Χωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ…
Και από την Αθήνα που έζησες, που περπάτησες, την Αθήνα που αγάπησες, τίποτα δεν υπάρχει πια που να στη θυμίζει. Ναι! Ήταν πολύ μικρή πόλις για να είναι πρωτεύουσα, συγκρινόμενη με τις αντίστοιχες των εκατομμυρίων κατοίκων της Ευρώπης. Και όμως. Ήταν μια ζεστή και ανθρώπινη πόλη, μια πόλη απόλυτα ερωτική, που τη λάτρευες με το πρώτο. Σ αυτήν την Αθήνα που δεν υπάρχει πια και στις ξεχασμένες φίρμες των κάποτε «μεγαλοκαταστημάτων» της, που κι αυτά δεν υπάρχουν, αφιερώνεται σαν «μνημόσυνο» η σημερινή στήλη.
Το λεγόμενο «εμπορικό κέντρο» ήταν αρκετά εκτεταμένο για τα μέτρα εκείνης της εποχής. Κάλυπτε κυρίως τις οδούς Ερμού, Αιόλου και Σταδίου. Οι άλλοι δρόμοι της, για παράδειγμα, μέχρι και η οδός Ακαδημίας, ήσαν δρόμοι κατοικιών. Η πληθυσμιακή αύξηση εκτόπισε τα σπίτια, κάνοντας βαθμηδόν όλο το κέντρο αγορά. Είναι γεγονός ότι τα μεγάλα καταστήματα κάλυπταν τις ενδυματολογικές ανάγκες του ανδρικού πληθυσμού.
Ήταν η εποχή με τα πολλά καπέλα, τα ημίψηλα, τα πομπέ ή και τα επονομαζόμενα «πεπονάκια», που φορούσε όλες τις ώρες της ημέρας ο «καθώς πρέπει» άνθρωπος. Ήταν, τέλος, οι δημοκρατικές ρεπούμπλικες, που όμως και αυτές είχαν την ταξική τους καταξίωση, ανάλογα με τη μάρκα που ήταν τυπωμένη με ασημένια γράμματα στη φόδρα τους.
Ο Borsalino ήταν πάντα επικεφαλής. Και αυτά αφορούσαν μόνον τα χειμερινά, γιατί για το καλοκαίρι ήσαν οι «παναμάδες» και τα «παγιασόν ψαθάκια». Μόνον ένας αλήτης θα διανοείτο τότε να κυκλοφορήσει ασκεπής. Κατόπιν ερχόταν ο τεράστιος αριθμός των υποκαμίσων, με τα επιπλέον εφεδρικά κολάρα και τις μανσέτες.
Σημειωτέον πως ο κολάρος δεν ήταν ραμμένος, αλλά προσαρμοζόταν στο πίσω μέρος του πουκαμίσου μ ένα ειδικό κουμπί. Παραλείποντας τα παλτά και τα κοστούμια, που απέφευγε σαν «ετοιματζίδικα» ο κάθε κοινωνικής τάξεως Έλληνας, προσφεύγοντας στον ατομικό του ράφτη, προχωρούμε στα δύο κύρια, προσωπικά ανδρικά αξεσουάρ.
Στο μπαστουνάκι με την ασημένια ή μη χειρολαβή και τις κομψότατες γκέτες, που κάλυπταν το μισό σκαρπίνι και ήσαν πάντα από πανάκριβο τσόχινο ύφασμα.
Αλλά και γάντια σουέτ ή δερμάτινα, που φορούσαν ανεξαρτήτως καιρού, καθώς και ακριβά μεταξωτά φουλάρια και γραβάτες, το άλφα και το ωμέγα της ανδρικής κομψότητας.
Ένα κατάστημα που σεβόταν το όνομά του ήταν αδύνατον να μη διαθέτει ανδρικά εσώρουχα, ήτοι φανέλες μάλλινες με μακριά μανίκια και μακριά σώβρακα. Ανάλογη αμφίεση υπήρχε και για τον νυχτερινό ύπνο και το μόνον που άλλαζε ήταν η ποιότητα υφάσματος στον τύπο του νυχτικού.
Αυτή ήταν σε γενικές γραμμές η ανδρική ενδυματολογική μόδα. Τώρα, εάν κάποια κυρία επιθυμούσε να ντυθεί «α λα γκαρσόν», υπήρχε η εξειδικευμένη μοδίστρα που προσάρμοζε τα γυναικεία ρούχα στο ανδρικό στυλ. Εκείνο που βασικά άλλαζε ήταν το κούμπωμα δεξιά-αριστερά αλλά και το πανταλόνι ραβόταν πιο καμπυλωτό.
Λίγο-πολύ σε όλα τα μαγαζιά υπήρχε και παιδικό τμήμα με μαλλινούλια ή κοστούμια γκολφ για όσους κρύωναν τα ποδαράκια τους με τα κοντά παντελονάκια, που τα παιδιά υποχρεωτικά φορούσαν τουλάχιστον έως τα 16-17 τους χρόνια.
Και τώρα τα μαγαζιά που εξαφανίστηκαν από την πιάτσα:
Από το ντουέτο Δραγώνας-Μαδεράκης κανένας δεν υπάρχει πια εδώ και πολλά χρόνια. Ήσαν δύο αντικριστά μεγάλα καταστήματα στην Αιόλου και κατείχαν την προτίμηση των Αθηναίων οπόταν βγαίνανε για ψώνια.
Μια άλλη μεγάλη φίρμα για ανδρικά και παιδικά ήταν οι Κουτσογιάννης και Χρήστου, στη Σταδίου, κοντά στα Χαυτεία. Πάνε κι αυτοί. Αλλά και στην Ομόνοια σάμπως απόμειναν ο Παρασκευαΐδης με τα ταούκ κιοκσού και με τα παγωτά του, ο Σταματελάκης με τα λουκούμια του και η «Γαλλία» με το ζεστό της γάλα, που ανάσταινε την αυγή τους συντάκτες των εφημερίδων, μετά το ολονύχτιο ξενύχτι τους. Και πιο πάνω στη Σταδίου υπάρχουν τάχα ο Βιντζηλαίος με τα λουλούδια του, το «ʼκρον» της τριλογίας «ʼκρον – Ίλιον – Κρυστάλ» με τα πάντα ωραία του ή ο Κωνσταντάρας με τα φίνα μεταξωτά πουκάμισα και τις πανέμορφες μεταξωτές γραβάτες του;
Και προχωρώντας τη Σταδίου θα συναντήσω πουθενά την Πανελλήνιο Αγορά, τον «Deros», να αγοράσω κανένα σερβίτσιο, τον «Μπόρα» να γυαλίσω τα παπούτσια μου καθιστός στον καναπέ ή τον Πάλλη μαζί με τα επώνυμα χαρτικά, να αγοράσω κάποια σπάνια μινιατούρα του. Θυμάμαι τον Μαγγιόρο, τον παράδεισο των γυναικών, την Στοά Ερμείου, και τον Τσοκά με τον παράδεισο των παιχνιδιών.
Τίποτα δεν υπάρχει πια… Θυμάμαι, και δεν είναι αυτά τα λίγα τα όσα θυμάμαι