ΕΝΑΣ ΒΟΣΚΟΣ KAI Η ΠΟΛΗ
ΣΤΗ ΜΕΣΟΓΕΙΟ ΟΙ ΣΤΟΛΟΙ
Του
Μιχάλη Φιοράντε
Η μοίρα τών γιδοβοσκών
είναι ψηλά στά όρη
μέ τίς κατσίκες συντροφιά
καί μέ τήν Τερψιχόρη.
***
Κοιτούν τήν πόλη ψύχραιμοι
τρίζοντας τούς οδόντας
καπνίζουν τά τσιγάρα τους
μέ γέλιο τραγουδώντας.
***
Έχουνε φτώχεια οι αγροί
εκείνοι δέν δειλιάζουν
είναι ποιμένες, αρχηγοί
-οι λύκοι τούς θαυμάζουν.
***
Τσάμπα πίνουν τό γάλα τους
καί μέσα η χωριάτα
απλώνει τά σεντόνια τους
όμοια, παρόμοια γάτα.
***
Τό σούρουπο τό φωτεινό
είναι Θεού μαγεία
καί είς τό υπογάστριο
θεριεύει τήν υγεία.
***
Οι ώρες οι ποιμενικές
είναι αγγέλων γένους
μοιάζουνε μέ χρυσαφικά
λαλούν, ζητούν επαίνους.
***
Κάτω στά κρεματόρια
κι επί πεζοδρομίων
θρηνούν οι αλιγάτορες
τήν δόξα τών Ιμίων.
***
Καί ο φονιάς απέναντι
στούς όρχεις του μάς γράφει
πότε στής Σμύρνης τίς λιθιές
κι άλλοτε στήν Ανάφη.
***
Μά ο ποιμένας «αγνοεί»
βεβαίως εσκεμμένως
τών ανοήτων τ άσματα
καί τών σαχλών τό «μένος».
***
Κάθεται στό Αχούρι του
καί σιγοτραγουδάει
τών δέ προβάτων νουνεχής
τίς τρίχες τους μαδάει.
***
Ντύνεται καί φουστανελάς
μέ γκλίτσα γιά κοντάρι
κι άς είναι κάτω οι αστοί
στάσιμοι στό φανάρι.
***
Δέν ξέρει τ είναι κόκκινο
καί ούτε σταματάει,
στού φεγγαριού τήν έκλειψη
εκείνος περπατάει.
***
Νόμοι παράνομοι, Βουλή
δέν ξέρει τί σημαίνουν,
οι Νόμοι πού υπηρετεί
είναι αυτοί πού μένουν,
***
είναι τό απυρόβλητο
τής Φύσης μεγαλείο
κι ουχί μεγάρων τό σαχλό
καί ξένων εργαλείο.
***
Βράδιασε κι η βροχούλα του
ποτίζει τά λιοστάσια
ενώ η Πόλη κάτω του
τρώει απ τά καφάσια.
***
Θά θελα είς στόν Όλυμπο
καί στούς Δελφούς συνάμα
θά θέσω τήν κατάρα μου
μέ τήν Πυθία Ντάμα.
……………………..
Ο Ποιμήν είναι ο Εύμαιος
καί αναμένει τόν Οδυσσέα
νά δώσει τό μπαξίσι του
στούς πάντοτε μνηστήρες
άδοντας μέ τό αιχμηρό
του δοξάρι.