Μια φορά κι έναν καιρό…
Κάποια μεγάλα ηλεκτρονικά εργαστήρια προς την πλατεία Βάθης, χάριν μερικών παραλήδων πελατών τους, που διέθεταν συσκευή τηλεοράσεως, για επίδειξη μεν αλλά σε μόνιμη αργία, προσπάθησαν με ισχυρές κεραίες να λάβουν κάποιο σήμα. Δυστυχώς, το αποτέλεσμα, πέραν μιας σκιάς που τρεμόσβηνε, ήταν απογοητευτικό και η προσπάθεια να δουν τηλεόραση οι λεφτάδες εγκαταλείφθηκε. Και απόμεινα μόνος εγώ, να γελούν και οι ιταλικές κότες μαζί μου, που πήγα στην Ιταλία, στη RAI, να ειδικευθώ στην «τελεβίζιον».
Ήταν ωραία η Ρώμη. Οι Ιταλίδες, παρά τα αξύριστα πόδια, ήσαν πραγματικά θηλυκά μπιζουδάκια. Τα «καφέ» από κάθε γωνία σκορπούσαν το έντονο άρωμά τους. Χόρευαν τα γάργαρα νερά στις διάσημες φοντάνες κι από παντού ανέδιδε τη μυρωδιά του το Impero Romano. Γύρισα άπρακτος στην Αθήνα!
Και ήρθε το 1964. Ο τότε διάδοχος Κωνσταντίνος ευρέθη σε ηλικία γάμου και επειδή οι στάρλετ στους βασιλιάδες δεν φτουράνε, φρόντισε η μαμά του και του βρήκε νύφη πριγκίπισσα. Ο γάμος έφερε εστεμμένους. Οι εστεμμένοι έφεραν την τηλεόραση. Βολικότερη βρέθηκε η RAI. Πλάκωσαν οι Ιταλοί. Έφεραν τεράστιες νταλίκες με τα τηλεοπτικά αξεσουάρ, τα μόνιτορ, τα φωτιστικά και τα κοντρόλ.
Έφεραν μάτσο τις οθόνες-γίγαντες και κάμερες πολλές που έστησαν παντού. Κάμερες στο αεροδρόμιο, κάμερες στα λιμανάκια με τις θαλαμηγούς, κάμερες στα λόμπι των ξενοδοχείων. Έπηξαν από τους επώνυμους που είδαν οι ιταλοί καμεραμάν στα γυρίσματα. Ήρθαν και οι παπαράτσι, κυνηγώντας το μεγάλο σκάνδαλο της ζωής τους.
Αλλά πέραν της δαπάνης της τελετής του γάμου, άλλο σκάνδαλο καραμπινάτο δεν φαινόταν στον ορίζοντα. Χαιρέκακοι οι Ιταλοί, έστησαν τις μεγάλες φορητές οθόνες τους όπου υπήρχαν Έλληνες, να δουν τηλεόραση, να τους φύγει το μεράκι.
Και είδαν. Είδαν βασιλιάδες που οι υπήκοοί τους δεν τους έβριζαν. Είδαν βασίλισσες με κάτι καπελαδούρες «να», να προσγειωθεί επάνω τους ελικόπτερο Απάτσι, είδαν όμορφες πριγκιποπούλες να ψάχνουν εναγωνίως να βρουν τον πλούσιο γαμπρό, είδαν και μεγιστάνες του πλούτου να ξομπλιάζουν μέσα τους τούς εστεμμένους, αποκαλώντας τους «χαραμοφάηδες».
Είδαν εντέλει τους μέλλοντες βασιλιάδες της Ελλάδος να χορεύουν συγκινημένοι στη Μητρόπολη τον χορό του Ησαΐα και κατόπιν, σε ανοικτή ιππήλατη άμαξα, να χαιρετούν τα πλήθη των Αθηναίων που βγήκαν στους δρόμους να τους ευχηθούν κάθε ευτυχία, χωρίς να φάνε μάλιστα κουφέτα.
Και λίγο αργότερα, οι ίδιοι άνθρωποι, είδαν στις ίδιες γιγαντοοθόνες το επακολουθήσαν γαμήλιο γλέντι. Οι τηλεθεατές δοξάσανε τη μοίρα τους που ο διάδοχος δεν ήτανε χαντούμης αλλά καλοπαντρεύτηκε, εκείνοι δε είδαν επιτέλους τηλεόραση.
Τα καλά, όπως ανέκαθεν είναι γνωστό, δεν κρατάνε επί πολύ. Έτσι οι κάθε λογής επίσημοι άρχισαν «να του δίνουν» σιγά σιγά.
Οι Ιταλοί κάλυψαν στην αρχή τους δακρύβρεκτους αποχαιρετισμούς, τα φιλιά και το «κούνημα του μαντηλιού», που θα έλεγε και ο αείμνηστος τραγουδοποιός Αιμίλιος Σαββίδης, και άρχισαν να πακετάρουν. Τότε παρενέβη ο υπουργός Τύπου και ρώτησε, στο αδιάφορο τάχα, τους Ιταλούς: «Τον πουλάτε όλον αυτόν τον τηλεοπτικό εξοπλισμό που φέρατε εδώ πέρα;». «Si, si», δηλαδή «ναι, ναι», ανέκραξαν εν χορώ οι Ιταλοί.
Και γιατί να αρνηθούν άλλωστε; Παλιατζούρες ήτανε, καινούργια θα αγοράζανε. Τέτοιο κελεπούρι αγοραστή βρίσκεις εύκολα την σήμερον ημέρα; ʼρχισαν εν τω μεταξύ οι διαπραγματεύσεις. Τόσα ζητούσαν οι Ιταλοί -ξέρεις τι σημαίνει ιταλός πωλητής;- λιγότερα έδιναν οι Έλληνες. Τελικά τα βρήκαν. Έδωσαν κάτι παραπάνω οι Έλληνες απ ό,τι ζητούσαν αρχικά οι Ιταλοί και η συμφωνία έκλεισε. Η Ελλάδα απέκτησε τηλεόραση.
Αρχικά τα μηχανήματα τοποθετήθηκαν στο κτίριο του ΟΤΕ, στο Νέο Υπεραστικό Μέγαρο Αθηνών, στο ΝΥΜΑ, υπό την καθοδήγηση ιταλού ειδικού, με το αζημίωτο φυσικά. Μετά έδωσαν στο κανάλι, δίπλα στο «δίαυλος», συμβολικά, τον αριθμό πέντε και πιο μετά άρχισαν οι πρόβες.
Έγραφαν οι εφημερίδες τα νέα του τηλεοπτικού σταθμού που αποκτήσαμε, μέχρις ένα βραδάκι του 1966, που η Ελένη Κυπραίου, με μπόλικο τρακ στην αρχή, χαμογέλασε στον φακό και είπε με όλη τη χάρη της: «Αγαπητοί τηλεθεατές, καλησπέρα σας ».