ΣΤΙΓΜΕΣ ΑΜΟΙΡΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ ΣΤΟΝ ΙΕΡΟ, ΑΛΛΑ ΣΑΠΙΟΝ ΤΟΠΟΝ
ΘΑΝΑΤΟΣ ΣΤΗ ΛΑΧΑΝΑΓΟΡΑ
Μέσα στη Λαχαναγορά
μια νύχτα με το γκάζι
βγάζει ένας κλέφτης
δυο χαρτιά
κι αρχίζει να διαβάζει.
•••
Λογαριασμοί και σφάλματα
και χρόνια χαλασμένα
τα πάθη του σαν τάματα
περνούν ξεθωριασμένα.
Καθώς κοιτά θυμήθηκε
καθώς κοιτά ξεχνιέται
κανείς δεν τον λυπήθηκε
κι αυτός αποκοιμιέται.
•••
Μέσα στη Λαχαναγορά
το γκάζι όταν σβήνει
βγαίνει ο αγέρας και σκορπά
καπνό και ασετιλίνη.
•••
Τον πιάνει το παράπονο
και στʼ αναφιλητό του
ζητά να του ʼρθει πληρωμή
αυτό που ʼναι γραφτό του.
Την νύχτα φεύγει σαν πουλί
τα δυο του μάτια κλείνει
η φλόγα τρέμει της ζωής
κι όταν χαράξει σβήνει.
•••
ΨΗΛΑ ΣΤΗΝ ΑΚΡΟΚΟΡΙΝΘΟ
Ψηλά στην Ακροκόρινθο
στους βράχους κρεμασμένος
ο ήλιος εσταμάτησε
βαρύς και κουρασμένος.
•••
Και στον στρατώνα
μες στο χειμώνα
και στο βαρδάρη
πιάνουνε την άκρη
και κλαίνʼ με δάκρυ
κάτι φαντάροι.
•••
Ψηλά στην Ακροκόρινθο
στον πιο μεγάλο βράχο
ένα φεγγάρι στάθηκε
αμίλητο, μονάχο.
•••
Ψηλά στην Ακροκόρινθο
σαν το πουλί πιασμένο
ένα φεγγάρι στάθηκε
βαρύ και κουρασμένο.
•••
Και στον στρατώνα
μες στον χειμώνα
κλείνει το στόμα
ένας στρατιώτης
-παλιός στρατιώτης-
και κλαίει ακόμα.
•••
Ψηλά στην Ακροκόρινθο
την ώρα που βραδιάζει
ένα πουλί, μαύρο πουλί
σαν άνθρωπος στενάζει.
•••
ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΕΝΗ
Είκοσι χρόνια με ρωτάς
ποιος πήρε την Ελένη
μα εκείνη μόνη στο σχολειό
τον Πάρη περιμένει.
•••
Είκοσι χρόνια με ρωτάς
ποιον αγαπά η Ελένη,
είναι στη Σπάρτη, στα νησιά
στην Τροία παντρεμένη.
•••
Με ρωτούν για την Ελένη – αχ Ελένη!
Που είνʼ εικόνα δακρυσμένη – αχ Ελένη!
μα εγώ δεν απαντώ
την καρδιά μου τη σφραγίζω
και την πίκρα μου κεντώ.
•••
Είκοσι χρόνια με ρωτάς
πού θα βρεθεί η Ελένη
σαν ζωγραφιά στην εκκλησιά
ή σαν κερί αναμμένη.
•••
Είκοσι χρόνια με ρωτάς
πού θάψαν την Ελένη,
μπορεί στο Άργος στους αγρούς
μπορεί στην οικουμένη.
•••
ΝΥΧΤΕΡΙΝΟΣ ΑΓΓΕΛΟΣ
Κάθε πρωί μες στην
Αγιά Σοφιά
όταν κοιμούνται όλοι
βγαίνει ένας άγγελος να δει
βγαίνει να δει τη χαλασμένη Πόλη.
•••
Ψάχνει για φως
μες στα σκοτεινά
κι όπως γυρίζει μοναχός
είναι ένας άγγελος αετός
που μας κοιτάζει απʼ τα βουνά.
•••
Ένας καπνός το βράδυ
θʼ απλωθεί
τον κόσμο να σκεπάσει
κι όσα έχουν τώρα ξεχαστεί
σε μια γραφή θα σκύψει να διαβάσει.
•••
Νύχτα βαθιά πάνω απʼ τα νερά
φυσάει ο αγέρας δυνατός,
είναι ένας άγγελος αετός
που μες στον κόσμο προχωρά.
…………………………………………..
………………………………………….
Αλαλάζαμε ωσάν βαρβάτοι
πετεινοί
και μοιχεύαμε επί
των θηλυκών
ανήμπορων συντρόφων
στο κοτέτσι.
Και ήρθαν οι λύκοι.
Και βουλιάξαμε
στα περιττώματά τους.
ΧΑΙΡΕ, ΕΛΛΑΣ.