Ο ξεσηκωμός

Η ιστορία συνέβη στα Χανιά, είναι ολιγότερο γνωστή και τόσον αστεία, που αν την έπαιρναν στα σοβαρά δεν ήθελε πολύ να γίνει επιθεώρηση.

Κάθε μέρα μερικοί «-άκηδες», προεστοί και προύχοντες των Χανίων, δηλαδή αργόσχολοι, μαζεύο­νταν στο γραφείο ενός «-άκη» της παρέας και συζητούσαν επί της πολιτικής καταστάσεως της χώρας, δηλαδή της επικρατούσας δικτατορίας. Μόνιμο συμπέρασμα, ύστερα από μακρό κουβεντολόι, ήταν πως «η κατάσταση δεν πάει άλλο…».

Σιωπηλός ακροατής, ως κατ’ εξαίρεση παριστάμενος, ήταν ο Θάνος ο βαρκάρης, που πάντοτε παραβρισκόταν στην ομάδα έτοιμος για κανένα θέλημα. Θες επειδή τα θελήματα ποτέ δεν έλειπαν, θες επειδή τον λυπόντουσαν και τον βοηθούσαν, θες επειδή από την οικονομία και τη στέρηση έκανε το «απαφτό του» παξιμάδι, βρέθηκαν λίγα λεφτουδάκια και αγόρασε μια βάρκα. Ποιος τον έπιανε τότε. Όταν μάλιστα τον έγραψε ο κύριος λιμενάρχης στα κατάστιχά του ως «λεμβούχο», πέταξε από χαρά. ʼσε την γυναίκα του, που όλο έλεγε και ξανάλεγε «εμείς οι εφοπλιστάδες…».

Έτσι, ένα πρωί, στο γραφείο ενός σφόδρα αντιπολιτευομένου «-άκη», την ώρα που είχαν φτάσει στο σύνηθες «δεν πάει άλλο», μίλησε ο έως χθες αμίλητος Θάνος, λέγοντας τα εξής σοφά: «Και γιατί δεν τους ρίχνουμε εμείς;»

Αμίλητοι, γεμάτοι απορία, κρεμάστηκαν από τα χείλη του να ακούσουν πώς θα τους ρίξουμε, ενώ γεμάτος οίστρο εκείνος συνέχιζε: «Θα ξεσηκωθούμε. Και άμα ξεσηκωθεί η Κρήτη, τίποτα δεν τη σταματά. Θα ξεσηκωθούν αμέσως όλες οι μονάδες της Ελλάδος, αυθόρμητα. Ένας ποταμός θα γίνουν, που θα κατακλύσει το σύμπαν. Επανάσταση χωρίς οργάνωση, χωρίς τίποτα»…

Πολύ λογικές βρήκαν τις απόψεις του. Και ήταν τόσο απλές. Απορούσαν μάλιστα πώς δεν τις σκέφτηκαν πρώτοι εκείνοι. Λες και τους κούρδισαν ξαφνικά και ζωντάνεψαν: «Θα κάνουμε τούτο, θα κάνουμε το άλλο, θα σκεφτούμε για εκείνο, μην αφήσουμε ατιμώρητο κανέναν!». Ο Θάνος επέβαλε την τάξη. «Όχι, κύριοι», είπε, «εμείς δεν κάνουμε το νταλαβέρι για να γίνουμε εξουσία, αλλά για να φύγει ο Μεταξάς. Θα γράψω ένα ευγενικό γράμμα στον βασιλέα να κάνει το κουμάντο του».

«Αν γράψεις στον βασιλέα θα μας μπαγλαρώσουν όλους», προσπάθησε να τον φρονιμέψει κάποιος «-άκης». Οι άλλοι «-άκηδες» όμως είχαν αντίρρηση: «Και τι είναι ο βασιλέας, για να θυμώσει και να πάρει τις ρούγες; Η κουτσομπόλα η Ζαφείρω είναι;».

Πες, πες, πες, παραλίγο να έρθουν στα χέρια. Οι μισοί συμφωνούσαν να γράψουνε και να κατατοπίσουν εκ των προτέρων τον βασιλιά και οι άλλοι μισοί αρνούνταν, για να μη μαθευτεί ο ξεσηκωμός τους και τους τουλουμιάσουν.

Όταν ηρέμησαν, χωρίς όμως να συμφωνήσουν, ο Θάνος ξαναμίλησε. Ήρεμος, χωρίς έξαψη, είπε την απόφασή του: Ναι. Θα έγραφε στον βασιλέα. Και αν εκείνος ήταν κουτσομπόλης, ας έκανε το γράμμα βούκινο.

Θα ήταν πολύ ευγενικός μαζί του. Θα του έγραφε: «Κύριε βασιλέα, καλημέρα σας. Ξεσηκωθήκαμε εμείς, και όλη η Ελλάδα μαζί μας, για να διώξετε τον Μεταξά. Τι τον κρατάτε; Διώξτε τον και ο Θεός να συγχωρέσει τα αποθαμένα σας»… Επειδή κανείς δεν ήθελε να αναλάβει την πατρότητα της επιστολής, ούτε να συνδράμει στην καλλιέπειά της, συμφώνησαν σιωπηλώς να αποσταλεί, κάνοντας έκαστος για πάρτη του τον ψόφιο κοριό.

Από την άλλη μέρα τα Χανιά μύριζαν μπαρούτι. Όλοι είχαν εμπιστευθεί σε κάποιον γνωστό τους για τον ξεσηκωμό που ετοίμαζαν. Το γράμμα προς τον άνακτα επιστράφηκε, λόγω ανεπαρκούς διευθύνσεως, και το μυστικό έγινε τόσο ευρύτατα γνωστό, ώστε τα παιδιά έπαιζαν τους επαναστάτες στις γειτονιές των Χανίων. Η μέρα «Χ» έφτασε.

Όλα ήσαν έτοιμα. Ο στρατιωτικός διοικητής Χανίων, για να εξασφαλίσει το απαραβίαστο της Γενικής Διοικήσεως, διέταξε και τοποθετήθηκε πολυβόλο με άσφαιρα πυρά στην πύλη εισόδου. Έβγαλε και χωροφύλακες περιπολίες, αλλά αυτοί το ρίξανε στο «τι χαμπάρια μάστορα;».

Η κύρια δύναμη του ξεσηκωμού αποτελείτο από σκληροτράχηλους «Λακιώτες». Ήρθαν μονάχα τρεις. Οι υπόλοιποι δεν πρόλαβαν το λεωφορείο. Θεατές άρχισαν να συρρέουν στο κέντρο για να δουν πώς γεννιέται μια επανάσταση.

Και ο «-άκης», ο έχων το γενικό πρόσταγμα του ξεσηκωμού, εξαφανίστηκε. Χρόνια αργότερα, η κόρη του δικαιολογούσε την απουσία του την κρίσιμη στιγμή: «Έπαθε τροφική δηλητηρίαση.

Όλοι τρέχανε να βρούνε όπλα για τους επαναστάτες και εμείς ψάχναμε να βρούμε ανοικτό φαρμακείο για να αγοράσουμε σουλφογκανιδίνη για τη διάρροια…».


Σχολιάστε εδώ