Αγαπήστε και πονέστε την πόλη μας…
Της
ΕΛΕΝΗΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ – ΛΑΜΠΡΑΚΗ
-Αξίζει τον κόπο να ζωντανέψουμε την Αθήνα
Πρωί Παρασκευής, κατέβηκα στο κέντρο για κάποιο μαγαζί με βότανα του βουνού και χειροποίητα είδη ζυμαρικών που διαφήμιζαν με ενθουσιασμό τα ΜΜΕ και οι φίλοι μου. Η καρδιά μου χτύπησε άτακτα, κόντεψε να φύγει απ’ την θέση της όταν είδα εκείνη την εικόνα μιας πόλης που θύμιζε γυφταριό. Παντού ζωγραφισμένοι τοίχοι με απαίσιες καρικατούρες, σκουπίδια, άθλια απομεινάρια μιας πρόχειρης διανυκτέρευσης ανθρώπου χωρίς σπίτι.
Στην Ομόνοια το κέντρο, υποτίθεται μισοκοιμισμένοι από ναρκωτικά άνθρωποι που κάθονταν στο πεζοδρόμιο, δυσοσμία αφόρητη και μια αδιαφορία του κόσμου που πήγαινε στις δουλειές του. Είμαστε τόσο πολύ δημοκράτες, τόσο πολύ εσωστρεφείς, κι άνθρωποι χωρίς ευαισθησία που ανέχονται να ρυπαίνεται η καρδιά της πρωτεύουσας. Σε πιο άλλο μέρος της γης θα επιτρεπόταν αυτή η ασυδοσία να κάνει ότι θέλει ο καθένας, να μη σέβεται τις αρχές και τους νόμους ενός κράτους που άφηνε την διαφύλαξη των αξιών του στην φιλοτιμία του καθενός. Ποιος επιτέλους θα βάλει τάξη σ αυτή την θλιβερή εικόνα που σαν Έλληνα σ απογοητεύει. Διακίνηση ναρκωτικών, σύριγγες πεταμένες εδώ και κει, ένα πλήθος ανάκατο απ όλες τις φυλές του Ισραήλ ζει και κοιμάται κάτω από την πλατεία που έγινε ένα πέτρινο άχαρο απάνθρωπο σημείο εμπόρων, διακινητών και χρηστών αυτών των ουσιών.
Έφυγα σχεδόν τρέχοντας προς το Μοναστηράκι. Εκεί η ατμόσφαιρα θύμιζε στ αλήθεια Μέση Ανατολή. Μπορεί στην οδό Ευρυπίδου τα μυρωδικά βότανα κρεμασμένα να έφτιαχναν μια άλλη πιο ανθρώπινη εικόνα, όμως εγώ είχα χάσει για πάντα εκείνη την οδό όπου δούλευε ο πατέρας μου, πουλώντας πράσινο σαπούνι κι ο τόπος μύριζε μπακαλιάρο, ελιές και φρέσκια φέτα. Εκεί όπου τα μπακαλόπαιδα με τα ξύλινα καρότσια πήγαιναν τις παραγγελίες στα γειτονικά μπακάλικα και τα στενάκια έσφυζαν από ζωή και τις φωνές των αφεντικών. Εκείνων των αφεντικών που έμοιαζαν με το αφεντικό του «Ζήκου», στην ελληνική ταινία «Ο μπακαλόγατος» και που έμεινε στις καρδιές μας σαν ένας αφελής χοντρομπαλάς, ανεξίκακος και ονειροπόλος, χονδρέμπορος.
Τώρα τα πράγματα είχαν αλλάξει με μια περίεργη κι άγνωστη αλλαγή που τουλάχιστον εγώ που δεν κατεβαίνω συχνά δεν την φανταζόμουν. Χάζευα εκείνα τα αποξηραμένα λουλούδια των βοτάνων που έμοιαζαν ψεύτικα, χρωματιστά και παράξενα. Μια διαφορετική κουλτούρα που είχε επιβληθεί στην οδό Ευρυπίδου. Εν τάξει είπα είμαστε λαός φιλόξενος και ανεξίκακος, όμως με πείραξε πολύ που το μόνο που υπήρχε ήταν ένα ελληνικό μαγαζί με αλλαντικά και στην γωνιά ένα γαλακτοπωλείο. Πήρα τον δρόμο προς την Ερμού. Ένα κομμάτι της μου θύμισε Ελλάδα, ένα άλλο εγκατάλειψη κι ένα άλλο ένα φιλικό χαρούμενο που θύμιζε «λίγο πολύ λίγο» από μπιστρό και καφέ εξωτερικού. Αναθάρρησα. Μακάρι να ταν όλα έτσι παντού και να φτιαχνόταν πια εκείνο το έρμο το τρίγωνο της παλιάς Αθήνας μ όλα τα μνημεία του, τις πλατείες του πεντακάθαρες που θα σεβόταν μια πρωτεύουσα με ιστορία και θα έδινε την ευκαιρία στον επισκέπτη ν απολαύσει μια κούπα καφέ κάτω απ τον ίσκιο της Ακρόπολης, ακούγοντας ψιθυριστά τα λόγια του Πλάτωνα που ίσως η ατμόσφαιρα να τον ανάγκαζε να νοιώσει ή ν ακούσει κάτω από το φως μιας Αυγουστιάτικης πανσελήνου. Ίσως η βοή του δρόμου να έσβηνε στ Αναφιώτικα σ όσα είχαν, τέλος πάντων απομείνει μα κι ένα κομμάτι τους είχε καταρρεύσει και τα γεράνια αυτής της νησιώτικης γωνιάς της Αθήνας έχουν αρχίσει να μαραίνονται.
Αγαπήστε και πονέστε την πόλη μας. Κάντε κάτι γι αυτήν που γράφτηκαν τόσα τραγούδια που λατρεύτηκε από τόσους ρομαντικούς ποιητές. Μήπως θυμάστε εκείνο το παλιό τραγούδι που το ξημέρωμα το ομοίαζε με «Ροζ οργαντίνα μικρή ζωγραφιά σου Αθήνα». Λοιπόν δεν αξίζει τον κόπο να την ζωντανέψουμε, πιο σύγχρονη, πιο καθαρή, πιο αξιοπρεπή σαν σύμβολο ενός έθνους;
Εσείς οι υπεύθυνοι αλήθεια τι λέτε;