Γερνάμε και λιγοστεύουμε
Τα στοιχεία είναι άκρως ανησυχητικά σε όλα τα επίπεδα: Σήμερα στη χώρα μας όσοι δεν εργάζονται (άνεργοι, μητέρες, παιδιά, τρίτη ηλικία κ.ά.) είναι διπλάσιοι από αυτούς που εργάζονται.
Πιο συγκεκριμένα, από τα 10,8 εκατ. που ζουν σήμερα στην Ελλάδα οι εργαζόμενοι στο Δημόσιο είναι 806.000, οι μισθωτοί στον ιδιωτικό τομέα 1,6 εκατ., οι ελεύθεροι επαγγελματίες, αγρότες, κ.λπ., 1,3 εκατ., ενώ οι πάσης φύσεως συνταξιούχοι (γήρατος, αναπηρίας κ.ά.) φθάνουν τα 2,6 εκατ. Κάθε εργαζόμενος στον ιδιωτικό τομέα με τα εισοδήματα και τους φόρους που πληρώνει συντηρεί 2,8 άτομα του πληθυσμού που είτε δεν εργάζονται είτε απασχολούνται στο Δημόσιο.
Με βάση τα παραπάνω, θεωρείται βέβαιο ότι στις επόμενες δεκαετίες το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης θα δεχτεί ισχυρές πιέσεις. Το 2050 σε κάθε εργαζόμενο θα αντιστοιχεί ένας συνταξιούχος. Οι εργαζόμενοι θα αντιμετωπίσουν ένα δυσοίωνο μέλλον, καθώς δεν υπάρχει συνταξιοδοτική αποταμίευση και όσοι εργάζονται πρέπει να συντηρούν όχι μόνον τους εαυτούς τους και τις οικογένειές τους, αλλά, μέσω των φόρων που πληρώνουν, και τους ηλικιωμένους. Όσο για τους συνταξιούχους, αυτοί θα αντιμετωπίσουν το μέλλον με όλο και μεγαλύτερη ανασφάλεια, καθώς οι συντάξεις τους θα μειώνονται.
Η αντιστροφή, τώρα, των δυσμενών δημογραφικών δεδομένων στη χώρα μας προϋποθέτει τη μεγαλύτερη συμμετοχή των γυναικών και των νέων στην αγορά εργασίας, πολιτικές για επιλεκτική μεταναστευτική πολιτική καθώς και ενεργό γήρανση. Κάτι τέτοιο όμως προϋποθέτει ένα περιβάλλον δυναμικής ανάπτυξης, που θα δημιουργεί, μέσω ιδιωτικών επενδύσεων, υψηλή ζήτηση για απασχόληση, λαμβάνοντας υπόψη ότι οι τεχνολογικές εξελίξεις που έρχονται θα δημιουργήσουν ασυνέχειες στην αγορά εργασίας καθώς και ανάγκες για διαφορετικό μείγμα εξειδικεύσεων των εργαζομένων.