ΑΠΕΛΠΙΣΜΕΝΟΣ Ο ΚΥΡΙΟΣ ΦΙΟΡΑΝΤΕΣ ΑΝΑΠΝΕΕΙ ΟΤΑΝ ΦΥΣΑΕΙ Ο ΛΕΒΑΝΤΕΣ
Απελπισμένος περπατώ
σέ κήπους μέ αγκάθια
σέ ένα πάρκο εθνικό
γεμάτο κατακάθια.
Νύχτα καί μέρα περπατώ
μέ ξύλινα ποδάρια
ενώ η Μοίρα πάνω μου
μού σβήνει τά αχνάρια.
Δέντρα και πόλεις χάνονται
σέ ερημιάς σκοτάδι
κι εγώ στήν πολιτεία μου
ένα σαχλό ρημάδι.
Περνούνε λυγερόκορμες
αγόρια καί μπαμπάδες
καί χάνονται στήν άβυσσο
σβησμένες πιά λαμπάδες.
Κι η ερημιά στό συνεχές
ούτε πουλιά λαλούνε
μόνο λαχεία κι όνειρα
οι υψηλοί πουλούνε.
Η ζέστη μέ χαντάκωσε
άς φτάσει ο χειμώνας
νά φύγει από πάνω μου
ο στυγερός αιώνας.
Πάω στήν άκρη γιά δροσιά
τά δέντρα ξεραμένα
καί μύρια αποτσίγαρα
καπνίζουν πεταμένα.
Μού κλέψαν τήν ταυτότητα
ντυμένοι νταβαντζήδες
από ψηλά κρατούμενοι
μέ δίχως αλυσίδες,
κάποιοι αλαφροΐσκιωτοι
όχι γραβατωμένοι
μέ πορφυρά πουκάμισα
τώρα καί πάντα ξένοι.
Καί συνεχίζω ο Αυνάν
πάντοτε μοναχός μου
βρίζοντας απερίσκεπτα
τήν ερημιά τού Κόσμου.
Ζητώ μία διέξοδο
ένα παραθυράκι
ζητώντας απερίσκεπτα
τής ζήσης αεράκι.
Μά μέσα στόν Λαβύρινθο
αέρας δέν φυσάει
η φύση τής Πατρίδας μου
ελπίδες δέν μασάει.
Βουλιάζω μές στήν μοναξιά
μέσα στήν ασφυξία
ζητώντας ο κακόμοιρος
μιάν άκρη, μιάν αξία.
Ανάγωγο καί βλάσφημο
μέ βλέπουν καί γελάνε
εκείνοι πού στόν Διάολο
θά έπρεπε να πάνε.
Μά συνεχίζω τήν φορά
τήν όμοια κατηφόρα
στών λιμουζίνων τήν τροχιά
στήν Έρημή μου Χώρα.
Καί μέ χτυπά κατάφατσα
η βρώμα κι η αλητεία
καί ερωτώ αλλά κανείς
δέν ξέρει τήν αιτία.
Η ΑΛΗΤΕΙΑ ΣΥΝΕΧΩΣ
ΕΧΕΙ ΤΟ «ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ»
ΚΑΙ ΛΕΩ Ο ΚΑΚΟΜΟΙΡΟΣ:
ΔΥΣΜΟΙΡΕ, ΜΑΥΡΑ ΒΑΦΤΑ.
Ο Λεβάντες πού περίμενα δέν έφτασε ποτέ.
Μόνο Βοριάδες καλπάζουν στό συνεχές.
Ίσως μιά νύχτα στερέψουν τά άστρα καί
λυτρωθούμε φιλοξενούμενοι τού Σύμπαντος.