ΑΚΡΑ ΤΟΥ ΤΑΦΟΥ ΣΙΩΠΗ ΣΤΟΝ ΚΑΜΠΟ ΒΑΣΙΛΕΥΕΙ ΛΑΛΕΙ ΠΟΥΛΙ ΒΡΙΣΚΕΙ ΣΠΥΡΙ ΚΙ Η ΜΑΝΑ ΤΟ ΖΗΛΕΥΕΙ
ʼς γίνουμε όλοι μας πουλιά
παιδιά τών σατανάδων
άς διώξουμε τό κλεφτουριό
πρός χάριν τών μανάδων.
Οι τάφοι γεμιστήκανε
οι Εκκλησιές πληθαίνουν
καί μένουνε αμέτρητοι
εκείνοι πού πεθαίνουν.
Τόν άνεμο μάς κλέψανε
καί τήν βροχή επίσης
καί τ άστρα βυθιστήκανε
στά άδυτα τής Δύσης.
Κάποια φεγγάρια δίβουλα
μικραίνουν κάθε βράδυ
καί μάς αφήνουν σκοτεινιά
όλους, αλλιώς: κοπάδι.
Μικρά παιδιά σκοτώνονται
μεγάλοι τυραννιούνται
καί πεινασμένοι φεύγουνε
όσοι εδώ γεννιούνται.
Μεγάλη η κατηφοριά
ο δέ γκρεμός μπροστά μας
ένα χαστούκι είν η ζωή
καί τίποτε δικά μας.
Θεοί πιά δέν υπάρχουνε
ληστές καραδοκούνε
ακόμα καί τά σπίτια μας
ληστές τά κατοικούνε.
Ακούω μόνο προσευχές
λυγμούς τών παραπόνων
τά θαύματα χαθήκανε
στά βάθη τών αιώνων.
Οι Τράπεζες μάς έστρωσαν
τόν τελευταίο δείπνο
καί έτσι μάς βυθίσανε
στής κλαψουριάς τόν ύπνο.
Καί οι Ολύμπιοι Θεοί
χάθηκαν και πού νά ναι
στίς «εκκλησιές» τους ερημιά
καί κόρακες λαλάνε.
Τής Ιστορίας τό ΤΑΧΙ
κείτεται σέ μιά μάντρα
στής ερημίας τό μαντρί
δέν βρίσκεις έναν άντρα.
Πάω κι εγώ στήν άβυσσο
γιά νά ντυθώ στα μαύρα
αλλά μού είπανε, εκεί,
είναι τού χάους Χάβρα.
Όταν θά ξυπνήσουμε, τό χώμα
θά είναι πολύ βαρύ
γιά νά τό σηκώσουμε
καί νά βγούμε. Ο διάβολος
ή Σατανάς,
μάς σκέπασε μέ πλάκες
τσιμέντου.
Ζητούνται Εργολάβοι.