Η Καταλονία και το χλωμό πρόσωπο της Ευρώπης
Γράφει ο
ΠΕΡΙΚΛΗΣ ΝΕΑΡΧΟΥ
Πρέσβυς ε.τ.
Εάν πράγματι η Ευρώπη εξέφραζε ένα υπερεθνικό ιδεώδες που ανταποκρινόταν στα αισθήματα των Ευρωπαϊκών λαών, γιατί η Καταλονία θέλει να ανεξαρτητοποιηθεί από την Ισπανία και να διασπάσει ένα κράτος που συμμετέχει στην Ευρωπαϊκή Ένωση;
Η Ισπανική κυβέρνηση βλέπει με δέος ότι εάν δεχθεί την ανεξαρτησία της Καταλονίας θα τεθεί, στη συνέχεια, θέμα Βάσκων και η ύπαρξη της σημερινής Ισπανίας θα αμφισβητηθεί εκ βάθρων, όπως στη δεκαετία του ’30, που σημαδεύτηκε από τον Ισπανικό Εμφύλιο Πόλεμο. Δεν θα έπρεπε όμως λογικά να μην υπάρχει θέμα, εφόσον, η Ισπανία συμμετέχει στην Ευρώπη και η Καταλονία απολαμβάνει ευρύτατης περιφερειακής αυτονομίας, που της επιτρέπει να αναδεικνύει τη διακριτή εθνική και πολιτιστική της ταυτότητα;
Η περίπτωση της Καταλονίας, στην οποία, άλλωστε, δεν υπεισέρχεται υπόγεια ιδιοτελής δράση από τρίτη χώρα, όπως συμβαίνει, συνήθως, σε άλλες περιπτώσεις, προσκαλεί σε προβληματισμό πάνω στην έννοια και στη δύναμη του έθνους και κατ’ επέκταση στην ανάγκη του σεβασμού του στις Ευρωπαϊκές πολιτικές.
Η επίσημη Ευρώπη των Βρυξελλών προτάσσει του έθνους τις αγορές και καλλιεργεί την ιδέα ότι η Ευρωπαϊκή ενοποίηση έχει κατ’ αρχήν ως αναφορά την αγορά και ότι μέσω αυτής μπορεί να επιτευχθεί η Ευρωπαϊκή ενοποίηση, με υπέρβαση και συγχώνευση των εθνών.
Οι Βρυξέλλες κλιμακώνουν επιπλέον την ιδέα αυτή, ταυτιζόμενες με την παγκοσμιοποίηση. Στο πλαίσιο αυτό, η αναφορά δεν είναι πλέον μόνο στην Ευρωπαϊκή αλλά και στην παγκόσμια αγορά. Στη βάση αυτή, η επιδιωκόμενη υπέρβαση του έθνους δεν αναφέρεται στη διαμόρφωση μιας Ευρωπαϊκής ταυτότητας, που θα είναι σύνθεση και έκφραση του Ευρωπαϊκού εθνικού πλουραλισμού. Λαμβάνει χαρακτηριστικά παγκόσμιας «πολυπολιτισμικής» κοινωνίας, τα οποία παρουσιάζονται ευφημιστικά ως παγκόσμιος οικουμενικός ανθρωπισμός.
Δεν υπάρχει τίποτε το κακό στην ανάπτυξη ενός οικουμενικού ανθρωπισμού, πάνω στη βάση οικουμενικών, ανθρωπιστικών ιδεών και αξιών. Το περίεργο και κατακριτέο στην περίπτωση αυτή είναι ότι χρησιμοποιείται με σοφιστική πανουργία, ως άλλοθι, για να συγκαλύψει μια καθόλου δημοκρατική επιχείρηση επιβολής της κυριαρχίας ως δήθεν παγκόσμιας διακυβερνήσεως μιας σκοτεινής, αφανούς και αντιδραστικής χρηματιστικής ολιγαρχίας, που είναι πίσω από την παγκοσμιοποίηση.
Χρησιμοποιείται, επίσης, ως πρόσχημα για την προώθηση πολιτικών αποδομήσεως του έθνους και των εθνικών ταυτοτήτων, που είναι δήθεν αναγκαία διαδικασία για την Ευρωπαϊκή οικοδόμηση. Οι πολιτικές αυτές υποσκάπτουν το έθνος και το παρουσιάζουν ως παρωχημένο και ως ανεπαρκές πλαίσιο για να υποδεχθεί τα δεδομένα που δημιουργεί και επιβάλλει η παγκοσμιοποίηση.
Τα δεδομένα αυτά απορρέουν από την ιδέα της ενιαίας παγκόσμιας αγοράς και το ελεύθερο διεθνές εμπόριο που είναι συμφυές με αυτήν.
Η ιδέα της ενιαίας παγκόσμιας αγοράς επιτάσσει, προφανώς, χαλάρωση των συνόρων, αποδιοργάνωση των εθνικών αγορών, ελεύθερη διακίνηση κεφαλαίων, προϊόντων και εργαζομένων για να διαμορφωθούν καλύτεροι όροι διεθνούς ανταγωνιστικότητας. Υπό τις συνθήκες αυτές, είναι προφανές ότι ευνοείται η κυριαρχία των μεγάλων πολυεθνικών, η αποσάθρωση του δημοσίου τομέα, η άτυπη και ανομολόγητη προαγωγή της λαθρομεταναστεύσεως, για λόγους οικονομικού κέρδους και ανταγωνιστικότητας αλλά και για την αποδόμηση των εθνικών κοινωνιών και τη μετατροπή τους σε πολυπολιτισμικές. Δεν είναι παράδοξο το γεγονός ότι η μεγάλη επέλαση της παράνομης μεταναστεύσεως και του Ισλάμ στην Ευρώπη άρχισε με την παγκοσμιοποίηση, στα μέσα της δεκαετίας του ’90.
Το αποτέλεσμα αυτών των Ευρωπαϊκών πολιτικών είναι μπροστά στα μάτια όλων όσων δεν θέλουν να βλέπουν την πραγματικότητα με ιδεολογικές παρωπίδες και εμμονές, παρά την αντίθετη μαρτυρία των γεγονότων. Το πιο αλγεινό παράδειγμα είναι η ίδια η Ελλάδα, που έγινε κυριολεκτικά θύμα και αντικείμενο λεηλασίας και καταστροφής, με άλλοθι την Ευρώπη, το ευρώ και το αρπακτικό σύστημα της χρηματιστικής κερδοσκοπίας, που εμφωλεύει μέσα στους ίδιους τους θεσμούς της Ευρωπαϊκής Ενώσεως.
Πριν την ένταξη στο ευρώ και την εγκατάλειψη του εθνικού νομίσματος και της νομισματικής κυριαρχίας, ο καθένας ενθυμείται ότι το κράτος προστάτευε τις δημόσιες και ιδιωτικές αξίες στο χρηματιστήριο. Σκάνδαλα γίνονταν, αλλά κοντά σ’ αυτό, που έγινε με την οικονομική κρίση, που βιώνει για συναπτά έτη η χώρα, δεν έχουν καμιά σύγκριση. Οι μετοχές των τραπεζών και όλων των δημοσίων και ιδιωτικών επιχειρήσεων κατακρημνίσθηκαν. Δεν υπήρξε όμως καμιά αρχή για να αναστείλει τις συναλλαγές και να προστατεύσει τις αξίες του Δημοσίου και των ιδιωτών. Με βάση τη συμμετοχή στην Ευρωζώνη και τους Ευρωπαϊκούς κανόνες λειτουργίας των αγορών, θα έπρεπε το Ελληνικό Χρηματιστήριο να παραμείνει ανοικτό και διαθέσιμο για διεθνή λεηλασία.
Δεν είναι απορίας άξιον ότι οι μετοχές, π.χ., των Ελληνικών τραπεζών εκμηδενίσθηκαν και ότι και οι τέσσερις μεγάλες συστημικές τράπεζες εξαγοράσθηκαν από ξένα funds. Η Ελλάδα δεν έχει ουσιαστικά δικό της πλέον τραπεζικό σύστημα. Η συσσώρευση πλούτου που έγινε σ’ αυτήν τη χώρα στο παρελθόν και ιδίως κατά τις τελευταίες δεκαετίες εξανεμίσθηκε και πέρασε σε ξένο έλεγχο, όπως οι εθνικές υποδομές και με εντεινόμενο ρυθμό οι ιδιωτικές περιουσίες.
Ποιο Ευρωπαϊκό ιδεώδες αναδύεται μέσα από το παράδειγμα της Ελλάδος και ποια ελπίδα μπορεί να έχει ο Ελληνικός λαός ότι το πλαίσιο αυτό μπορεί να προστατεύσει τη συλλογική ελευθερία, την ανάπτυξη και την ευημερία του;
Το παράδειγμα της Ελλάδος είναι από μια άποψη μοναδικό, γιατί σε καμιά άλλη χώρα δεν έδωσε η ηγεσία της τα κλειδιά της χώρας. Τα συμπτώματα όμως της βαθιάς κρίσεως και του Ευρωσκεπτικισμού είναι πολλά και έκδηλα. Ένα από αυτά είναι και η νέα δυναμική που απέκτησαν διάφορα αποσχιστικά κινήματα στην Ευρώπη, με σοβαρότερη περίπτωση την Καταλονία. Εθνότητες όπως αυτή της Καταλονίας δεν συμμερίζονται το μεταεθνικό ιδεώδες που προβάλλει η Ευρωπαϊκή Ένωση ως δήθεν κοινό τόπο για την Ευρωπαϊκή ενοποίηση. Εμμένουν στη δική τους εθνική ταυτότητα, για την οποία έχουν ένα μεγάλο παρελθόν συλλογικής μνήμης και αγώνων. Η Ευρωπαϊκή ταυτότητα πρέπει να συνθέτει τον εθνικό πλουραλισμό της Ευρώπης και όχι να τον αντιμάχεται με έωλα και αντιδημοκρατικά ιδεολογήματα.