Η παράνομη μετανάστευση μπορεί να εξελιχθεί στο μεγαλύτερο πρόβλημα της χώρας

Η παγκοσμιοποίηση παρουσιάσθηκε ως η επερχόμενη και αναπόφευκτη φάση της ιστορίας του κόσμου. Με αυτό το «δεδομένο», θα έπρεπε οι χώρες του αναπτυγμένου κόσμου να ανοίξουν τα σύνορά τους και να πρωτοστατήσουν στην προαγωγή της παγκοσμιοποίησης. Η τελευταία είχε ως έμβλημα τη σταδιακή δημιουργία μιας ενιαίας παγκόσμιας αγοράς και τη μεταμόρφωση των εθνικών κοινωνιών σε πολυπολιτισμικές, κατά το πρότυπο των εθνικών οικονομιών, που θα μεταμορφώνονταν σε χώρους μιας ενιαίας, παγκοσμιοποιημένης οικονομίας.

Δεν χρειάζεται να είναι κανείς μεγάλος οικονομολόγος για να αντιληφθεί ότι το θεώρημα της μιας ενιαίας, παγκοσμιοποιημένης οικονομίας είναι σαθρό γιατί αναμειγνύει πάνω σε άνιση βάση οικονομίες και κοινωνίες που βρίσκονται σε πολύ διαφορετικά επίπεδα αναπτύξεως. Η αναγωγή των πάντων σε αγορά και η υποτίμηση του πολιτικού παράγοντα υποσκάπτει τις αρχές της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, της ισότητας και του κοινωνικού κράτους, πάνω στις οποίες οικοδομήθηκαν και αναπτύχθηκαν τα Ευρωπαϊκά κράτη, μέσα από πολιτικούς και κοινωνικούς αγώνες αιώνων.

Στη διαμόρφωση ως κυρίαρχου ενός πολιτικού συλλογικού ιδεώδους δεν συντρέχει μόνο ο οικονομικός παράγων. Συντρέχει επίσης ο πολιτικός, ο οποίος αντισταθμίζει την ανισότητα που εγγενώς αντιπροσωπεύει ο οικονομικός παράγων.

Η ταύτιση της Ευρώπης με την παγκοσμιοποίηση υπήρξε το κορυφαίο σφάλμα στην οικοδόμηση της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, γιατί, μεταξύ άλλων, καλλιεργεί την ψευδαίσθηση ότι υπό τις νέες αυτές συνθήκες παρέλκει ως αδήριτη αναγκαιότητα η πολιτική ενοποίηση ή ότι αυτή μπορεί να βασισθεί μόνο στην ενοποίηση και λειτουργία της αγοράς.

Προφανώς, αυτού του είδους η παγκοσμιοποίηση συμφέρει μια μικρή διεθνή χρηματιστική κυρίως ολιγαρχία, που προβάλλει υπερφίαλες ιδέες και στόχους για παγκόσμια διακυβέρνηση και κυριαρχία. Προς τον σκοπό αυτό, προβάλλεται η παγκοσμιότητα μεγάλων προβλημάτων για να δικαιολογηθεί η επιτακτική ανάγκη παγκόσμιας διακυβερνήσεως. Με την ίδια λογική, γίνεται σκόπιμη σύγχυση μεταξύ της υπάρχουσας τεχνικής παγκοσμιοποιήσεως και της επιδιωκόμενης πολιτικής και κυριαρχικής παγκοσμιοποιήσεως.

Η επανάσταση της γνώσεως, της επιστήμης και της τεχνολογίας και η οικουμενικότητα της αναφοράς της είναι, προφανώς, γενικώς αποδεκτή και επιζητούμενη. Αυτή όμως η επανάσταση ούτε ταυτίζεται με την πολιτική παγκοσμιοποίηση ούτε περιέχεται αναγκαστικά σ’ αυτήν. Η παγκοσμιοποίηση των προβλημάτων επιβάλλει ως αναγκαία τη μεγαλύτερη διεθνή συνεργασία και οργάνωση. Δεν απαιτεί όμως πα­γκόσμιο ηγεμόνα, πάνω στη βάση μάλιστα των συσχετισμών ισχύος στην παγκόσμια αγορά. Δεν απαιτεί επίσης ούτε την καταστροφή των συλλογικών αρχών και ιδεωδών, των εθνικών ταυτοτήτων και ιδιαίτερων πολιτισμών ούτε την επιβολή μιας διεθνούς ολιγαρχίας και τη μετατροπή των ανθρώπων από πολίτες σε καταναλωτές και από υποκείμενα μιας εθνικής κοινωνίας σε υποκείμενα μιας παγκόσμιας, υπερεθνικής αγοράς.

Η ιδεολογία της παγκοσμιοποίησης τροφοδοτήθηκε στην Ελλάδα από δύο μεγάλες πηγές: Την εξωτερική, υποτελή εξάρτηση της χώρας από τις ΗΠΑ και από την πολύ δημοφιλή ακόμη τότε Ευρωπαϊκή ιδέα. Αφού η Ελλάδα έγινε μέλος της Ευρωπαϊκής Ενώσεως και αφού η τελευταία ταυτίζεται με την παγκοσμιοποίηση, θα έπρεπε τότε και η Ελλάδα, με το σύμπλεγμα του φτωχού συγγενή, να πρωτοπορήσει!

Οι «πρωτοπόροι» της δεκαετίας του ’90 ήταν το δίδυμο Κώστας Σημίτης και Γιώργος Παπανδρέου. Ως ανταποκριτές και τυπικοί αναμεταδότες της πολιτικής Κλίντον και «υπέρμαχοι» ενός ανεπιφύλακτου Ευρωπαϊσμού, ανέλαβαν να προωθήσουν ενεργά στην Ελλάδα τα «ιδεώδη» της «πολυπολιτισμικής» κοινωνίας, του λεγόμενου «αντιρατσισμού» και των «εύκαμπτων συνόρων» που να επιτρέπουν ή να ανέχονται την παράνομη μετανάστευση. Τα «ιδεώδη» αυτά προωθήθηκαν υπό την επίφαση των οικουμενικών ανθρωπιστικών ιδεωδών της διεθνούς αλληλεγγύης και της γενικευμένης παρουσιάσεως των πάντων ως δήθεν «προσφύγων»!

Παραλλήλως, το μοιραίο δίδυμο Κώστας Σημίτης και Γιώργος Παπανδρέου προώθησε τον ακραίο οικονομικό νεοφιλελευθερισμό ως πεμπτουσία και αναπόσπαστο μέρος της πα­γκοσμιοποίησης και της Ενωμένης Ευρώπης.

Οι διάδοχοί τους συνέπλευσαν πλήρως, εμπνεόμενοι από τις ίδιες πηγές που αναφέρθηκαν παραπάνω. Η συνέχιση της πολιτικής αυτής είχε και έχει ως αποτέλεσμα η χώρα να δημιουργεί μόνη της ένα άλλο εθνικό πρόβλημα, που αφορά την εθνική συνοχή της και την επανεγκατάσταση σ’ αυτήν Μουσουλμανικών πληθυσμών. Συνεργούν προς την κατεύθυνση αυτή η σύγχυση που έχει δημιουργηθεί για τον πραγματικό χαρακτήρα της παράνομης μεταναστεύσεως, η ανεδαφική και ιδεολογιστική αντιμετώπισή του από πολιτικές δυνάμεις και κόμματα, η διάβρωση της κοινωνίας και του πολιτικού συστήματος από την ανεξέλεγκτη δράση Μη Κυβερνητικών και άλλων Οργανώσεων, μεταξύ αυτών της Ύπατης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες, και από την πολιτική της ίδιας της Ευρωπαϊκής Ενώσεως. Η τελευταία, με την πολιτική των ανοιχτών συνόρων που ακολουθεί, ενθαρρύνει ουσιαστικά την παράνομη μετανάστευση, χωρίς παραλλήλως να αναλαμβάνει τις ευθύνες της για τις συνέπειες της πολιτικής αυτής. Αφήνει την κύρια ευθύνη στις χώρες πρώτης εισόδου, όπως η Ελλάδα, εκμεταλλευόμενη την πολιτική των Αρχών της, που υπερακοντίζουν υπέρ των «προσφύγων»!

Οι υποσχέσεις για μετεγκατάσταση μεγάλου αριθμού από τους παρανόμως εισελθόντες στην Ελλάδα και την Ιταλία σε άλλες χώρες έμεινε γράμμα κενό: Η χρηματοδότηση για παραμονή στην Ελλάδα μεγάλου αριθμού «προσφύγων» ισοδυναμεί στην πράξη με χρηματοδότηση για τον εποικισμό της Ελλάδος με Μουσουλμανικούς πληθυσμούς και σταδιακή καταστροφή της εθνικής της ταυτότητας.

Δεν χρειάζεται να μακρολογήσει κανείς για τις γεωπολιτικές συνέπειες του προβλήματος αυτού, με δεδομένο το γεγονός ότι συνδέεται με μια χώρα που έχει στόχους και βλέψεις για την Ελλάδα και με το πρόβλημα επίσης της τζιχαντιστικής τρομοκρατίας στη Μέση Ανατολή.

Η κυβέρνηση και όλες οι πολιτικές δυνάμεις θα πρέπει κατεπειγόντως να επανεξετάσουν την πολιτική τους και να αντιμετωπίσουν εγκαίρως ένα πρόβλημα που μπορεί να προσλάβει στο μέλλον εφιαλτικές διαστάσεις. Οι ενδείξεις είναι ήδη παρούσες και είναι πολύ ανησυχητικές.


Σχολιάστε εδώ