Το ισχυρό ευρώ δυσκολεύει τη νομισματική πολιτική της ΕΚΤ
Στις ΗΠΑ, όπου η FED -προσεκτικά, αλλά με ρητά διακηρυγμένη επιλογή- αυξάνει τα επιτόκια προκειμένου να ενδυναμώσει την αξία του δολαρίου, δεδομένου ότι η μεγέθυνση της οικονομίας βρίσκεται σε εξέλιξη, εδώ και αρκετό διάστημα, μάλιστα το τελευταίο τρίμηνο άγγιξε το 3%, παρατηρείται μια τεράστια επένδυση χρηματιστηριακών πόρων σε τοποθετήσεις προς την αντίθετη κατεύθυνση, δηλαδή υπέρ της πτώσης της αξίας του αμερικανικού νομίσματος. Είναι τόσο μεγάλος ο όγκος αυτών των τοποθετήσεων, ώστε οι περισσότεροι αναλυτές θεωρούν αναπόφευκτη την ανατίμηση του δολαρίου στο προσεχές μέλλον, όταν οι φορείς όλων αυτών των τοποθετήσεων αντιληφθούν ότι έχουν διαβεί τον Ρουβίκωνα.
Στην Ευρώπη, όπου η ΕΚΤ είναι προσηλωμένη στην πολιτική των μηδενικών επιτοκίων και στην ογκώδη αγορά τίτλων και επισήμως δεν έχει εκφρασθεί ότι πρόκειται να ξανασκεφτεί αυτήν την πολιτική και ενώ η μεγέθυνση του ΑΕΠ έχει ξεκινήσει αλλά είναι ακόμη χλιαρή, το ευρώ, από το οποίο οι επενδυτές θα έπρεπε να απομακρύνονται, αντιθέτως παρουσιάζει ανατίμηση έναντι του δολαρίου, που είχαμε να την παρατηρήσουμε από το 2015. Φυσικά αυτό οφείλεται στις σημαντικότατες τοποθετήσεις των διεθνών επενδυτών στο ευρωπαϊκό νόμισμα.
Το παράδοξο εξηγείται, προφανώς, από τις γεωπολιτικές εξελίξεις και τις απρόβλεπτες πολιτικές κινήσεις και δηλώσεις του Προέδρου Τραμπ. Όμως από οικονομικής σκοπιάς θα μπορούσε να εξηγηθεί από την αναμονή για το τέλος της πολιτικής της ποσοτικής χαλάρωσης, η οποία αναβάλλεται από μήνα σε μήνα και θα μπορούσε να οδηγήσει σε άνοδο της τιμής του ευρώ. Οι εκτιμήσεις ότι ο Ντράγκι θα προχωρούσε σε αλλαγή της πολιτικής της ποσοτικής χαλάρωσης έδειχναν τον Ιούνιο, μετά την πρώτη εβδομάδα του Σεπτεμβρίου και τώρα τον προσεχή Οκτώβρη. Στην πραγματικότητα οι περισσότεροι αναλυτές δεν θεωρούν ότι αυτό θα συμβεί ούτε τον Οκτώβριο και δείχνουν το τέλος του έτους.
Το παρατηρούμενο άγχος των επενδυτών περί ανατίμησης του ευρώ αφενός προκαλεί την άνοδο του ευρωπαϊκού νομίσματος, αφετέρου δυσκολεύει τον δρόμο για μια αλλαγή της ασκούμενης νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ. Για την ΕΚΤ το ισχυρό ευρώ είναι η χειρότερη των δυνητικών καταστάσεων. Σε συνδυασμό με τη χαμηλή τιμή του πετρελαίου η κατάσταση γίνεται ακόμη πιο δύσκολη. Ανατιμημένο νόμισμα και χαμηλή τιμή του πετρελαίου σημαίνει ότι η δαπάνη για εισαγωγές μειώνεται. Αυτό έχει αρνητικές επιδράσεις στον πληθωρισμό, δυσκολεύοντας περαιτέρω την επίτευξη του στόχου για το ύψος του πληθωρισμού που έχει θέσει η ΕΚΤ.
Το 2%, που αποτελεί, ως γνωστόν, τον στόχο της νομισματικής πολιτικής, φαίνεται να απομακρύνεται όλο και περισσότερο. Τον Μάρτιο η ΕΚΤ προέβλεπε πληθωρισμό 1,5% το 2018. Τον Ιούνιο η πρόβλεψη περιορίστηκε στο 1,3%, με ισοτιμία ευρώ – δολαρίου στο 1,08%. Την εβδομάδα που πέρασε η ισοτιμία έφθασε στο 1,2%. Ποια είναι η επίδραση αυτής της εξέλιξης στις εκτιμήσεις για τον πληθωρισμό;
Ως γνωστόν, το 2017 το ευρώ ανατιμήθηκε περίπου 14% σε σχέση με το δολάριο. Σε σχέση με το σταθμισμένο καλάθι των νομισμάτων των κύριων εμπορικών εταίρων της ΕΕ, το ευρωπαϊκό νόμισμα ανατιμήθηκε περίπου κατά 7% τους τελευταίους εννέα μήνες. Η επίδραση στον πληθωρισμό είναι ξεκάθαρη: Σύμφωνα με μελέτες της Barlcays και της BNP Paribas, μια αύξηση της συναλλαγματικής ισοτιμίας ίσης με 10% έναντι του συγκεκριμένου σταθμισμένου καλαθιού των νομισμάτων των κύριων εμπορικών εταίρων πιθανόν να προκαλέσει, στους επόμενους δώδεκα μήνες, μείωση του πληθωρισμού κατά 0,3%-0,5%.
Με απλά λόγια, αν το ευρώ δεν είχε ανατιμηθεί από τον Μάρτιο μέχρι σήμερα, ο εκτιμώμενος πληθωρισμός στην Ευρωζώνη για το 2018 θα ήταν 1,8%-2%. Συνεπώς, ο στόχος του πληθωρισμού θα είχε σχεδόν επιτευχθεί και ο Ντράγκι θα ήταν έτοιμος να αλλάξει νομισματική πολιτική. Όμως, για την ώρα, ο πληθωρισμός είναι αρκετά χαμηλός και δεν φαίνεται να επιτυγχάνεται ο στόχος του 2%. Παρ όλα αυτά, θεωρείται αρκετά πιθανό ότι με το νέο έτος θα έχουμε εξαγγελία μείωσης της αγοράς τίτλων από 60 δισ. ευρώ σε 35-40 δισ. ευρώ τον μήνα για το πρώτο εξάμηνο του 2018, με περαιτέρω μείωση το δεύτερο εξάμηνο. Όλα αυτά βεβαίως θα εξαρτηθούν από τις πραγματικές εξελίξεις στις αγορές.