Οι χορτάτοι μιλάν στους πεινασμένους για τις μεγάλες εποχές που θα ρθουν
Ένα σημαντικό τμήμα των συμπιεσμένων μεσαίων στρωμάτων και της σχεδόν εξαθλιωμένης εργατικής τάξης κοίταξαν προς την άκρα Δεξιά με όρους που έφεραν την ανατριχιαστική ιστορική μνήμη μιας άλλης μεγάλης κρίσης, εκείνης του 1929 και των τραγικών πολιτικών της συνεπειών. Οι πολιτικές εξελίξεις δεν μπορούσαν παρά να είναι ραγδαίες. Το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, το SPD, απεκδύθηκε οποιαδήποτε κυβερνητική ευθύνη και γιατί σε διαφορετική περίπτωση η Ακροδεξιά θα ήταν αξιωματική αντιπολίτευση αλλά κυρίως γιατί αυτό θα σήμαινε τη μαζική αποχώρηση της βασικής του εκλογικής βάσης, δηλαδή της γερμανικής εργατικής τάξης, ίσως και προς την άκρα Δεξιά. Η κυβερνητική του συμμετοχή στον μεγάλο συνασπισμό έπαιξε σημαντικό ρόλο στον εκλογικό του καταποντισμό στο 20%, που είναι και το χειρότερο αποτέλεσμα στον κοντά ενάμιση αιώνα ιστορίας του κόμματος. Αλλά και για το CDU της Μέρκελ τα πράγματα δεν ήταν καλύτερα. Παρόλο που μπορεί να επικαλεστεί την εκλογική νίκη, η εικόνα δικαίωσης και πολιτικής κυριαρχίας που ήθελε να περάσει έχει τραυματισθεί. Δεν είναι μόνο η διαρροή ψήφων προς την Ακροδεξιά, είναι και η πεποίθηση των Γερμανών ότι με το CDU δεν πρόκειται να φάνε ψωμί και πρέπει να χορτάσουν από ικανοποίηση για τα κέρδη των αφεντικών τους. Θύμα αυτού του κλίματος ο μέχρι χθες ισχυρός άνδρας της Ευρώπης, ο κ. Σόιμπλε, που οδηγήθηκε με συνοπτικές διαδικασίες στον κάδο ανακύκλωσης της καπιταλιστικής κρίσης. Εν κατακλείδι, από την περασμένη Κυριακή το βράδυ το πολιτικό κατεστημένο στη Γερμανία τρέχει και δεν φτάνει. Στόχος είναι ο όσο το δυνατόν συντομότερος σχηματισμός κυβέρνησης, ώστε η πολιτική κρίση να μην πάρει μόνιμα χαρακτηριστικά.
Παρόλο που η νέα γερμανική κυβέρνηση, με τη συμμετοχή των Φιλελευθέρων, θα σημάνει ταχύτερα βήματα για μια Ευρώπη πολλών ταχυτήτων, τόσο η γραφειοκρατία των Βρυξελλών όσο και η ελληνική κυβέρνηση μοιάζουν στον δικό τους κόσμο. Μάλιστα, στην ανάγκη να προβάλουν κάποιο αφήγημα απέναντι στη μαυρίλα που ζει ο κόσμος, προωθούν τα πιο απίθανα σενάρια. Ισχυρίζονται ότι κάτω από το βάρος της πολιτικής κρίσης οι Ευρωπαίοι θα κηρύξουν το ελληνικό Μνημόνιο επιτυχώς περαιωμένο, με άλλα λόγια θα προσφέρουν στον κ. Τσίπρα τη λεγόμενη «καθαρή έξοδο». Η λογική είναι ότι τα κράτη-μέλη θα γλιτώσουν έτσι 54 δισ. ευρώ, που είναι και το αχρησιμοποίητο ποσό του τρίτου ελληνικού Μνημονίου. Δεδομένου ότι δεν πρόκειται να υπάρξει καμιά ουσιαστική ρύθμιση για το χρέος, αυτό θα σημάνει ότι η ελληνική κυβέρνηση θα πρέπει να αναχρηματοδοτήσει το χρέος μέσω των αγορών. Σε αυτό το δεδομένο δεν αναλογίζονται ότι πήραν επιτόκιο 4,7% σε μια εποχή που το διατραπεζικό επιτόκιο Euribor και το επιτόκιο των γερμανικών ομολόγων ήταν αρνητικό λόγω της ποσοτικής χαλάρωσης. Κοντολογίς και με δεδομένη τη λήξη της ποσοτικής χαλάρωσης, στο τέλος του χρόνου μια αναδιάρθρωση χρέους μέσω των αγορών θα σημάνει επιτόκια 6% και 7% για τα πενταετή ομόλογα. Στα σημερινά επίπεδα χρέους (325 δισ.) οι τόκοι και μόνον θα είναι 10-15 δισ. ευρώ τον χρόνο. ʼρα μόνο για τους τόκους θα απαιτούνται πρωτογενή πλεονάσματα της τάξης του 7%, με βάση ένα ΑΕΠ 200 δισ. (και όχι 178 δισ. που είναι σήμερα). Με άλλα λόγια, αυτό που πουλά ως εκδούλευση στην κυβέρνηση και την ελληνική αστική τάξη η γραφειοκρατία των Βρυξελλών είναι μια πορεία μετ επαίνων στη δεύτερη ταχύτητα της ΕΕ. Το ερώτημα είναι γιατί τόσο η κυβέρνηση όσο και οι επιχειρηματίες πάτησαν με τόση ευκολία αυτήν την «πεπονόφλουδα». Ο λόγος είναι ότι ο ορίζοντάς τους είναι πολύ πιο βραχυπρόθεσμος και αφορά τους επόμενους μήνες. Στην κυβέρνηση θεωρούν ότι θα έχουν κάτι να λένε λίγο πριν την κατάθεση ενός προϋπολογισμού που θα σημάνει μάλλον την κατάργηση της προσωπικής διαφοράς στις συντάξεις από το 2018, το 50% για τις απεργίες και τα 95, αν δεν κάνω λάθος στο μέτρημα, επιπλέον προαπαιτούμενα της τρίτης αξιολόγησης. Οι πιο αισιόδοξοι πιστεύουν ότι ακόμα και έτσι ένα, έστω «πέτσινο», πλεόνασμα της τάξης του 2% για το 2017 θα γλυκάνει το χάπι για τους συνταξιούχους, αφού κάτι θα μπορέσουν να μοιράσουν και θα παρατείνουν την παραμονή τους στην εξουσία. Όλα βέβαια θα εξαρτηθούν από τον ταμειακό υπολογισμό του πλεονάσματος που διεξάγει αυτήν την ώρα η Τράπεζα της Ελλάδας. Η προηγούμενη καταμέτρηση έδειχνε ταμειακή υστέρηση της τάξης του 1 δισ. ευρώ. Εάν επιβεβαιωθεί η τάση, πολύ αμφιβάλλω τόσο για την αποφυγή λήψης των μέτρων για τις συντάξεις από 1/1/2018, αντί για 1/1/2019, όσο και για την υπεραπόδοση των εσόδων. Τις ίδιες αμφιβολίες συμμερίζεται μάλλον και ο κ. Τσίπρας, γι αυτό και τις αναγγελίες τις έκαναν οι υπουργοί κ. Τσακαλώτος και Χουλιαράκης. Βλέπετε, εκείνο το «ούτε ένα ευρώ νέα μέτρα», που είπε στην προηγούμενη (δεύτερη) αξιολόγηση ο πρωθυπουργός, δύσκολα ξεχνιέται. Έτσι το βάρος των εκτιμήσεων περνά πλέον στο οικονομικό επιτελείο, γιατί παραπάει να κάνει ο πρωθυπουργός τον υπουργό Οικονομικών και ο υπουργός το ανώτατο στέλεχος του υπουργείου.
Για την αστική τάξη η αποδοχή του αφηγήματος έγκειται στο ότι ευελπιστούν να ξεπεράσουν έτσι τον σκόπελο των απαιτήσεων του ΔΝΤ για ανακεφαλαίωση των τραπεζών, που αν υλοποιηθεί θα σημάνει την απώλεια της πλειοψηφίας από τους υφιστάμενους μετόχους. Μάλιστα ορισμένοι έσπευσαν να πανηγυρίσουν για την αποδοχή εκ μέρους του ΔΝΤ της αξιολόγησης των τραπεζών μέσω τεστ αντοχής (stress tests) και όχι τεστ ποιότητας χαρτοφυλακίου (asset quality tests) τον Φλεβάρη του 2017. Θεωρούν ότι εάν έχουν εκείνοι τη δυνατότητα παροχής των στοιχείων, όπως συμβαίνει στα τεστ αντοχής, θα κατορθώσουν να περιορίσουν την ανακεφαλαίωση σε ποσά της τάξης των 4-5 δισ. ευρώ. Έτσι διατείνονται τραπεζικοί κύκλοι στην Αθήνα. Όμως ούτε αυτό μοιάζει βέβαιο. Από 1/1/2018 όλες οι τράπεζες της ΕΕ θα πρέπει να εφαρμόσουν, έστω με κάποια περίοδο χάριτος ως προς τον χρόνο εφαρμογής, τις αρχές του διεθνούς λογιστικού προτύπου 9 για τα δάνειά τους. Αυτό σημαίνει ότι θα παίρνονται προβλέψεις τόσο στα ενήμερα όσο και στα καθυστερημένα δάνεια με βάση υπολογισμούς της πιθανότητας αποπληρωμής τους. Ήδη αυτήν τη στιγμή οι τράπεζες κατηγοριοποιούν τα δάνεια που έχουν χορηγήσει βάσει προφίλ δανειολήπτη, ενεχύρων, κ.λπ., ώστε να υπολογιστούν οι πιθανότητες αποπληρωμής τους από ιστορικά στοιχεία. ʼρα το όποιο stress test των τραπεζών ενδέχεται και μάλλον θα είναι και asset quality test, εκ των πραγμάτων.
Το συμπέρασμα είναι ότι η γραφειοκρατία Βρυξελλών και ΔΝΤ τύλιξε για άλλη μια φορά τόσο την κυβέρνηση όσο και την αστική τάξη σε μια κόλλα χαρτί. Από τη μια θα πρέπει να πάρουν όλα τα μέτρα μέχρι το τέλος του χρόνου και από την άλλη θα έχουν ανοιχτό το ζήτημα της ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών. Ως προς το τελευταίο, κατόρθωσαν να βγάλουν λάδι και τον φίλο τους, τον κ. Στουρνάρα, αφού η όποια αστοχία στον έλεγχο του τραπεζικού συστήματος θα καλυφθεί πίσω από την αλλαγή λογιστικών προτύπων, άρα δεν θα ευθύνεται προσωπικά.
ʼλλη μια αξιολόγηση λοιπόν ξεκινά με σίγουρο χαμένο τον λαό, που προσπαθεί να καταλάβει τι γίνεται, την ώρα που η κυβέρνηση επαναλαμβάνει τα ίδια αφηγήματα με την προηγούμενη αξιολόγηση ώστε να μείνει λίγο ακόμη στα πράγματα. Όπως λέει και ο γερμανός ποιητής του Μεσοπολέμου Μπέρτολτ Μπρέχτ: «Οι χορτάτοι μιλάν στους πεινασμένους για τις μεγάλες εποχές που θα ρθουν». Ένας στίχος με πολλές αντιστοιχίσεις στην Ευρώπη της κρίσης.