικά σ’ εμένα. Τον άκουγα με μεγάλη προσοχή. Το κουράγιο που ζητούσα η ομιλία δεν μου το έδωσε. Μετά, οργανωμένοι με τις σειρές, ανεβήκαμε στις τάξεις. Δεν είχαν τίποτα το διαφορετικό επάνω τους. Στους τοίχους ήταν κρεμασμένος ο χάρτης της Ελλάδος. Δύο-τρεις εικόνες από ήρωες του 1821 κι ένας μεγάλος χάρτης «Tableau Delmas», με αυτοκίνητα, τρένα, άλογα και γενικά σκηνές του δρόμου, για να μάθουμε γαλλικά. Ξέχασα να σας πως το σχολείο ήταν γαλλικό. Ήταν το Λεόντειο Λύκειο, οδός Σίνα, αριθμός 4.

Μετά άρχισαν να έρχονται στις τάξεις οι καθηγηταί. Μας συστήνονταν και μας έλεγαν ποιο μάθημα θα μας έκαναν. Στον μαυροπίνακα έγραφαν με κιμωλία το βιβλίο που έπρεπε να αγοράσουμε. Τότε αγοράζαμε τα βιβλία και κοστίζανε ουκ ολίγα. Νέα Ελληνικά και Γραμματική θα μας έκανε ένας πολύ νέος καθηγητής. Ο Σκεύος Σηριώτης. Όπως μάθαμε αργότερα, με το πέρασμα του χρόνου, ήταν Δωδεκανήσιος και πάλευε από μικρό παιδί να ελευθερωθεί η Δωδεκάνησος, που κρατούσαν σκλάβα οι Ιταλοί. Μ’ αυτά και μ’ αυτά, η πρώτη μέρα του γυμνασίου πέρασε. Σχολάσαμε και γυρίσαμε σπιτάκι μας, που μας φάνηκε πιο αξιολάτρευτο από ποτέ. Λίγο νωρίτερα περάσαμε από τα βιβλιοπωλεία του Σιδέρη, της Βασιλείου και της Εστίας και αγοράσαμε τα καινούρια μας βιβλία.

Και ένα καλό για το τέλος: Μεθαύριο, εορτή του Αγίου Διονυσίου, είναι αργία και δεν έχουμε σχολείο.


Σχολιάστε εδώ