Αλήθεια και πράξη

Έπρεπε να διαχειριστεί λεπτές και στο σύνολό τους ασταθείς ισορροπίες, να αναδείξει την αδυναμία του να επιβάλλει θέσεις, καθώς η κυβερνητική συνδιαλλαγή δεν αντέχει άλλες παρεκκλίσεις, και να ισορροπήσει, καθώς διαισθάνεται πως το αποτέλεσμα των γερμανικών εκλογών θα προσδιορίσει, οσονούπω, την κοινοβουλευτική σταθερότητα, στο δίπολο Grinvest και Grexit από τη μια πλευρά και εκλογές από την άλλη. Το απέφυγε, όπως ευφυώς θα το απέφευγε και κάθε υπηρεσιακός πρωθυπουργός που γνωρίζει ότι δεν ελέγχει την κοινοβουλευτική του πλειοψηφία.

Όταν θα διαβάζουν οι αναγνώστες την εφημερίδα, θα γνωρίζουν και τις θέσεις του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Σκεφτήκαμε τι θα ήταν σκόπιμο να αναρωτηθούμε πως θα όφειλε να αξιολογηθεί από τους πολίτες την επαύριο της ομιλίας του. Ο κ. Μητσοτάκης θέλει να εκφράζει μία πολιτική θέση. Η παράταξη που ηγείται θέλει να λέει την αλήθεια στον λαό, προσοχή, και όχι στους ψηφοφόρους της, και να στηρίζει την ανάπτυξη της χώρας.

Οφείλουμε να υπενθυμίσουμε στον κ. αρχηγό ότι η αλήθεια ταυτίζεται με την πράξη και η οικονομική ανάπτυξη, βιώσιμη, κοινωνικά δίκαιη, ισόρροπη ή όπως αλλιώς θα την πούμε, ακολουθεί την αρχή του κατόχου του Νόμπελ Οικονομίας B. Lucas: «Όταν κάποιος αρχίσει να σκέπτεται με ποιον τρόπο θα επιταχύνει την οικονομική ανάπτυξη, έχει μεγάλο πρόβλημα να σκεφτεί κάτι άλλο».

Για να διευκολύνουμε λοιπόν την αξιολόγηση και με δεδομένο ότι πράγματι ο κ. Μητσοτάκης δεν μπορεί να σκέπτεται τίποτα άλλο εκτός από την ανάπτυξη της χώρας, ας προβληματιστούμε αν στην ομιλία του σε ορισμένα προβλήματα δόθηκαν, κατά τη γνώμη των αναγνωστών που τον άκουσαν, πρακτικές λύσεις.

• Προϋπολογισμός 2018: Η αλήθεια θέλει τη χώρα για πολλά ακόμη χρόνια να σχεδιάζει και να εκτελεί δημόσιους προϋπολογισμούς με τουλάχιστον 3,5% πρωτογενές πλεόνασμα. Η κυβέρνηση αγωνιά να εισπράξει τα τρέχοντα έσοδα για να πετύχει (;) ένα πλεόνασμα 1,75%. Τον Αύγουστο του 2018 τελειώνει το τρίτο Μνημόνιο και δεν θα υπάρχουν σε διάθεση από τον ESM τα υπόλοιπα 50 δισ. από τη χαμηλότοκη δανειοληπτική γραμμή του τρίτου Μνημονίου.

Ποια θα είναι η πράξη;

• Πληγές της κρίσης: Η αλήθεια θέλει τους πολίτες να επιπλέουν στη λίμνη της αβεβαιότητας των συσσωρευμένων και μη εξυπηρετούμενων υποχρεώσεων ως «καθιστές πάπιες» (sitting ducks). Έστω κι αν το αποφεύγουμε, το χρέος είναι πάνω από 260 δισ. Ποτέ στην ιστορία του ελεύθερου ελληνικού κράτους οι άμεσες υποχρεώσεις των πολιτών, και όχι οι έμμεσες του Δημοσίου, δεν είχαν πλησιάσει αυτό το ποσό. Η κρίση την ίδια στιγμή που δημιουργούσε ύφεση και ανεργία συνοδευόταν από συρρίκνωση των εισοδημάτων και της ακίνητης περιουσίας. Τα capital controls και η φυγή προς την ασφάλεια περιόρισαν δραματικά τις ευκαιρίες ανάταξης της χώρας.

Ποια θα είναι η πράξη;

• Συστημικό και μη τραπεζικό σύστημα: Η αλήθεια θέλει τις ελληνικές τράπεζες και τις διοικήσεις τους, αντί να συμβάλλουν στην επίλυση των κεφαλαιακών τους αναγκών, να ζουν την απειλή ποινικών διώξεων, τον νόμο Κατσέλη και τον φόβο να βρεθούν εκτεθειμένοι στις πραγματικές κεφαλαιουχικές ανάγκες, με πιθανό ενδεχόμενο τη διαγραφή των ομολογιακών τους δανείων και των καταθέσεών τους. Ζουν καθημερινά αυτό που η οικονομική επιστήμη αποκαλεί «συλλογική στρατηγική χρεοκοπία πιστωτών» (collective strategic bankruptcy).

Ποια θα είναι η πράξη;

• Φορολογική και ασφαλιστική δικαιοσύνη: Η αλήθεια θέλει να παρουσιάζει ως επιτυχημένη την προσπάθεια των ελληνικών κυβερνήσεων να επαναφέρουν σε μια σχετική ισορροπία το δημοσιονομικό ισοζύγιο. Ταυτόχρονα, όμως, η προσπάθεια αυτή επέφερε μια τεράστια αναστροφή της κοινωνικής ισορροπίας. Τα βάρη, φορολογικά και ασφαλιστικά, δημιούργησαν μια νέα ισορροπία, που συμβάλλει δυναμικά σε μια νέα ανισοκατανομή των βαρών. Το πρόβλημα της φοροαποφυγής οξύνθηκε, το πρόβλημα της αδήλωτης εργασίας πολιτών διευρύνθηκε και ένα τεράστιο σε αριθμό τμήμα πολιτών (3,5 εκατ.) δεν είναι φορολογικά ή ασφαλιστικά συνεπές.

Ποια θα είναι η πράξη;

• Νόμοι, δικαιοσύνη και ανάπτυξη: Η αλήθεια θέλει τις τρεις έννοιες να αντιμετωπίζονται από την εκτελεστική εξουσία ως ασυμβίβαστες. Νόμοι που δεν συμπίπτουν με τις ευρωπαϊκές Αρχές του Δικαίου, νόμοι που αλληλοαναιρούνται, νόμοι που η ισχύς τους χλευάζεται ή και εκτελούνται με παρεμβάσεις της εκτελεστικής εξουσίας είναι κοινή πρακτική. Ας αναρωτηθούμε μόνο πόσες υποθέσεις που τρέχουν στη δικαιοσύνη δεν προκύπτουν από ασάφειες των νόμων. Η απόδοση της δικαιοσύνης βουλιάζει στην ανυπαρξία σεβασμού, στη δαιδαλώδη και διαρκή ανασφάλεια, στην αδυναμία σύγκλισης των δικαστικών αποφάσεων σε κοινές αρχές και σε διαρκή υποβάθμιση των συντελεστών απόδοσης της δικαιοσύνης.

Το μόνο που μας ενδιαφέρει είναι πόσο γρήγορα θα βγουν οι καταδικασμένοι από τη φυλακή, όταν σε λίγο καιρό οι δήμοι και οι κοινότητες θα έχουν γεμίσει από καταδικασμένους πολίτες που θα εκτελούν κοινωνικό έργο. Όσο αναγκαίο είναι για την οικονομική ανάπτυξη της χώρας οι συμβαλλόμενοι με το Δημόσιο να γνωρίζουν αν θα τηρήσει και αν θα εκτελέσει τη σύμβαση, άλλο τόσο σημαντικό για την ανάπτυξη είναι και η επιβολή μιας ταχύτατης επίλυσης των διαφορών.

Ποια θα είναι η πράξη;

• Παιδεία και ανάπτυξη: Η αλήθεια θέλει τα πανεπιστήμια να αποτελούν βασικούς μοχλούς ανάπτυξης και αναδιανομής του πλούτου. Μόνο με την παιδεία επιτυγχάνεται η κοινωνική και οικονομική ανέλιξη. Το θεσμικό πλαίσιο που οριοθετεί την Ανώτατη Παιδεία στη χώρα μας δεν επιδιώχθηκε ποτέ να ενσωματώσει τις εμπειρίες των μεγάλων πανεπιστημίων. Ανεξάρτητα αν οι πόροι τους προέρχονται και από το Δημόσιο, σε κανένα σημείο του κόσμου αυτό δεν γίνεται αποκλειστικά και μόνο από το Δημόσιο. Υπάρχουν δίδακτρα, υπάρχουν επενδυτικά προγράμματα, υπάρχουν παροχές υπηρεσιών σε χρήμα, υπάρχουν επιδοτήσεις φιλανθρωπικών ιδρυμάτων που καλύπτουν τον προϋπολογισμό τους για όλα, υπάρχουν και δημόσιες και ιδιωτικές συμμετοχές στη λειτουργία τους.

Η φενάκη που αναφέρεται σε συζητήσεις γύρω από τη δημόσια και ιδιωτική Ανώτατη Εκπαίδευση είναι ψευδεπίγραφη. Όλα τα πανεπιστήμια του κόσμου είναι μη κερδοσκοπικοί οργανισμοί. Το πρόβλημα της λειτουργίας τους συνδέεται, δεν αφορά τους πόρους αλλά την ανεξαρτησία τους στην εκτέλεση του σκοπού τους. Τελεία και παύλα. Σε κανένα σημείο του κόσμου ένα ανώτατο ίδρυμα, επειδή επιδοτείται από το Δημόσιο, δεν υποχρεώνεται από το αντίστοιχο υπουργείο για το πόσους φοιτητές θα πάρει, πώς θα τους κατανείμει στα τμήματα, γιατί θα είναι αυτοί και όχι κάποιοι άλλοι, ποιους καθηγητές θα προσλάβει, τι προγράμματα θα έχει, πώς θα διαχειρίζεται τις φοιτητικές εστίες και πόσο προγράμματα επενδυτικά θα έχει. Το ερώτημα δεν είναι ιδιωτική ή δημόσια αλλά ανεξάρτητη ή μη.

Ποια θα είναι η πράξη;

Ο χώρος δεν μας επιτρέπει να επεκταθούμε και σε άλλες ερωτήσεις που θα μπορούσαν να κάνουν το κείμενο -περισσότερο από όσο είναι ήδη- βαρετό. Ο αναγνώστης όμως θα μπορούσε κάλλιστα να προσθέσει άπειρα άλλα, ανάλογα με την εμπειρία του. Ο τίτλος του άρθρου λοιπόν, μετά από όλα αυτά, θα μπορούσε επιγραμματικά να διατυπωθεί και ως «τροφή για σκέψη».


Σχολιάστε εδώ