ΤΩΝ ΛΥΚΩΝ ΤΟ ΚΥΝΗΓΙ ΣΑΝ Ο ΗΛΙΟΣ ΘΑ ΦΥΓΕΙ

ΟΙ ΑΝΥΠΟΨΙΑΣΤΟΙ
Έβγαινε κάποτε ο ήλιος
στην Αθήνα
και μας φώτιζε
κι ύστερα μια ζεστή βροχούλα
μας επότιζε
Επότιζε τα άνθη μας
κι ανθίζανε τα λάθη μας
•••
Έτσι περάσαμε
στην άβυσσο της μοναξιάς
σε σπίτια παραλληλεπίπεδα
έχοντας για ιδανικά
μια θέση στο δημόσιο
και άλλη μια στα γήπεδα
•••
Έβγαινε νύχτα η αγάπη
στα δασάκια
και φιλιότανε
μʼ από λεπτή κλωστούλα
η ζωή κρεμότανε
Ώσπου μια μέρα έσπασε
και καταιγίδα ξέσπασε
•••
ΕΙΔΑ ΠΑΙΔΙΑ
Μια μέρα που ο ήλιος
είχε φύγει
για τα ταξίδια του τα μακρινά,
μια νύχτα που η μέρα
ήταν λίγη
βγήκα στης πόλης τα μικρά στενά.
•••
Είδα παιδιά, αργόσχολους
και ξένους
είδα γυναίκες με μάτια
σκοτεινά,
βρήκα μια πόλη
όλο πικραμένους
μα την αγάπη δεν βρήκα
πουθενά.
•••
Μπήκα σε σπίτια,
μπήκα σʼ εκκλησίες
μπήκα σε τράπεζες
και μαγαζιά,
δείπνησα με φωνές
και φασαρίες
και με τρελούς που μίλαγαν σοφά.
•••
ΒΑΡΕΘΗΚΑ ΤΗ ΜΟΝΑΞΙΑ
Βαρέθηκα τη μοναξιά
με ούζο και τσιγάρο
να ʼχω την τρέλα μου δεξιά
κι αριστερά το χάρο.
•••
Έναν περίπατο θα βγω
κάτω στην παραλία
όταν θα φεύγουν από ʽδω
μες στον καπνό τα πλοία.
•••
Ο ουρανός θεόρατος
και ο Θεός αόρατος.
•••
Κι εσύ με τους ωκεανούς
στα μάτια ξαπλωμένους
να ʼσαι εδώ κι αλλού ο νους
σαν τους ξεριζωμένους.
•••
Δίνεις αγάπη ρεφενέ
ξενύχτι και καφέδες
μοιάζεις με σέρτικο αμανέ
που κλαίει στους τεκέδες.
•••
ΕΔΩ ΠΟΥ ΚΑΘΟΜΑΙ
Εδώ που κάθομαι
κι όλο κοιτάζω
βλέπω την έρημο
κι αναστενάζω,
φυσάει μάνα μου
ένας λεβάντες
κι από τα άλογα ρίχνει τους άντρες.
•••
Μπροστά η αγάπη σου
σαν τον χειμώνα
πίσω τα χρόνια μου
κι η Δραπετσώνα.
Μπροστά τα χείλη σου
δροσιά γεμάτα
πίσω η δίψα μου
κι η Καλαμάτα.
•••
Χτυπούν τα σήμαντρα
και οι καμπάνες
άντρες καπνίζουνε
και κλαίνε μάνες
απόψε ήρθανε τα πάνω κάτω
κι ένας νεκρόδειπνος είνʼ το Σαββάτο.
.……………………………………
Όλοι κοιτάζουμε ψηλά,
αναλφάβητοι
και μοιρολάτρες,
είναι μεσάνυχτα
και ψάχνουμε τον ήλιο.
Μα ο ήλιος
μάς έχει εγκαταλείψει.
Τώρα έρημοι
ανάβουμε κεριά
στη μνήμη μας.


Σχολιάστε εδώ