Ο Κύπριος Πρόεδρος αντί να καταγγείλει την ʼγκυρα στον ΟΗΕ για την πολιτική της στην Κύπρο, εκλιπαρεί για συνέχιση των συνομιλιών

Ανέλαβε μάλιστα για τον σκοπό αυτό μια νέα «διπλωματική» δήθεν «επίθεση» για να ξεμπροστιάσει την Τουρκία και έδωσε και τις τελευταίες κόκκινες γραμμές της Ελληνικής πλευράς στα θέματα της εκ περιτροπής Προεδρίας, του Τουρκικού βέτο σε όλα τα επίπεδα, στην προτεραιότητα του χρήστη αντί του ιδιοκτήτη στις κατεχόμενες περιουσίες και στην παραχώρηση των λεγομένων τεσσάρων Ευρωπαϊκών ελευθεριών σ’ όλους τους Τούρκους υπηκόους.

Η Τουρκική πλευρά εισέπραξε στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, ενώπιον του Γ. Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών και του εκπροσώπου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, τις νέες παραχωρήσεις Αναστασιάδη, αλλά δεν συγκινήθηκε για να ανταποδώσει στα θέματα εγγυήσεων και παρουσίας Τουρκικού στρατού και μετά τη «λύση», όπως δολίως υποβαλλόταν στον Νίκο Αναστασιάδη από τον ξένο (διάβαζε Βρετανικό) παράγοντα. Αντιθέτως, ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών Τσαβούσογλου δήλωσε, ωμά και απροκάλυπτα, ότι η Τουρκία δεν πρόκειται ποτέ να παραιτηθεί από την αξίωσή της να είναι εγγυήτρια δύναμη στην Κύπρο και να έχει εκεί, στο διηνεκές, στρατιωτική παρουσία.

Το πιο ανησυχητικό όμως για την κατάσταση στο εσωτερικό μέτωπο της Κύπρου είναι το γεγονός ότι στο Κραν Μοντανά και γενικότερα στην ενδοτική και συνθηκολογική πορεία στο Κυπριακό, ο Νίκος Αναστασιάδης δεν είναι, δυστυχώς, μόνος. Έχει ένθερμο και πλειοδοτικό μάλιστα συμπαραστάτη το μεγαλύτερο κόμμα της υποτιθέμενης αντιπολιτεύσεως, που είναι το ΑΚΕΛ. Το τελευταίο όχι μόνο δεν έκανε το παραμικρό για να συγκρατήσει τον Κύπριο Πρόεδρο από τον κατήφορο των υποχωρήσεων, αλλά πρωτοστάτησε σ’ αυτές, ασκώντας επιπλέον κριτική σ’ αυτόν ότι δεν έκανε ό,τι μπορούσε για να ευοδωθούν οι συνομιλίες στο Κραν Μοντανά. Τι άλλο δηλαδή θα έπρεπε να κάνει; Ο πρώην Πρόεδρος της Δημοκρατίας Δημήτρης Χριστόφιας έστειλε, στο πνεύμα αυτό, ανοικτή επιστολή στον Πρόεδρο της Κύπρου, με την οποία ισχυρίζεται ότι δεν φταίει μόνο ο Τσαβούσογλου και η Τουρκική πλευρά για την αποτυχία στο Κραν Μοντανά. Έφτασε μάλιστα στο σημείο να υπαινιχθεί ότι η θέση για μηδέν Τουρκική στρατιωτική παρουσία και μηδέν εγγυήσεις σημαίνει και μηδέν λύση.

Τα ίδια περίπου ισχυρίσθηκε σε συνέντευξή του και ο Γ. Γραμματέας του ΑΚΕΛ ʼντρος Κυπριανού. Υπενθυμίζεται ότι ο τελευταίος, στο πλαίσιο της γνωστής πολιτικής του ΑΚΕΛ για «προσέγγιση» με τους Τουρκοκυπρίους, ως βασικής στρατηγικής για τη «λύση» του Κυπριακού, συναντήθηκε στην Κωνσταντινούπολη με τον Τούρκο υπουργό Εξωτερικών για να συζητήσει μαζί του τις Τουρκικές θέσεις για το Κυπριακό. Η συνάντηση έληξε με αγκαλιές και φιλιά και με δηλώσεις του ηγέτη του ΑΚΕΛ ότι και η Τουρκία θέλει «λύση» του Κυπριακού. Αυτό που παρέλειψε να πει ο ʼντρος Κυπριανού είναι ότι η Τουρκία θέλει, βεβαίως, τη δική της Τουρκική «λύση».

Οι θέσεις των κομμάτων ΔΗΣΥ και ΑΚΕΛ, που προσδιορίζουν και στηρίζουν την ακολουθούμενη ενδοτική πολιτική, είναι δύσκολο να ερμηνευθούν με όρους απλής πολιτικής λογικής. Φέρουν έντονα τα αποτυπώματα ξένων επιρροών και μιας συστηματικής προπαγάνδας που ασκείται στους κόλπους του Κυπριακού λαού και υποσκάπτουν το φρόνημά του, τη θέλησή του για αγώνα και την ελπίδα του ότι μπορεί να επιτευχθεί μια καλή λύση.

Στο θέμα αυτό δεν έχει, βεβαίως, ευθύνες μόνο ο ξένος παράγων. Έχουν καταλυτικές ευθύνες τα δύο παραπάνω κόμματα, που παραπλανούν τον Κυπριακό λαό για το περιεχόμενο της «λύσεως» που συζητούν και προωθούν. Ότι δηλαδή θα «επανενώσει» δήθεν την Κύπρο, ότι θα είναι συμβατή με τις Ευρωπαϊκές αρχές και το Ευρωπαϊκό κεκτημένο και ότι θα φέρει δήθεν μεγάλες επενδύσεις και ευημερία.

Η δογματική ιδίως θέση του ΑΚΕΛ για την περίφημη «προσέγγιση» με τους Τουρκοκυπρίους, ως βάση για τη «λύση» του Κυπριακού, έχει εγκλωβίσει επικίνδυνα το κόμμα αυτό, γιατί οι Τουρκοκύπριοι δεν έχουν κάποια άλλη θέση από εκείνη της ʼγκυρας, ούτε άλλωστε μπορούν να έχουν. Ταυτίζονται πλήρως με την ʼγκυρα. Το ΑΚΕΛ, επιδιώκοντας να «εκπροσωπεί» και τους Τουρκοκυπρίους σ’ ένα δήθεν «κοινό» μέτωπο, διολισθαίνει συνεχώς προς τις Τουρκικές θέσεις και συμπεριφέρεται σχεδόν ως φιλοτουρκικό κόμμα. Το χειρότερο όμως ακόμη είναι το γεγονός ότι με την πολιτική του διακοινοτισμού τόσο το ΑΚΕΛ όσο και το ΔΗΣΥ υποβαθμίζουν τον γεωπολιτικό χαρακτήρα του Κυπριακού, που είναι το καθοριστικό στοιχείο, και παρουσιάζουν το Κυπριακό ως θέμα διακοινοτικής διευθετήσεως.

Η ʼγκυρα δεν έκανε την εισβολή γιατί δήθεν κινδύνευαν οι Τουρκοκύπριοι με το πραξικόπημα της Χούντας ή γιατί η τελευταία θα έκανε την Ένωση. Γνώριζε πολύ καλά ότι ούτε το ένα ούτε το άλλο ήταν αλήθεια. ʼρπαξε απλώς την ευκαιρία να βάλει γερά το πόδι της στην Κύπρο, γιατί γνωρίζει πολύ καλά ποια είναι η γεωπολιτική και στρατηγική αξία της Κύπρου, αβύθιστο αεροπλανοφόρο μπροστά στη Μέση Ανατολή.

Η Τουρκία κινήθηκε και έκανε εισβολή στην Κύπρο το 1974 όχι γιατί ήταν αυτή ισχυρή και η Ελλάδα ανίσχυρη. Πρόκειται για τον μεγαλύτερο μύθο, που επικράτησε για πολιτικές σκοπιμότητες. Η Ελλάδα είχε, το 1974, αναμφισβήτητη αεροναυτική ποιοτική υπεροχή. Δεν είχε όμως ηγεσία άξια του ονόματός της, η οποία θα αξιοποιούσε το Ελληνικό αεροναυτικό πλεονέκτημα για να αποτρέψει την τραγωδία της Κύπρου. Δεν θα χρειαζόταν, άλλωστε, να κάνει πόλεμο. Θα αρκούσε να επιδείξει αποφασιστικότητα να τον κάνει, εάν υποχρεωνόταν. Και μόνο η απειλή θα αρκούσε να συνετίσει την Τουρκική πλευρά και να κινητοποιήσει αποτρεπτικά την Αμερικανική πλευρά. Η μεγάλη Τουρκική προέλαση στην Κύπρο έγινε μετά την εκεχειρία και την πολιτική αλλαγή στην Αθήνα. Η τελευταία δεν έπρεπε να ανεχθεί την παραβίαση της εκεχειρίας και τη συνεχή αποβίβαση αμαχητί Τουρκικών δυνάμεων στην Κύπρο, υπό τη φενάκη ψευδοδιαπραγματεύσεων στη Γενεύη. Θα έπρεπε να απειλήσει με επέμβαση της Ελληνικής Αεροπορίας και του Ελληνικού Ναυτικού.

Δεν το έπραξε όμως γιατί και η νέα κατάσταση στην Αθήνα ελεγχόταν, με άλλο τρόπο, από τον ίδιο παράγοντα, που πρωτοστάτησε παρασκηνιακά στο πραξικόπημα και στην εισβολή, με αρχιτέκτονα τον υπουργό Εξωτερικών των ΗΠΑ Χένρι Κίσινγκερ. Ο ξένος παράγων σήμερα καλλιεργεί το ίδιο κλίμα της δήθεν εσχάτης αδυναμίας της Κύπρου και της ακαταμάχητης Τουρκικής ισχύος, που επιβάλλει αποδοχή των τετελεσμένων και «λύση» κομμένη στα μέτρα της ʼγκυρας. Η εικόνα αυτή είναι άκρως παραπλανητική. Η Κύπρος δεν είναι τόσο ανίσχυρη όσο παρουσιάζεται, ιδιαίτερα κάτω από τις σημερινές συνθήκες των κοσμογονικών γεωπολιτικών αλλαγών στην περιοχή. Δεν έχει κανέναν λόγο να επισπεύδει για δήθεν «λύση», που θα άνοιγε τον δρόμο για την πλήρη Τουρκοποίησή της.

Πηγαίνοντας στον ΟΗΕ για την ετήσια Γενική Συνέλευση, ο Κύπριος Πρόεδρος θα έπρεπε να καταγγείλει την Τουρκική αδιαλλαξία και τη συνεχιζόμενη Τουρκική κατοχή και όχι να εκλιπαρεί για επανάληψη των συνομιλιών με βάση το λεγόμενο πλαίσιο Γκουτιέρες. Αυτό που χρειάζεται η Κύπρος είναι μια νέα στρατηγική.


Σχολιάστε εδώ