Τα πρωτάκια

Αλλά και για τους νεότερους θα έχει κάποιο ενδιαφέρον να μάθουν για την τότε εκπαίδευση. Προσοχή, όμως! Αποφύγετε τις συγκρίσεις με το σήμερα, για να μην αρπάξετε καμιά βαριά κατάθλιψη.

Στην κοινωνία επικρατούσε το αξίωμα «άνθρωπος αγράμματος, ξύλο απελέκητο». Η φοίτηση στη στοιχειώδη εκπαίδευση, προκειμένου να καταπολεμηθεί ο αναλφαβητισμός, ήταν υποχρεωτική. Και για να γίνει πιο προσιτή στις μάζες περιορίστηκε το δημοτικό από εξατάξιο σε τετρατάξιο. Τις δύο κομμένες τάξεις τις πρόσθεσαν στο γυμνάσιο, κάνοντάς το οκτατάξιο. Τα σχολεία λειτουργούσαν από 1η Οκτωβρίου έως τα μέσα Ιουνίου τα γυμνάσια, ενώ τα δημοτικά ξεκινούσαν μία εβδομάδα νωρίτερα. Με νόμο του Μεταξά επιβλήθηκε στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση η δημοτική γλώσσα. Έτσι τα παιδιά διαιώνιζαν από μωρά τον γλωσσικό μας χαβαλέ…

Καθώς θα πήγαινα για πρώτη μου φορά σχολείο, αποχαιρετώντας μια για πάντα την ανέμελη ζωή, με πήρε ο παππούς μου να πάμε να ψωνίσουμε τα σχολικά. Πήγαμε στο κατάστημα Μαδεράκη, στην οδό Αιόλου, απ’ όπου μου αγόρασε μια μπλε ποδιά και ένα λευκό γιακαδάκι. Τότε, στο δημοτικό, αγόρια και κορίτσια φορούσαν υποχρεωτικά πάνω από τα ρούχα τους μπλε ποδιά. Με την ενδυματολογική αυτή ισοπέδωση τα αγόρια ξεχώριζαν εμφανισιακά απ’ τα κορίτσια μονάχα από τα… μαλλιά. Οι μπόμπιρες τα είχαν κομμένα σύρριζα, ενώ τα κορίτσια είχαν μπούκλες και κοτσίδες. Κατόπιν πήγαμε στο χαρτοπωλείο Καργιωτάκη, στην οδό Ευριπίδου, και αγοράσαμε έναν λιλιπούτειο χαρτοφύλακα, ένα μολύβι Faber No 2, ξύστρα, γομολάστιχα και την απαραίτητη πλάκα με το σχετικό μολυβδοκόνδυλο. Δεν γνωρίζω το υλικό από το οποίο ήταν κατασκευασμένη, πάντως ήταν εύθραυστη. Ήταν μαύρη, με οριζόντιες λευκές γραμμές, για γράψιμο κείμενου από τη μια πλευρά, και με τετραγωνάκια για πράξεις αριθμητικής από την άλλη. Όλες είχαν το ίδιο μέγεθος και ήσαν πλαισιωμένες από μια πλατιά ξύλινη κορνίζα, όπου σε ένα σημείο της υπήρχε μια τρύπα, απ’ όπου έδεναν ένα βρεμένο σφουγγαράκι για να σβήνεις τα γραψίματα.

Με πολύ μεγάλη χαρά αλλά και με υπερηφάνεια, ανάμικτη με έναν αδιόρατο φόβο, φόρεσα συγκινημένος την ποδιά και το λευκό κολάρο. Πήρα στη πλάτη σαν γυλιό την τσάντα με τα συμπράγκαλα και κρατώντας τη μητέρα μου από το χέρι ξεκινήσαμε για το σχολείο. Ήταν ακριβώς απέναντι, αλλά έπρεπε να περάσουμε τη «σκοτώστρα» λεωφόρο Συγγρού κι έτρεμε η ψυχούλα μας στο πέρασμά της. Το σχολείο ήταν ένα απλό μονώροφο κτίριο. Οι γονείς είχαν φέρει τα πρωτάκια τους, που ήσαν ξενερισμένα και μερικά κλαίγανε. Πολλές μαμάδες παραμένανε κοντά τους στην αυλή για να τους δίνουν κουράγιο. Δίπλα στην κα­γκελόπορτα ήταν η παράγκα-θυρωρείο του κυρ Θόδωρου. Πρόσεχε τα παιδιά, χτύπαγε την κουδούνα για έναρξη – λήξη – διάλειμμα και πουλούσε κουλούρια και καραμέλες Τσάρλεστον. Φεύγοντας από το σπίτι, ο πατέρας μού έδινε μια δραχμή για να αγοράσω στο διάλειμμα κουλούρι, όμως εγώ αγόραζα καραμέλες.

Μπήκαμε στην τάξη. Κάτσαμε στα θρανία μας. Ήμασταν μαθητούδια, γύρω στα 15 αγόρια και κορίτσια… Στην αρχή μας μάθανε ποιηματάκια, που -πιστέψτε με- τα θυμάμαι ακόμη. Θυμάμαι το «Φεγγαράκι μου λα­μπρό, φέγγε μου να περπατώ, να πηγαίνω στο σχολειό…», θυμάμαι πως «Στο βουνό ψηλά εκεί, ειν’ εκκλησιά ερημική» αλλά και τον «Βοριά που τα αρνάκια παγώνει…». Τα μαθαίναμε απ’ έξω και τα απαγγέλαμε σαν χορωδία. Κάναμε γυμναστική και μαθαίναμε βηματισμό τραγουδώντας το «Περνάει ο στρατός της Ελλάδος φρουρός!». Μαθαίναμε δημοτική ποίηση, για τον «Μενούση, τον Μπιρμπίλη, και τον Μεχμέτ Αγά». Και, επ’ ευκαιρία, μας μιλούσε η δασκάλα για τους Τούρκους, τους προαιώνιους εχθρούς μας, που για 400 χρόνια κρατούσαν σκλαβωμένη την πατρίδα μας. Μας μίλησε για την ʼγια Σοφιά και τον Μαρμαρωμένο Βασιλιά, που κάποτε θα ξυπνήσει να την ελευθερώσει. Μας μίλησε για την Κόκκινη Μηλιά και πώς σπιθαμή με σπιθαμή απελευθερώσαμε την Ελλάδα πολεμώντας. Μας έμαθε τον Ηρακλή και τους άθλους του, τον Θησέα και τον πατέρα του Αιγαία, από τον οποίον ονομάστηκε Αιγαίο το πέλαγος. Μας είπε για τον Δαίδαλο και τον Ίκαρο, για τον βασιλιά της Κρήτης Μίνωα, τον Μινώταυρο, και τον Λαβύρινθο, εξυμνώντας την Αριάδνη που βοήθησε τον Θησέα με τον μίτο της. Έκανε χιούμορ με τον «μίτο» και τον «μύτο». Γέλασε η τάξη, εκτός απ’ τους μπουμπούνες. Και φυσικά μας έμαθε για τον Αδάμ και την Εύα, για τον πύργο της Βαβέλ, τον Ιωνά που τον κατάπιε η ψαρούκλα και τον κατακλυσμό με το περιστέρι.

Τα παιδικά αφτάκια μας άκουγαν πράγματα που δεν είχαμε ξανακούσει και διδαχθήκαμε εξ απαλών ονύχων την αγάπη και το καθήκον για την πατρίδα. Βαθιά στην ψυχή μας χαράχτηκε πως πρέπει να είμαστε υπερήφανοι που γεννηθήκαμε Έλληνες!


Σχολιάστε εδώ