Κολακεύεις κάποιον όταν τον ακούς με τα μάτια

Του
ΚΩΣΤΑ ΝΙΚΟΛΑΟΥ
πρώην βουλευτή, πρ. ευρωβουλευτή και πρ. αντιπροέδρου της Ευρωβουλής


Πριν να καταπιαστώ με το σημερινό άρθρο, είμαι υποχρεωμένος να ζητήσω χίλιες φορές συγγνώμη για το χονδροειδές λάθος στο οποίο υπέπεσα στο προηγούμενό μου κείμενο: Μπέρδεψα τον Εμμανουήλ Ροΐδη, συγγραφέα της πασίγνωστης «Πάπισσας Ιωάννας», με τον Ίωνα Δραγούμη! (Και να σκεφτεί κανείς ότι την προπερασμένη Κυριακή είχα στοχεύσει ορθά.)
Περί στιγμιαίας φρενοβλάβειας θα επρόκειτο. Τι άλλο;
Μακροσκελής ο τίτλος του παρόντος άρ­θρου που μου ήρθε να προκρίνω. Άγνωστο και σε εμένα, αφού θα καθάριζα με δύο λέξεις: «Περί κολακείας».
Δεν περιμένω απολύτως τίποτα από τους ικανοποιημένους. Είναι αδηφάγα όρνια. Για να αρνηθείς με πεποίθηση, οφείλεις να μην κοιτάξεις ποτέ αυτό που αρνείσαι. Την κολακεία τουτέστιν.
Οι έξυπνοι αντιλαμβάνονται ταχύτατα κοιτάζοντας στο μέτωπο των συνομιλητών τους τη στενότητα των σκέψεών τους. Τους στεναχωρούν εκ πρώτης όψεως αλλά και τους κολακεύουν. Το αίσθημα της κολακείας εκ­φράζεται ποικιλοτρόπως.

Μου έλεγε κάποιος –να ’ναι καλά– ότι άκουσε να λέει ένας προφανώς ταπεινός: «Δεν μιλάω γι’ αυτά που είμαι σίγουρος και δεν είμαι σίγουρος ούτε για εκείνα που ανακά­λυψα ο ίδιος»! Πού υπεισέρχεται εδώ η κολακεία; Προδήλως στην υπερβολική ταπεινότητά του.
Όταν κολακεύεις κάποιον χωρίς να αντιλαμβάνεται πως τον κολακεύεις, μπορείς να του πάρεις και το βρακί. (Υπέπεσε και η αφεντιά μου σε συντονισμένες κολακείες και το πλή­ρωσε πανάκριβα.)
Αισθάνομαι εξ αυτού του λόγου ωφέλεια να καλλιεργώ τα μίση μου παρά τις φιλίες μου. Το ιδανικό, βέβαια, είναι να ταυτίζει κανείς τους έρωτές του με απόλυτη εμπιστοσύνη. Προσοχή: Με «απόλυτη» και όχι «τυφλή» ε­μπιστοσύνη.
Σύμφωνα με τον μεγάλο φιλόσοφο Καντ, ο ιπτάμενος αετός –τον παίζουν τα παιδιά όταν έχει αέρα– θα προκαλούσε γέλωτες και συμφο­ρά, αν κάποιο από τα παιδιά άφηνε τον σπάγκο, ορθότερα την «καλούμπα», για να φτάσει ψηλότερα. Ίσως να είχε και συνέπειες σε κρε­μασμένα καθαρά ρούχα για να στεγνώσουν σε παρακείμενη ταράτσα.
Τα όνειρα της νεότητας δυσκολεύονται να εξαφανισθούν. Ακόμα και σε μεγάλη ηλικία υφίστανται. Εγώ τα αναπολώ ακόμα, παρά την ηλικία μου. Ερωτοτροπώ με φαντασιώσεις που με καθιστούν νέο υπέργηρο. (Οι φωτογραφίες δεν αποτυπώνουν ποτέ την αλήθεια. Σε βάθος αμέτρητον κουρνιάζουν, ακόμα και όταν τις ωραιοποιούμε.)
Πιο πάνω μνημόνευσα τον μέγα Καντ (Immanuel Kant, 1724-1804). Έζησε 80 ολόκληρους ενιαύσιους. Μου επιτρέπεται έτσι να αφεθώ στα πιο δύσκολα με ορμητήριο τον Ζιντ.
Φλυαρούν, συζητούν. Τελικά καταλαβαίνουν ότι ο ένας είναι ακουστικός τύπος και ο άλλος οπτικός. Έμειναν, λοιπόν, αμίλητοι. Μεγάλη πλάνη να νομίζουν ότι υπήρξε αμοιβαία κατανόηση (Αντρέ Ζιντ, Gide, 1869-1951.) Του είχε απονεμηθεί και το Βραβείο Νόμπελ, χώ­ρια τα κέρδη από την πώληση των βιβλίων και του ημερολογίου του. Υπήρξε δηλαδή στη ζωή του βαθύπλουτος. Ο οπτικός μπορεί να ήταν και απένταρος, αν δεν ζωγράφιζε και δεν ασκούσε τη γλυπτική τέχνη ενδεχομένως.

Ποιοι κολακεύουν, άραγε; Απάντηση: Οι κατώτεροι τους ανώτερους. Με μια λέξη, τα «αφεντικά». Τον Κυριάκο Μητσοτάκη, τον πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα και τους υπουργούς του. Μητσοτάκης και Τσίπρας κολακεύουν γλοιωδώς τους αλλοδαπούς εγκληματίες. Τα πράσινα άλογα που κοκκινίζουν από τη φούρκα τους.
Χολοσκάω που τους σκέπτομαι. Τους ρίχνω ζοχαδιασμένες ματιές, μα δεν τους αγγίζουν. Όσους μυκηθμούς και να βγάλω, στους όρχεις τους. Όλοι πια ξέρουμε ποια ταινία προβάλλει ο σκοτεινός θάλαμος του μυαλού τους. Μας ζηλεύουν και μας φθονούν, επειδή νιώ­θουν τους εαυτούς τους απεριόριστα κολακευμένους και… γλειμμένους.
Είναι άνω ποταμών να χολοσκάς, γνωρίζο­ντας πως δεν πράττεις σχεδόν τίποτα για την πατρίδα σου και το κλεμμένο βιος σου. Είσαι υπόλογος. Και δεν μετράει δεκάρα τρύπια το ζηλευτό μαγνάδι της οικογένειάς σου. Ανατριχιάζω με τις –καταδικαστέες– συμπτώσεις που ύφανε η μοίρα για λογαριασμό σου. Ποιες σκοτεινές τύχες, αναρωτιέμαι, εξυφαίνονται ερήμην σου και στα μουλωχτά;
Το αδιέξοδο είναι πλήρες –το βλέπεις και χωρίς μάτια– και εσύ κορδακίζεσαι ανέμελος. Κι άλλοι σαν και σένα με το εκμαγείο του γέλιου ν’ αστράφτει στα πρόσωπά τους. Κανένας μα κανένας από δαύτους δεν χρειάστηκε –αφύσικο θα ήταν– να κολακέψει. (Εκτός και το έκανε εκ περισσού –σάλιαγκας με μορφή ανθρώπου– για να μην κακοκαρδίσει κάποιους.) Διαβιούμε τώρα μέσα κι έξω από τον χρόνο, διαθέτοντας ψυχή και αναπολώντας τα παλιά. Με υπερηφάνεια, όμως, και το κεφάλι ψηλά. Κι ας είμαστε μονίμως ζαβλακωμένοι. Στη χάση και στη φέξη σφίγγουμε τα δόντια μας και παίρνουμε κουράγιο για ξεσηκωμό κι ό,τι βρέξει ας κατεβάσει.

Άλλη λύση δεν υπάρχει στον ορίζοντα. Βρισκόμαστε σε αδυσώπητο πόλεμο με… Ινδιάνους και θηρία της ζούγκλας. Τους πρώτους, ιδίως Μέρκελ και Σόιμπλε, πρέπει να τους περιποιηθούμε καταλλήλως: Να τους χτυπήσουμε χάμω σαν τα χταπόδια.
Θα κλείσω το σημερινό κείμενο ευχάριστα: Κανένα κωθώνι δεν είπε –δάνεια η διατύπωση– «άλλο ν’ αγαπάς κι άλλο να είσαι ευτυχής».


Σχολιάστε εδώ