Εξευρωπαϊσμός της Τουρκίας ή εκτουρκισμός της ΕΕ;
Η συζήτηση έχει πλέον ανοίξει, με την ʼνγκελα Μέρκελ, που θεωρείται δεδομένη η επανεκλογή της στη θέση της καγκελαρίου, να δεσμεύεται ότι θα ζητήσει από τους ομολόγους της στην επόμενη Σύνοδο Κορυφής να αντιμετωπίσουν τη νέα κατάσταση που διαμορφώνεται με την Τουρκία και να διακοπούν οι ενταξιακές διαπραγματεύσεις.
Καθώς αυτό που επείγει είναι η έναρξη των συζητήσεων για αναβάθμιση και επέκταση της Συμφωνίας Τελωνειακής Ένωσης -ήδη υπήρχε απόφαση, ύστερα από πρόταση της Κομισιόν-, μένει να αποδειχθεί εάν το Βερολίνο θα επιμείνει στη σκληρή γραμμή που εκφράσθηκε από την κ. Μέρκελ, η οποία τόνισε ότι «η Τελωνειακή Ένωση είναι εκτός συζήτησης» όσο στην Τουρκία δεν υπάρχει κράτος δικαίου.
Στην Ευρώπη το κλίμα όμως είναι αρκετά διαφορετικό. Ο ίδιος ο γάλλος Πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν (στη συνέντευξή του στην «Καθημερινή») τονίζει ότι η Τουρκία είναι ένας ζωτικός εταίρος της ΕΕ και οι σχέσεις πρέπει να διατηρηθούν, αν και παραδέχεται τα προβλήματα που δημιουργεί η Τουρκία το τελευταίο διάστημα. «Θέλω όμως να αποφύγουμε τη ρήξη, γιατί η Τουρκία είναι ένας ζωτικός εταίρος σε πολλές κρίσεις που αντιμετωπίζουμε, ειδικά τη μεταναστευτική πρόκληση και την τρομοκρατική απειλή», είπε ο κ. Μακρόν.
Στο Ταλίν μάλιστα, την Πέμπτη, όπου συνεδρίασαν οι υπουργοί Εξωτερικών της ΕΕ, ο ΥΠΕΞ της προεδρεύουσας Εσθονίας αλλά και της Φιλανδίας και της Λιθουανίας έσπευσαν να διαχωρίσουν τη θέση τους από το Βερολίνο, τασσόμενοι υπέρ της συνέχισης των ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την Τουρκία.
Έτσι, το ντιμπέιτ για το μέλλον των ευρωτουρκικών σχέσεων αναμένεται να είναι σκληρό, την ίδια στιγμή που ο Ερντογάν κατηγορεί το Βερολίνο και τη Βιέννη για «ναζισμό».
Το νέο κλίμα όμως στα ευρωτουρκικά επηρεάζει άμεσα την Αθήνα και τη Λευκωσία, που τις τελευταίες δεκαετίες είχαν κάνει στρατηγική επιλογή της χρήσης του «ευρωπαϊκού όπλου», ώστε να συγκρατηθεί η Τουρκία και να υποχρεωθεί σε μια εποικοδομητική στάση στο Κυπριακό και στα ελληνοτουρκικά.
Βεβαίως, πολλές φορές η πίεση λειτούργησε αντίστροφα και όχι προς την Τουρκία. Το 1995, ουσιαστικά, η άρση του ελληνικού βέτο στη Συμφωνία της Τελωνειακής Ένωσης με την Τουρκία, για την οποία πίεζαν οι εταίροι, έγινε όχι με υποχωρήσεις της Τουρκίας, αλλά με την αποδοχή, εκ μέρους των εταίρων, της έναρξης ενταξιακών διαπραγματεύσεων της Κύπρου.
Το 2005 οι ενταξιακές διαπραγματεύσεις της Τουρκίας με την ΕΕ ξεκίνησαν αφού τέθηκε ως όρος η επέκταση του πρωτοκόλλου εφαρμογής της Τελωνειακής Ένωσης και προς την Κύπρο. Υποχρέωση με την οποία δεν έχει συμμορφωθεί ακόμη η Τουρκία, υποχρεώνοντας τη Λευκωσία σε μπλοκάρισμα μιας σειράς κεφαλαίων των ενταξιακών διαπραγματεύσεων.
Η Αθήνα κάθε άλλο παρά έχει δει να αποδίδει χειροπιαστά αποτελέσματα η στρατηγική επιλογή της διασύνδεσης των ευρωτουρκικών με τις ελληνοτουρκικές σχέσεις και κυρίως την απόρριψη εκ μέρους της Τουρκίας όλων των αμφισβητήσεων της ελληνικής κυριαρχίας
Στα Ίμια η ΕΕ κράτησε επαμφοτερίζουσα στάση, στην καθημερινή αμφισβήτηση των ελληνικών συνόρων περιορίζεται σε μια νερωμένη αναφορά στην ετήσια έκθεση της Κομισιόν, ενώ το casus belli εναντίον κράτους-μέλους της ΕΕ, που προέρχεται από υποψήφιο προς ένταξη κράτος, παραμένει σε πλήρη ισχύ.
Η ΕΕ μάλιστα αποφεύγει να εγγυηθεί το μείζον θέμα της οριοθέτησης θαλασσίων ζωνών μεταξύ της Ελλάδας και της Κύπρου, όπως θα όφειλε να πράξει, καθώς αφορά την εφαρμογή του Διεθνούς Δίκαιου της Θάλασσας μεταξύ δύο κρατών-μελών, που θα επισημοποιήσει τη διεύρυνση της ευρωπαϊκής επικράτειας σε μια κρίσιμη περιοχή, λόγω των ενεργειακών εξελίξεων αλλά και λόγω Μεταναστευτικού.
Έτσι, σήμερα, Αθήνα και Λευκωσία βρίσκονται στην αμήχανη θέση να υποστηρίζουν την ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας, στηριζόμενες στο επιθυμητό και ιδεατό: Ότι κάποτε μπορεί αυτή η διαδικασία να μετατρέψει την Τουρκία σε ένα σύγχρονο, κοσμικό, ευρωπαϊκό, δημοκρατικό κράτος, που δεν θα αποτελεί μόνιμη εστία τριβών και αντιπαραθέσεων με τους γείτονες.
Αλλά αυτή η επιθυμία κάθε άλλο παρά μπορεί να αλλάξει την πραγματικότητα. Οι ευρωτουρκικές σχέσεις δεν απέτρεψαν ούτε τα πραξικοπήματα στην Τουρκία, ούτε τη βίαιη καταστολή των Κούρδων, ούτε τις μαζικές και βάναυσες παραβιάσεις ανθρωπίνων και δημοκρατικών δικαιωμάτων, ούτε τις απειλές εναντίον των γειτόνων της. Και τελικά με την ηγεσία του Ερντογάν η χώρα στρέφεται όλο και περισσότερο προς ανατολάς, σε ένα μεσανατολικό πρότυπο, που κάθε άλλο παρά συμβαδίζει με τις ευρωπαϊκές αξίες και αρχές. Η Τουρκία μάλιστα αντιμετωπίζει τα ελληνοτουρκικά και το Κυπριακό ως ενοχλητικά θέματα, τα οποία πιστεύει ότι μπορεί να διαχειρισθεί εκτός πλαισίου διεθνούς δικαίου και διεθνούς νομιμότητας.
Οι επιλογές που έχουν Αθήνα και Λευκωσία είναι λίγες και η δυνατότητα διαμόρφωσης των εξελίξεων στα ευρωτουρκικά πολύ περιορισμένη.
Διότι πλέον, ο Ερντογάν, εφόσον επιτύχει την απρόσκοπτη συνέχιση των ευρωτουρκικών σχέσεων, υποχρεώνοντας τους Ευρωπαίους να «καταπιούν» όσα συμβαίνουν τους τελευταίους μήνες τόσο στο εσωτερικό όσο και στην εξωτερική πολιτική της Τουρκίας, τελικά επιτυγχάνει το αντίθετο από το επιδιωκόμενο από τους Ευρωπαίους αποτέλεσμα: Αντί για εξευρωπαϊσμό της Τουρκίας, επιβάλλει τον εκτουρκισμό της ΕΕ. Ή, τουλάχιστον, την de facto αποδοχή μιας αυταρχικής, ισλαμοσυντηρητικής, επιθετικής και αναθεωρητικής δύναμης ως ισότιμου εταίρου της ΕΕ…
Κωνσταντίνος Τσάκαλος