Η Γερμανία φοβίζει ακόμα;

Του
ΧΡΗΣΤΟΥ Θ. ΜΠΟΤΖΙΟΥ
Πρέσβη ε.τ.


-Μηνύματα και ανησυχίες από τα εκλογικά αποτελέσματα της 24ης Σεπτεμβρίου

Τα αποτελέσματα των πρόσφατων γερμανικών εκλογών εξέπληξαν και ανησύχησαν συγχρόνως. Οι δημοσκοπήσεις επαληθεύθηκαν μεν ως προς την εκλογική νίκη του κόμματος CDU της κ. Μέρκελ, όχι όμως και ως προς τα ποσοστά που τελικά έλαβε.

Κυρίως εξέπληξε η άνοδος του ξενοφοβικού και ακροδεξιού κατά πολλούς ΑfD (Εναλλακτική για τη Γερμανία), που ήρθε τρίτο σε αριθμό ψήφων, αγγίζοντας το 13% και πιθανότατα θα αποτελέσει την αξιωματική αντιπολίτευση όταν θα σχηματισθεί η νέα κυβέρνηση. Πολλές και ποικίλες οι ερμηνείες του εκλογικού αποτελέσματος.

Πολλοί διερωτώνται για το γεγονός ότι το ακροδεξιό AfD σημείωσε τη μεγαλύτερη, ποσοστιαίως, άνοδο στην Ανατολική Γερμανία, την πρώην κομμουνιστική DDR, όπως και γιατί ικανό μέρος των γερμανών πολιτών στράφηκε προς την Ακροδεξιά, όταν η χώρα αυτή ανέδειξε πολιτικούς ηγέτες όπως ο Βίλι Μπραντ, ο Χέλμουτ Σμιτ και ο Χέλμουτ Κολ, που αύξησαν το γόητρο και πρόβαλαν τη δημοκρατικότητα του γερμανικού λαού. Τα ερωτήματα γίνονται ακόμη εντονότερα αν επιχειρήσει κανείς να προβλέψει τι επιπτώσεις θα έχουν σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο, βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα. Τι συνετέλεσε ώστε το 13% των ψηφοφόρων να στραφεί προς την Ακροδεξιά, αφαιρώντας ψήφους κυρίως από τα δύο συγκυβερνώντα κόμματα, CDU και SPD; Οι λόγοι είναι, βασικά, δύο. Ο πρώτος αποδίδεται στα αισθήματα ανασφάλειας που αρχίζουν να αναπτύσσονται σε ευρείες μάζες του γερμανικού λαού για την οικονομία, λόγω της κρίσης σε πολλές χώρες της Ευρωζώνης, ιδιαίτερα του Μεσογειακού Νότου, όπως και στους φόβους κατάρρευσης του ευρώ. Εξ ου και οι θέσεις ορισμένων κομμάτων υπέρ της επιστροφής στο εθνικό νόμισμα, το μάρκο. Βέβαια, οι γερμανικές κυβερνήσεις εξασφάλισαν μια οικονομική ευμάρεια στους πολίτες τους. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι εξέλιπαν εντελώς και οι μη προνομιούχες και φτωχές τάξεις. Και αυτό ισχύει περισσότερο για τους κατοίκους της πρώην Ανατολικής Γερμανίας. Δεύτερος και σοβαρός λόγος το Προσφυγικό-Μεταναστευτικού, υπό τον φόβο εισροής νέου κύματος προσφύγων-οικονομικών μεταναστών, αφού παραμένει αμετάβλητη η πολιτική ρευστότητα και αστάθεια στη Μέση Ανατολή, όπως και την Τουρκία. Το Προσφυγικό-Μεταναστευτικό έχει διπλή ανάγνωση. Αφορά τα συμβαίνοντα τόσο εκτός όσο και εντός της γερμανικής επικράτειας. Οι γνωστές, προεκλογικώς, παρεμβάσεις του τούρκου Προέδρου κ. Ταγίπ Ερντογάν στα εσωτερικά της Γερμανίας, μέσω των συμπατριωτών του που απέκτησαν τη γερμανική υπηκοότητα -ή όχι-, προκάλεσαν μεγάλες ανησυχίες για τη συνοχή της γερμανικής κοινωνίας. Οι ανησυχίες των γερμανών ψηφοφόρων θα μπορούσαν, μέχρι ενός σημείου, να γίνουν κατανοητές, αλλά δεν εξηγούν και τις ευρύτερες ανησυχίες που προκάλεσαν τα εκλογικά αποτελέσματα εντός και εκτός ΕΕ. Η άνοδος ξενοφοβικών και ακροδεξιών πολιτικών δυνάμεων δεν είναι μόνο γερμανικό φαινόμενο. Ανάλογα φαινόμενα παρατηρούνται και σε άλλες χώρες, όπως στην Ολλανδία, την Αυστρία, την Ιταλία, την Ουγγαρία, την Πολωνία, την Ισπανία αλλά και στη χώρα μας. Προ ολίγων μάλιστα μηνών, στη Γαλλία διεκδίκησε την Προεδρία η Μαρίν Λεπέν, που ηγείται εθνικιστικού και ξενοφοβικού κόμματος. Η ιδιαιτερότητα της Γερμανίας οφείλεται, κυρίως, στο αμαρτωλό παρελθόν της. Οι μνήμες του Α’ και του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, με τις θηριωδίες του ναζιστικού καθεστώτος, έχουν μπει στο υποσυνείδητο και φοβίζουν τους λαούς της Ευρώπης. Αλλά και η σημερινή Γερμανία, μέσω των πολιτικών δυνάμεών της, με τις δέουσες ασφαλώς εξαιρέσεις, δεν έχει καταβάλει ιδιαίτερες προσπάθειες να διασκεδάσει τους φόβους των άλλων χωρών απέναντί της. Αναφερόμαστε ιδιαίτερα στις προκαταλήψεις έναντι των χωρών του Μεσογειακού Νότου και τους απαράδεκτους χαρακτηρισμούς μεγάλου μέρους του γερμανικού Τύπου αλλά και μερίδας του πολιτικού κόσμου για Έλληνες, Ιταλούς, Ισπανούς κ.ά. Η αυστηρή και ανηλεής, εξάλλου, επιβολή της πολιτικής λιτότητας στις χώρες της Ευρωζώνης είναι, κυρίως, γερμανικής εμπνεύσεως. Μέλημα λοιπόν των ιδίων των Γερμανών είναι να αποσείσουν όσα δικαίως ή αδίκως τους αποδίδονται, όπως επίσης την εντύπωση που έχει δημιουργηθεί ότι όσα δεν επέτυχαν διά των όπλων επιχειρούν τώρα να επιτύχουν διά της οικονομίας. Οι ανησυχίες των Ευρωπαίων από τις εξελίξεις στη Γερμανία είναι πλέον ορατές εν όψει και των συζητήσεων που αναμένονται να αρχίσουν στις αρχές του επόμενου έτους για το μέλλον της ΕΕ. Ως γνωστόν, ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ σε πρόσφατη παρέμβασή του στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο μίλησε για ανάγκη μεταρρυθμίσεων στην ΕΕ, η οποία, θα προσθέταμε, δεν ανταποκρίνεται πλέον στις προσδοκίες των πολιτών της. Ειδικότερα πρότεινε να συζητηθεί η δημιουργία θεσμικής θέσης υπουργών Οικονομικών και Κοινωνικής Συνοχής και η σύνταξη κοινού προϋπολογισμού με μηχανισμούς αναδιανομής για τις χώρες της Ευρωζώνης. Οι σκέψεις ή προτάσεις Γιούνκερ έτυχαν ήδη της στήριξης του γάλλου Προέδρου κ. Εμανουέλ Μακρόν, την οποία δημοσιοποίησε και στην ομιλία του στην Πνύκα, όπως και των πρωθυπουργών Ελλάδας και Ιταλίας, κατά την πρόσφατη 1η Διακυβερνητική Ελληνοϊταλική Συνάντηση της Κέρκυρας. Τι τύχη θα έχουν αυτές οι συζητήσεις-διαπραγματεύσεις, όταν δύο από τα κόμματα που πιθανότατα θα αποτελέσουν τον νέο κυβερνητικό συνασπισμό στη Γερμανία, το Κόμμα των Ελεύθερων Δημοκρατών (FDP) και το Κόμμα των Πρασίνων, ελάχιστη συμπάθεια τρέφουν έναντι μιας προοπτικής σύνταξης κοινού προϋπολογισμού και αναδιανομής στις χώρες της Ευρωζώνης, ενώ, επιπλέον, οι Ελεύθεροι Δημοκράτες επιθυμούν την εξακολούθηση εμπλοκής και παραμονής του ΔΝΤ στα πιστωτικά προγράμματα με τις χώρες του Μεσογειακού Νότου και είναι θερμοί υποστηρικτές της Ευρώπης των πολλών ταχυτήτων; Η ελληνική κυβέρνηση και ο ελληνικός λαός έχουν κάθε λόγο να ανησυχούν για το τι θα επακολουθήσει μετά τα απρόσμενα εκλογικά αποτελέσματα στη Γερμανία, η οποία, όπως λέει και η λαϊκή παροιμία, θέλει και «τον λύκο χορτασμένο και τα πρόβατα σωστά». Δηλαδή να απολαμβάνει τα πλεονεκτήματα της Ευρωζώνης χωρίς να ανταποδίδει τα ανάλογα. Σε κάθε περίπτωση, ό,τι λεγόταν παλαιότερα για τη Γαλλία («όταν το Παρίσι κρυολογεί, η Ευρώπη φτερνίζεται») φαίνεται ότι εφεξής θα ισχύει για τη Γερμανία.


Σχολιάστε εδώ