Γερμανία: «Ακροδεξιότερα Κουροπάτκιν»

Του
ΜΕΝΕΛΑΟΥ ΓΚΙΒΑΛΟΥ
Αναπληρωτή καθηγητή Πολιτικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου Αθηνών


Με το αποτέλεσμα των γερμανικών εκλογών (το οποίο, με εμφατικό τρόπο, συναίρεσε και ολοκλήρωσε τόσο ποιοτικά όσο και ποσοτικά τις αντίστοιχες εκλογικές αναμετρήσεις που διεξάχθηκαν σε ευρωπαϊκό επίπεδο την τελευταία περίοδο) αποκρυσταλλώνεται μια δομικού χαρακτήρα επικυριαρχία της συντηρητικής-νεοφιλελεύθερης παράταξης και του ακραίου-νεοφιλελεύθερου Κέντρου στην Ευρώπη.

Νεοφιλελευθερισμός, Ακροδεξιά, εθνικισμός, ρατσισμοί διαφόρων επιπέδων συνυπάρχουν και αναπαράγουν μια μόνιμου πλέον χαρακτήρα οικονομική και κοινωνική κρίση, διαμορφώνοντας ένα εκρηκτικό μείγμα, που υπονομεύει καίρια το μέλλον της ίδιας της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Το εκλογικό αποτέλεσμα στη Γερμανία υπερκαλύφθηκε, σε επικοινωνιακό τουλάχιστον επίπεδο, από την άνοδο του AFD (Εναλλακτική για τη Γερμανία) και σε ένα δεύτερο επίπεδο από τη μεγάλη πτώση του SPD και την εντυπωσιακή μείωση του CDU και των συμμάχων του. Εξίσου όμως αξιοσημείωτη είναι η άνοδος των Φιλελεύθερων, που εκφράζουν στη Γερμανία το ιδεολογικοπολιτικό και κοινωνικό πρότυπο του ακραίου-νεοφιλελεύθερου Κέντρου.

Σε μια πρώτη ανάγνωση, η ραγδαία άνοδος του AFD όπως και η «νεκρανάσταση» των Φιλελευθέρων απεδόθη από πολλούς αναλυτές στο Προσφυγικό και στους αντίστοιχους χειρισμούς της ʼνγκελα Μέρκελ… Όμως ο ρατσισμός και ο εθνικισμός δεν αποτελούν εκφράσεις μιας συγκυρίας αλλά αναδύονται από ευρύτερες, ιστορικού τύπου, διεργασίες.

Ο γερμανικός εθνικισμός είναι προϊόν της πολιτικής και των επιλογών της γερμανικής ελίτ -στις πολλαπλές εκφράσεις της- που ακολουθούνται τις δύο τελευταίες δεκαετίες.

Οι ηγεμονικές τάξεις στη Γερμανία συνέδεσαν εξαρχής, από τη δεκαετία του 1990, την άνοδο και επικράτηση του νεοφιλελεύθερου-ανταγωνιστικού προτύπου με την αντίστοιχη άνοδο και επικυριαρχία ενός νέου γερμανικού Imperium. Κι αυτό το σύγχρονο Imperium θα έπρεπε να θεμελιωθεί κατά κύριο λόγο στην οικονομική κυριαρχία της Γερμανίας, για να ολοκληρωθεί σταδιακά με την πλήρη επιβολή της εξουσίας της (πολιτικής, οικονομικής, ιδεολογικής) πάνω σε ολόκληρη την Ευρώπη.

Το γερμανικό «Πνεύμα της Εποχής»

Αυτό το Imperium, που επιβάλλεται σήμερα στην Ευρώπη, αποτελεί έκφραση του «γερμανικού πνεύματος» που διατρέχει τη νεότερη ευρωπαϊκή ιστορία. Στη σύγχρονή του μορφή το γερμανικό αυτό «πνεύμα» αναγνωρίζεται ως κυρίαρχο, ως η δεσπόζουσα κουλτούρα της εποχής μας. Αποτελεί, σύμφωνα με τη γερμανική, ιδεαλιστική προσέγγιση, το «Zeit Geist», το «Πνεύμα της Εποχής» (G. Hegel).

Πολιτική μήτρα της νεοναζιστικής Ακροδεξιάς και του ακραίου-νεοφιλελεύθερου Κέντρου είναι η συμμαχία που κυβέρνησε τη Γερμανία εδώ και δύο δεκαετίες και οικονομική μήτρα των εθνικισμών, των ρατσισμών, της εσωστρέφειας είναι ο νεοφιλελευθερισμός, που συνυπάρχει οργανικά με το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο και τις μεγάλες επιχειρήσεις.

Πρέπει να επισημάνουμε μια σημαντική, ιστορική διαφορά μεταξύ του γερμανικού εθνικισμού του Μεσοπολέμου -που οδήγησε στον ναζισμό και σε ένα πόλεμο που κατέστρεψε ολόκληρη την Ευρώπη- και στον σημερινό γερμανικό εθνικισμό.

Ο εθνικισμός του Μεσοπολέμου υπήρξε προϊόν μιας εθνικής ήττας και ταπείνωσης της Γερμανίας και μιας οξύτατης οικονομικής κρίσης.

Αντίθετα, ο σύγχρονος γερμανικός εθνικισμός επιδιώκει να διαιωνίσει και να επεκτείνει τη δομημένη πλέον κυριαρχία του σε βάρος των άλλων ευρωπαϊκών εθνών και λαών. Γι’ αυτό και θέλει να διατηρήσει και να ενισχύσει τη βασική πηγή της ισχύος του, την οικονομική στρατηγική, που επιτρέπει στη Γερμανία να σωρεύει πλούτο σε βάρος των υπόλοιπων ευρωπαϊκών οικονομιών.

Σ’ αυτήν τη «βαθιά δομή» του γερμανικού εθνικισμού προστέθηκαν προβλήματα όπως το Προσφυγικό και η τρομοκρατία, ενώ από την άλλη πλευρά οι οικονομικές και κοινωνικές ανισότητες στο εσωτερικό της Γερμανίας (οι διαφορές με την πρώην Ανατολική Γερμανία είναι αποκαλυπτικές) καλλιέργησαν ένα πρόσφορο έδαφος για να αναδυθεί, να πολιτικοποιηθεί και να εκφρασθεί μέσα από την ψήφο των πολιτών ο εθνικισμός και οι παντοειδείς ρατσισμοί.

Παγκόσμια δύναμη με θύμα την Ευρώπη

Όμως το ιστορικό ζήτημα που αφορά το ίδιο το μέλλον της Ευρώπης δεν είναι ούτε η ισχυροποίηση του AFD ούτε η αγωνία ορισμένων για το πολιτικό μέλλον του Β. Σόιμπλε.

Το γερμανικό Imperium δεν αναφέρεται μονοδιάστατα στην επικυριαρχία της Γερμανίας στην ευρωπαϊκή ήπειρο. Η Γερμανία φιλοδοξεί να ανταγωνισθεί με αξιώσεις παγκόσμιες υπερδυνάμεις, όπως είναι οι ΗΠΑ και η Κίνα.

Η γερμανική ελίτ έχει ήδη εκπονήσει το πρόγραμμα της αποκαλούμενης «Τέταρτης Βιομηχανικής Επανάστασης» με στόχο να ενισχύσει την παραγωγική και τεχνολογική της βάση, όχι για την ενδυνάμωση της ΕΕ και των ευρωπαϊκών οικονομιών αλλά για να εδραιώσει τη δική της παγκόσμια θέση.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση, η Ευρωζώνη, η προοπτική για μια «νέα Ευρώπη» δεν αποτελούν παρά θεσμούς νομιμοποίησης και άντλησης κοινωνικών, παραγωγικών και οικονομικών πόρων από τις ευρωπαϊκές οικονομίες και κοινωνίες.

Γι’ αυτό και οι προοπτικές για κάποια χαλάρωση της λιτότητας, για προγράμματα που θα ενισχύσουν την ανάπτυξη και την κοινωνική αλληλεγγύη, όπως και τα σχέδια του Εμ. Μακρόν για μια «νέα Ευρώπη» θα πρέπει να αντιμετωπισθούν με μεγάλη επιφύλαξη.

Το πεδίο του ανταγωνισμού στην ΕΕ και στην Ευρωζώνη θα ενταθεί. Αυτό ακριβώς το μοντέλο του ανταγωνισμού, που συνάδει με τις εθνικιστικές στρατηγικές των γερμανικών ελίτ, οδηγεί νομοτελειακά στην Ευρώπη των πολλών ταχυτήτων και των πολλαπλών «συνομαδώσεων», γεγονός που υιοθετεί πλήρως και ο ίδιος ο Μακρόν, ως γνήσιος εκπρόσωπος του ακραίου Κέντρου.

Μέσα σ’ αυτό το πεδίο του ανταγωνισμού οι ευρωπαϊκές οικονομίες είναι υποχρεωμένες να αποτελέσουν περιφερειακό στοιχείο του κέντρου οικονομικής και πολιτικής εξουσίας και να καταλάβουν μια υπάλληλη σχέση στον καταμερισμό και στην πυραμίδα της οικονομικής και πολιτικής ισχύος που διαμορφώνεται μπροστά στα μάτια μας από τις ηγεμονικές ευρωπαϊκές ελίτ.

Ευρώπη: Συντηρητική στροφή

Στις κρίσιμες αυτές διεργασίες και εξελίξεις που καθορίζουν το μέλλον των ευρωπαϊκών κοινωνιών αναδεικνύεται μια ιδιαίτερα αρνητική πλευρά: Η σκλήρυνση και αναπαραγωγή του νεοφιλελεύθερου προτύπου της λιτότητας συνοδεύεται από μια συντηρητική-δεξιά στροφή στο επίπεδο των εκλογικών σωμάτων, γεγονός που επιτρέπει τόσο τη νομιμοποίηση όσο και την ακώλυτη αναπαραγωγή του συστήματος. Κι αυτό παρά το γεγονός ότι η οικονομική και κοινωνική κρίση μονιμοποιείται και διαιωνίζεται, χωρίς μάλιστα να διακρίνεται η προοπτική κάποιων σημαντικών αλλαγών.

Η «ενσωμάτωση» της κοινωνικής αντίθεσης και διαμαρτυρίας στη Γαλλία επιτεύχθηκε μέσω της ανάδυσης μιας εναλλακτικής-συστημικής πρότασης που εκφράσθηκε από το ακραίο Κέντρο και τη φιγούρα του Εμ. Μακρόν. Στη Γερμανία η εμφανής μετατόπιση προς την εθνικιστική Ακροδεξιά δεν εκφράζει μόνο εναργέστερα την αντιστοίχηση ενός σκληρού οικονομικού και κοινωνικού προτύπου προς γνησιότερες και αυθεντικότερες κομματικές και πολιτικές εκφράσεις, αλλά ένα ευρύτερο, εθνικιστικού χαρακτήρα, κοινωνικό και πολιτικό αίτημα, στη βάση ότι παρά τις εσωτερικές δυσκολίες η γερμανική κυριαρχία θα πρέπει να διατηρηθεί με κάθε τρόπο σε βάρος των «υποδεέστερων» ευρωπαϊκών λαών και κρατών.

Ασφαλώς η γερμανική κοινωνία βρίσκεται σε καλύτερη θέση από όλες σχεδόν τις άλλες ευρωπαϊκές κοινωνίες. Όμως τα προβλήματα που η ίδια αντιμετωπίζει δεν μπορούν να θεωρηθούν αμελητέα.

Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, οι εργαζόμενοι με μισθό φτώχειας στη Γερμανία φθάνουν τα 7,5 εκατομμύρια, ενώ ταυτόχρονα οι άτυπες μορφές, δηλαδή οι μορφές μερικής απασχόλησης, περιλαμβάνουν 16,5 εκατομμύρια εργαζόμενους, δηλαδή το ήμισυ περίπου των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα… Κι όμως, παρά τις εμφανείς αυτές οικονομικές και κοινωνικές αντιθέσεις, οι απώλειες των κομμάτων εξουσίας, Σοσιαλδημοκρατών και Χριστιανοδημοκρατών, όχι μόνο δεν ενίσχυσαν την Αριστερά αλλά κατευθύνθηκαν ομαδικά προς την εθνικιστική Ακροδεξιά και το ακραίο-νεοφιλελεύθερο Κέντρο…

Είναι φανερό ότι η ιδεολογική κυριαρχία του νεοφιλελευθερισμού και της στρατηγικής της λιτότητας, είτε μέσω μιας ατελούς συναίνεσης είτε λόγω της καλλιέργειας του κινδύνου και της ανασφάλειας των πληθυσμών, δεν φαίνεται να κλονίζεται.

Ασφαλώς η ευρωπαϊκή Σοσιαλδημοκρατία φέρει το ιστορικό βάρος αυτής της εξέλιξης. Αλλά και η Αριστερά δεν κατόρθωσε όλα αυτά τα χρόνια να προβάλει και να διεκδικήσει δυναμικά μια εναλλακτική διέξοδο.

Ασφαλώς δεν βιώνουμε το τέλος της Ιστορίας. Γι’ αυτό και παρά τις μεγάλες δυσκολίες οφείλουμε, πριν από όλα, να συνειδητοποιήσουμε όλες τις εκφάνσεις αλλά και τα δομικά στοιχεία της κρίσης και να δράσουμε συλλογικά. Εάν υπάρξει αυτή η συλλογική βούληση και δράση, τότε θα υπάρξει και η ιστορική δυνατότητα για μια εναλλακτική διέξοδο. Καμία αυτοκρατορία άλλωστε δεν διατηρήθηκε στο διηνεκές…


Σχολιάστε εδώ