Αναπολήσεις
Σε μιαν απόσταση όση πιάνει το μάτι, η Καλαμαριά είναι μια νεκρή πολιτεία. Ψυχή δεν κυκλοφορεί, ψυχή δεν κάθεται σε μπαλκόνι. Μονάχα πολυκατοικίες με τέντες κατεβασμένες και παράθυρα κλειστά συναντά η ματιά σου. Προφανώς άναψαν το κλιματιστικό και βλέπουνε τηλεόραση.
«Ο πολιτισμός στο σπίτι», που θα ʼλεγε και η διαφήμιση…
Κάθομαι και αναπολώ. Αναπολώ ημέρες ευτυχισμένες, που λέει κι ο φτωχός ο Αλιγκέρι, και αβίαστα διαγράφεται στα χείλη μου ένα πικρό χαμόγελο. Αναπολώ σκηνές από τα περασμένα, με πρωταγωνιστή την αφεντιά μου.
Επιτρέψτε μου, σαν παραμύθι, να αφηγηθώ σήμερα ένα από αυτά τα περασμένα, μιας και το καλοκαίρι, που ακόμη «ζει», αποζητά κάτι ανάλαφρο. Είναι μια ιστορία κοινή, ανάμεσα σε δύο κοινούς ανθρώπους, που συνέβη ένα κοινό καλοκαιριάτικο βράδυ.
Βρισκόμαστε στα 1953. Εκείνος -δηλαδή εγώ- είναι φαντάρος. Αλλά φαντάρος περιωπής. Φρεσκοσιδερωμένος, γυαλισμένος, σενιαρισμένος. Ούτε υπασπιστής του βασιλέως την 25η Μαρτίου να ήμουνα. Τότε, με τον πόλεμο και το κατοπινό αντάρτικο, οι ένοπλες δυνάμεις ήσαν πολύ στο χάι τους. Εκείνη, η Λιλίκα, ήταν μια πρόσφατη γνωριμία. Μαζί γράφαμε την ιστορία μας. Ήταν πραγματικά μια πολύ αξιόλογη κοπέλα και χαιρόσουν τη γοητευτική παρέα της. Δύο λατρείες κουβαλούσε στην ψυχή, έως τα βαθιά γεράματά της. Την αγάπη της για το φεγγάρι και τις… γάτες. Έτσι και εγώ, της έκανα το χατίρι (καινούργιο κοσκινάκι γαρ) και συμφώνησα να πάμε να ρομαντζάρουμε και να απολαύσουμε εκείνο το λαμπερό αυγουστιάτικο φεγγάρι. Από την Ακαδημία πήραμε το λεωφορείο που έγραφε «Αθήναι- Γλυφάδα- Βούλα». Με μιαν υπέροχη διαδρομή, που δεν καταλάβαμε για πότε φτάσαμε, κατεβήκαμε σε μια στάση μετά το αεροδρόμιο που λεγότανε τότε «Χασάνι». Έρεβος και ερημιά. Από μακριά ακουγόταν ένα τριζόνι.
Εάν η γη ήταν επίπεδη, ακριβώς εκεί έπρεπε να είναι το τέλος της. Προχωρήσαμε πιασμένοι αγκαζέ και φτάσαμε στην ακρογιαλιά, όπου κυριαρχούσε απόλυτη γαλήνη. Το κυματάκι άφηνε έναν ανεπαίσθητο φλοίσβο με αφρούς, καθώς έγλυφε τα βραχάκια. Παντού απλωνόταν εκείνη η μοναδική μυρωδιά της θάλασσας, που συναντάς όταν βρεθείς κάπου απόμερα. Στο βάθος τρεμόσβηναν τα πυροφάνια από τα λίγα γρι-γρι που είχαν βγει για το μεροκάματο. Και το λαμπερό φεγγάρι έκανε τη νύχτα μέρα. Ήταν όλα τόσο όμορφα, που μόνον ένας μεγάλος ποιητής θα μπορούσε, ίσως, να περιγράψει με λόγια την ομορφιά τους. Περιπατούσαμε αμίλητοι, μαγεμένοι. Είναι στιγμές που, μπροστά στο θεϊκό που ζεις, χάνεις τη λαλιά και σιωπηλός ρουφάς τη μαγεία. Σε κάποια απόσταση υπήρχε μια παράγκα με μια λάμπα λουξ κρεμασμένη στα ψηλά, που φώτιζε τα τριγύρω. Τρία-τέσσερα τραπεζάκια βρίσκονταν απλωμένα στην άκρη του κύματος. Ήταν ένα από εκείνα τα κλασικά ταβερνάκια, τα σπαρμένα, όπου άγγιζε η στεριά τη θάλασσα. Ένα γραμμόφωνο με χωνί γρατζούνιζε σε δίσκο 78 στροφών το
«Λίγα λουλούδια αν θέλεις στείλε μου…». Όλα ήσαν τόσο γραφικά και πρωτόγονα. Αποφασίσαμε να καθίσουμε, αν και δεν υπήρχε άλλος πελάτης. Ο ταβερνιάρης, ένας τύπος βαρύμαγκα, μας υποδέχθηκε δύσθυμος. Ρωτήσαμε, χαζά χαζά, αν έχει μαριδούλες και καλαμαράκια. «Μόνον σαφρίδια», αποκρίθηκε κοφτά. Ανάγκα και θεοί πείθονται. Πιάσαμε ένα κάπως απόμερο τραπέζι. Παραγγείλαμε μια μπύρα ώσπου να ετοιμαστούν τα ψάρια και παραδοθήκαμε εξαϋλωμένοι στη σελήνη. Της σιγοτραγούδησα στο αφτί: «…Θα ʽρθω μια νύχτα με φεγγάρι να σε ξυπνήσω, θα ʽρθω μια νύχτα με φεγγάρι να σου πω πόσο αλήθεια σʼ αγαπώ!».
«Και γιατί δεν μου το λες τώρα, μην ξυπνήσεις και τον αδελφό μου;», είπε γελώντας. Εκείνη τη στιγμή ήρθε ο μαγαζάτορας με ένα πλοκάμι από χταπόδι στο πιάτο. Μόλις καψαλισμένο άχνιζε στη φεγγαράδα. «Το φύλαγα για πάρτη μου», μας είπε, «για το αυριανό ουζάκι μου, αλλά σας το κερνάω επειδή σας συμπάθησα…». Σε λίγο έφερε ένα ποτήρι ακόμη και τρεις μπύρες. «Τις κερνάει το κατάστημα», δήλωσε, και απρόσκλητος έκατσε πλάι μας. Αποζητούσε λίγη παρεούλα ο έρημος. Γέμισε τα ποτήρια, είπε «εβίβα» και άρχισε να μας εξιστορεί τον βίο του. Γεννήθηκε στους Μολάους. Ο πατέρας του ήταν κλητήρας στην κοινότητα. Είχαν σχέσεις με την υψηλή κοινωνία. Οι Μαυρομιχαλαίοι μπαινόβγαιναν σπίτι τους, μοναχά στις εκλογές βέβαια. Είχε δύο αδέρφια που σκοτώθηκαν στον εμφύλιο. Υπηρέτησε χωροφύλακας. Τη γυναίκα του την «έκλεψε», για να μην προλάβει και την πάρει κανένας άλλος…
Απότομα σταμάτησε, καθώς παρκάρισε παραπέρα μια μαύρη Σιτροέν, από εκείνες που βλέπουμε στις γαλλικές αστυνομικές ταινίες. Ένας τύπος με σκούρο παντελόνι και ανοιχτόχρωμο μπλέιζερ -λελές ή λαμόγιο- κατέβηκε και άνοιξε την πόρτα στη μανταμίτσα. Ο ταβερνιάρης σχολίασε: «Να ξέρεις. Όταν αυτός κατεβαίνει και ανοίγει την πόρτα να βγει η κερία, ή το αμάξι είναι καινούργιο ή η κερία!»
Ένα παρατεταμένο κουδούνισμα τηλεφώνου μάς προσγείωσε στη μιζέρια. Στη βεραντούλα μου…