Η Παναγιά μας του καλοκαιριού!
Όλος ο λαός μας πλημμυρίζει τις εκκλησιές σε κάθε πόλη και χωριό της χώρας και τα έθιμα, για κάθε τόπο, αναρίθμητα, όπως τα φιδάκια που εμφανίζονται κάθε χρόνο στην περιοχή του Μαρκόπουλου καθώς και στα Αργίνια της Κεφαλονιάς από τη γιορτή της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος μέχρι τον Δεκαπενταύγουστο.
Αν είχαμε τη δυνατότητα να ενεργοποιήσουμε τα πνευματικά μας αισθητήρια, θα αντιλαμβανόμασταν ότι όλοι οι Έλληνες θα είχαμε συντονιστεί -αφήνοντας τη σκέψη και τη φαντασία μας να πετάξουν- σʼ ένα υπερκόσμιο αέναο τραγούδι, από την Κρήτη μέχρι τη Θράκη, από την Ήπειρο μέχρι την Πελοπόννησο και από τα Δωδεκάνησα μέχρι τα Επτάνησα.
Όλη η Ελλάδα, όλοι οι Έλληνες θα ήμασταν συγχρονισμένοι σʼ ένα υπέροχο Θεομητορικό τραγούδι, που δεν θα κουραζόμασταν να επαναλαμβάνουμε κάθε φορά και μαζί με τις εκκλησιές, τα μοναστήρια, τα ξωκλήσια του βουνού και του κάμπου θα γινόμασταν μέτοχοι μιας υπερκόσμιας πραγματικότητας.
Ενδεικτικό παράδειγμα της λατρείας και της πίστης του λαού μας στην Παναγιά είναι το μυθιστόρημα «Αναφορά στον Γκρέκο», του Νίκου Καζαντζάκη, αποσπάσματα του οποίου αναφέρονται ακολούθως: «Ο Αύγουστος ήταν για μένα, όταν ήμουν παιδί, κι είναι ακόμα, ο πιο αγαπημένος μου μήνας. Αυτός φέρνει, μαθές, τα σταφύλια και τα σύκα, τα πεπόνια, τα καρπούζια. Τον ονομάτισα Άγιον Αύγουστο. Αυτός ο προστάτης μου, έλεγα, σε αυτόν θα κάνω την προσευκή μου. Όταν θέλω τίποτα, από αυτόν θα το ζητώ, κι αυτός θα το ζητήσει από το Θεό, κι ο Θεός θα μου το δώσει. Και μια φορά πήρα νερομπογιές και τον ζωγράφισα. Έμοιαζε πολύ του παππού μου του χωριάτη. Τα ίδια κόκκινα μάγουλα, το ίδιο φαρδύ χαμόγελο, μα ήταν ξυπόλυτος μέσα σ’ ένα πατητήρι και πατούσε σταφύλια, και τα πόδια του ως τα γόνατα κι ως πάνω στα μεριά τα ‘χα ζωγραφίσει κόκκινα από το μούστο, κι είχα στεφανώσει το κεφάλι του με κληματόφυλλα…».
«Τον Αύγουστο ξάπλωναν και στους οψιγιάδες τα σταφύλια, να τα ξεράνει ο ήλιος να γίνουν σταφίδα. Μια χρονιά είχαμε πάει στο αμπέλι μας και μέναμε στο εξοχικό μας σπιτάκι.
Ο αγέρας μύριζε, η γης καίγουνταν, τα τζιτζίκια καίγουνταν κι αυτά, σα να κάθουνταν απάνω σε κάρβουνα αναμμένα. Τη μέρα εκείνη, της Κοίμησης της Παναγιάς, 15 Αυγούστου, οι εργάτες δε δούλευαν κι ο πατέρας μου κάθουνταν στη ρίζα μιας ελιάς και κάπνιζε. Είχαν έρθει γύρα οι γειτόνοι, που είχαν απλώσει κι αυτοί τη σταφίδα τους, κάπνιζαν πλάι στον πατέρα μου, αμίλητοι. Φαίνουνταν στενοχωρημένοι. Όλοι είχαν καρφώσει τα μάτια σ’ ένα συννεφάκι που ‘χε προβάλει στον ουρανό, κατασκότεινο, βουβό, και προχωρούσε. Είχα καθίσει κι εγώ κοντά στον πατέρα μου και κοίταζα το σύννεφο. Μου άρεσε. Σκούρο μολυβί, χνουδάτο, κι ολοένα μεγάλωνε, άλλαζε πρόσωπο και κορμί, πότε σα γεμάτο ασκί, πότε σα μαυροφτέρουγο όρνιο και πότε σαν τον ελέφα που είχα δει ζωγραφιά, κουνούσε την προβοσκίδα του κι έψαχνε ν’ αγγίξει κάτω της γης. Αεράκι χλιαρό φύσηξε, τα φύλλα της ελιάς ανατρίχιασαν. Ένας γείτονας πετάχτηκε όρθιος, άπλωσε το χέρι κατά το σύννεφο που προχωρούσε.
• Ανάθεμά το, μουρμούρισε, ο Θεός να με βγάλει ψεύτη, φέρνει τον κατακλυσμό!
• Δάγκασε τη γλώσσα σου, του ‘καμε ένας γέρος θεοφοβούμενος, δε θα το αφήσει η Παναγιά, σήμερα είναι της χάρης της.
Ο πατέρας μου έγρουξε, μα δεν έβγαλε άχνα. Πίστευε στην Παναγιά, μα δεν πίστευε πως η Παναγιά μπορεί να κουμαντάρει τα σύννεφα. Εκεί που μιλούσαν, ο ουρανός σκεπάστηκε. Οι πρώτες στάλες, χοντρές, ζεστές, άρχισαν να πέφτουν. Τα σύννεφα χαμήλωσαν, κίτρινες βουβές αστραπές καταξέσκιζαν τον ουρανό.
• Παναγιά μου, φώναξαν οι γειτόνοι, βοήθεια!
Όλοι πετάχτηκαν απάνω, κατασκόρπισαν, καθένας έτρεχε κατά το αμπέλι του, όπου είχε απλώσει τη σταφίδα της χρονιάς. Κι ως έτρεχαν, ολοένα και σκοτείνιαζε ο αγέρας, κρεμάστηκαν μαύρες πλεξούδες από τα σύννεφα, ξέσπασε η μπόρα. Γέμισαν τ’ αυλάκια, πήραν να τρέχουν οι δρόμοι σαν ποταμοί, φωνές ακούστηκαν γοερές από το κάθε αμπέλι. Άλλοι βλαστημούσαν, άλλοι φώναζαν την Παναγιά να τους λυπηθεί, να βάλει το χέρι της, και στο τέλος θρήνος ξέσπασε πίσω από τις ελιές στο κάθε αμπέλι. Ξέφυγα από το σπιτάκι, έτρεξα μέσα στη νεροποντή, παράξενη χαρά με είχε συνεπάρει, σα μεθύσι. Είχα φτάσει ως το δρόμο, δεν μπόρεσα να τον περάσω, ήταν ποταμός, και στάθηκα και κοίταζα: Μαζί με τα νερά κυλούσαν αγκαλιές αγκαλιές τα μεσοξεραμένα σταφύλια, ο μόχτος της χρονιάς, έτρεχαν κατά τη θάλασσα και χάνουνταν. Ο θρήνος δυνάμωνε, μερικές γυναίκες είχαν χωθεί ως τα γόνατα μέσα στα νερά και μάχουνταν να περισώσουν λίγη σταφίδα. Άλλες, όρθιες στην άκρα του δρόμου, είχαν βγάλει τις μπολίδες τους και συρομαδιούνταν.
Είχα γίνει μουσκίδι ως το κόκαλο, πήρα δρόμο κατά το σπιτάκι και μάχουμουν να κρύψω τη χαρά μου. Βιάζουμουν να δω τι θα ‘κανε ο πατέρας μου. Θα ‘κλαίγε, θα βλαστημούσε, θα φώναζε; Περνώντας από τον οψιγιά είδα πως όλη μας η σταφίδα είχε φύγει. Τον είδα να στέκεται στο κατώφλι, ακίνητος, και δάγκανε τα μουστάκια του. Πίσω του, όρθια, η μητέρα μου έκλαιγε.
• Πατέρα, φώναξα, πάει η σταφίδα μας!
• Εμείς δεν πάμε, μου αποκρίθηκε, σώπα!
Ποτέ δεν ξέχασα τη στιγμή ετούτη. Θαρρώ μου στάθηκε στις δύσκολες στιγμές της ζωής μου μεγάλο μάθημα. Αναθυμόμουν τον πατέρα μου ήσυχο, ασάλευτο, να στέκεται στο κατώφλι, μήτε βλαστημούσε μήτε παρακαλούσε μήτε έκλαιγε. Ασάλευτος κοίταζε τον όλεθρο κι έσωζε, μόνος αυτός, ανάμεσα σε όλους τους γειτόνους, την αξιοπρέπεια του ανθρώπου».