Το παράλογο

Λόγω ανάγκης μερικοί νόμιμοι έγιναν παράνομοι, μερικοί αδιάβλητοι έγιναν διαβλητοί, ακόμα και τίμιοι σε όλη τους τη ζωή μετατράπηκαν σε κλέφτες. (Δεν υπαινίσσομαι ΤΟΥΣ ΚΛΕΦΤΕΣ ΤΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ, είναι πασίδηλο.)

Σπάνια πια η αλληλεγγύη κι η ανθρωπιά. Σπάνιο και το κέφι για ανύπαρκτη δουλειά ή πρωτοτυπία. Οι νέοι όπου φύγει, φύγει. Και οι γέροι, όπως η αφεντιά μου, αναπολούν τα νιάτα τους νοσταλγικά. Νοσταλγικά και με άφατο δέος.

«Το παράλογο και το θέατρό του» (ΕΠΟΧΕΣ υπό τη διεύθυνση του ʼγγελου Τεργάκη, τεύχος 35 Μάρτιος 1966.)

Αναθυμάμαι και καταγράφω την αρχή με μονοτονική πλέον μορφή και ελληνοποιημένα τα ξένα ονόματα: «Σημάδι, τάχα, των καιρών το θέατρο του Παράλογου κι οι συζυγείς εκδηλώσεις στον τομέα της λογοτεχνίας, της ποίησης, της μουσικής και των εικαστικών τεχνών απ’ τον Κάφκα, τον Τζόις και τον Έζρα Πάουντ, ως τον Σένμπεργκ, τον Καντίνσκι, τον Βέμπερν και τον Πικασό –ή μήπως φανέρωμα σύμφυτο με τον εσώτατο βασανισμό του ανθρώπου, που έγινε άγχος, οργή και κατάρα στον ‘‘αγέλαστο’’ αιώνα της τεχνοκρατίας και του αυτοματισμού; Παιχνίδι άκακο –και σκα­νταλιάρικο– μιας ανυποψίαστης κοινωνίας, βουλιαγμένης στην αμεριμνησία των χαμένων παραδείσων, που κατατρύχεται από άφατη ανία και πάσχει από αγιάτρευτο παιδισμό και ανω­ριμότητα –ή μήπως η τελετουργική περιφορά του λείψανου του ‘‘νεκρού Θεού’’, που έμεινε άθαφτο, πήρε να σήπεται και πάει να μολύνει τον ατμοσφαιρικό αέρα του πλανήτη; Απλή διακωμώδηση μιας ζωής κούφιας, χωρίς νόημα, χωρίς αποχρώντα λόγο – ή το κύκνειο άσμα ενός πολιτισμού, που απ’ τον πολύ ζήλο έφτασε στο χείλος του γκρεμού κι ισοζυγιάζεται εκεί μετέωρος, περιμένοντας την αυτοεξαφάνισή του; Το Θέατρο του Παράλογου είναι η ζωντανή μαρτυρία φαινομένων προσδιοριστικών της εποχής: του θανάτου του Θεού, της ολοκληρωτικής χρεοκοπίας της μεταφυσικής, του καταποντισμού των αξιών του δυτικοευρωπαϊκού πολιτισμού. Μαρτυρία της παντοκρατορίας του Απροσώπου, που είναι ταυτόσημη με την παντοκρατορία της Μηχανής. Μαρτυρία δύναμης, μα μάταια αναζητάει πίσω απ’ τα προσωπεία και τα απολιθωμένα σχήματα την ταυτότητα που διαπιστώνουν κυρίως καταγράφουν, επισημαίνουν. Αναλύουν το παρόν σ’ όλες του τις εκφάνσεις, χωρίς να αποτολμούν τομές σε σχέση με το μέλλον».

Το Θέατρο του Παράλογου δεν έχει τελειωμό. Περιορίζομαι ανάμεσα στους όντως πρωτηλάτες εμπνευστές του, σε δύο: Στον πολυγραφότατο –και σφόδρα αισιόδοξο- Ιονέσκο και τον ά­κρως απαισιόδοξο Μπέκετ, ο οποίος εμφάνισε στη σκηνή ΕΝΑ μόνο έργο. Προσθέτω και την ακόλουθη ρήση του: «Τίποτα δεν γίνεται, κανείς δεν έρχεται, κανείς δεν φεύγει, είναι τρομερό». Σημειώνω ακόμα πως η γραφή του είναι ΚΥΚΛΙΚΗ και πως δεν αγνοεί τον χρόνο. (Η ζωή του ανθρώπου είναι ένα αλώνι στενό, απο­πνιχτικό, μονότονο, αφιλόξενο.)

Ο Ιονέσκο –εκ διαμέτρου αντιθέτως– αγνοεί πλήρως τον χρόνο. (Στα έργα του, εννοείται.) Έργα πρωτότυπα με κορυφή τη «Φαλακρή τρα­γουδίστρια», που παιζόταν επί δέκα χρόνια στο Παρίσι με διαφορετικούς ηθοποιούς, πριν καταπιαστώ με το… ανοσιούργημα που φρό­ντισα να παρουσιάσω μετέπειτα. Ένα πόνημα επι­τυχημένο, όπως λεγόταν τότε από την κορυφαία ηθοποιό Έλσα Βεργή και τους συνεργάτες της. (Η Έλσα Βεργή γεννήθηκε το 1920.)

Το παράλογο θριαμβεύει σε όλες του τις πτυχές. Το βιώνουμε εδώ και μία επταετία. Σήμερα τα πράγματα έχουν φτάσει στο απροχώρητο. Ιδίως στην πατρίδα μας που δεν είναι πια πατρίδα. Είναι κομμάτι ενός απεχθούς συνόλου με επικεφαλής τους Γερμαναράδες. Απογόνους των Γερμανοτσολιάδων, αλλά –περιέργως– και του Σημίτη. Δίχως τον τελευταίο, το καταχθόνιο έργο τους θα ήταν δυσχερέστατο, ίσως και ανέφικτο.

Η Ιστορία εμπλουτίζεται και θα ενθουσιάσει τους μελλοντικούς ερευνητές της. Με εξαίρεση αναμφιβόλως τους εξ αυτών ελάχιστους προδότες. (Και ο Ιούδας ο Ισκαριώτης υπήρξε προδότης του Ιησού, κατά τας γραφάς, αλλά αυτοκτόνησε.)

Οι μελλοντικοί συνειδητοί προδότες ούτε θα μετανοήσουν ούτε φυσικά θα αυτοκτονήσουν. Η προδοσία ρέει στις φλέβες τους ως τροφή.

Αλλά και κάποιοι τίμιοι ιστορικοί ερευνητές του αύριο ενδέχεται να αυτομολήσουν. Το χρήμα είναι μέγιστο δέλεαρ. Αυτοβούλως ή με την επιμονή της συζύγου τους και μελών των οικογενειών τους.

Αντιστρόφως υφίσταται, για άλλους προ­φανώς, και η επιθυμία της υστεροφημίας. Υστερο­φημίας ακλόνητης.

Συμπέρασμα: Σκέπτομαι μόνο την Ελλάδα και κανέναν άλλον. Για να έχω γράψει περί του «Θεάτρου του Παραλόγου», είχα διαβάσει εξο­νυχιστικά εκατοντάδες βιβλία. ʼρα, η Ελλάδα με κυριαρχούσε και τότε. Όπως με κυριαρχούσε όταν είχα μετατρέψει σε θεατρική παράσταση (που ανέβασε το Εθνικό Θέατρο) ένα εντυπωσιακό αφήγημα του ιδιοφυούς Ντύρενματ, με τρισάθλιο σκηνοθέτη. Ομόφυλος ο σκηνοθέ­της, σε εποχή που οι γάμοι των ομοφύλων αποτελούσαν μακρινό, προσωπικό τους όνειρο. Μικρό το κακό που μου κατέστρεψε την παράσταση. Σημασία έχει πως το σπουδαίο γεγονός έλαβε χώρα τελικά υπέρ ανήκοντος στην πατρίδα μας.


Σχολιάστε εδώ