Η ονομασία και το γεωπολιτικό παιχνίδι της νέας σκοπιανής κυβέρνησης
Η κυβέρνηση Ζάεφ, που -όπως αποδεικνύεται- δεν έχει καθόλου διαφορετική προσέγγιση σε σχέση με τον Ν. Γκρούεφσκι για το θέμα της διαφοράς με την Ελλάδα, θεωρεί ότι μπορεί έτσι να συγκινήσει Ευρωπαίους και Αμερικανούς ώστε να παρακαμφθεί το ελληνικό βέτο με την επίκληση των υποτιθέμενων αρνητικών γεωπολιτικών συνεπειών που θα έχει η συνέχιση της διαφοράς.
Τα Σκόπια, έχοντας τουλάχιστον τυπικά λύσει το πρόβλημα με τον έτερο γείτονα, τη Βουλγαρία, και την υπογραφή του συμφώνου φίλιας, θεωρούν ότι θα αξιοποιήσουν όλο το διπλωματικό κεφάλαιο που διαθέτουν στη διαχείριση της εκκρεμότητας με την Ελλάδα.
Η υπουργός Άμυνας της χώρας Ρ. Σεκερίνσκα σε συνέντευξή της έστειλε το μήνυμα ότι «υπάρχει ανησυχία όσον αφορά τις πληροφορίες για την προσπάθεια της Ρωσίας να αναμειχθεί στις εσωτερικές υποθέσεις της χώρας» και επεσήμανε ότι «η ένταξη της ʽʽΜακεδονίαςʼʼ στο ΝΑΤΟ μπορεί να θέσει τέλος σε όλες αυτές τις προσπάθειες».
Η προσπάθεια να πεισθεί η διεθνής κοινή γνώμη ότι τα Σκόπια και ο νέος πρωθυπουργός Ζ. Ζάεφ είναι έτοιμοι για συμβιβασμό και για… αλλαγή ονόματος προκειμένου να ενταχθούν στο ΝΑΤΟ είναι εντελώς παραπλανητική.
Ο Ζ. Ζάεφ επαναλαμβάνει διαρκώς τη θέση που οδηγεί σε διπλή ονομασία, καθώς ζητά την ένταξη της χώρας του στο ΝΑΤΟ και έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την ΕΕ με το προσωρινό όνομα FYROM.
Είναι σαφές ότι δεν μπορεί να υπάρξει ελληνική κυβέρνηση που θα αποδεχθεί αυτήν τη «λύση» και η Αθήνα προς το παρόν αλλά και ο ίδιος ο Ν. Κοτζιάς έχουν διαμηνύσει σε όλα τα επίπεδα ότι αυτό δεν γίνεται αποδεκτό.
Καθώς το διάστημα μέχρι τον Δεκέμβριο θα είναι ιδιαίτερα δύσκολο, η επίσκεψη του Ν. Κοτζιά στις 31 Αυγούστου στα Σκόπια θα είναι κρίσιμη για τις διμερείς σχέσεις και τον τρόπο με τον οποίο θα συνεχισθεί η διαδικασία για την επίλυση της διαφοράς της ονομασίας.
Είναι σαφές πλέον ότι ο χρόνος είναι κατʼ εξοχήν εις βάρος της Ελλάδας και συνεπώς δεν πρέπει να δίνεται στη σκοπιανή πλευρά άλλοθι, είτε με ΜΟΕ είτε με άλλος τρόπους, να προβάλλει το «άριστο» επίπεδο των διμερών σχέσεων. Πέραν όλων των άλλων, αυτή η λογική, την οποία εν πολλοίς έχει υιοθετήσει η Βασιλίσσης Σοφίας, ουσιαστικά ακυρώνει όλα τα ελληνικά επιχειρήματα περί αλυτρωτισμού και υπονόμευσης των διμερών σχέσεων από το θέμα της ονομασίας.
Η επίσκεψη Κοτζιά επομένως δεν μπορεί να περιορισθεί και να εξαντληθεί σε ευχολόγια και σε ύμνους για τα ΜΟΕ. Πρέπει τώρα να καταλάβουν στα Σκόπια ότι πρέπει τώρα, μέσα στο επόμενο τρίμηνο, να επιδιώξουν οι ίδιοι λύση προκειμένου η χώρα τους να μη μετρήσει μια ακόμη χαμένη δεκαετία.
Σε ό,τι αφορά τις σχέσεις των Σκοπίων με τη Σόφια, η Συμφωνία Φιλίας και Συνεργασίας Βουλγαρίας – «Μακεδονίας» έχει ιδιαίτερα σημαντικά στοιχεία, τα οποία έχουν καταγραφεί από την Αθήνα.
Για τα Σκόπια είναι σημαντικό ότι υπάρχει αναφορά σε «λαό της ʽʽΔημοκρατίας της Μακεδονίαςʼʼ», κάτι που ερμηνεύεται από τη σκοπιανή ηγεσία ως βήμα αναγνώρισης του «μακεδονικού έθνους».
Η Βουλγαρία ήταν από τις πρώτες χώρες που αναγνώρισαν τη «Δημοκρατία της Μακεδονίας», αλλά ποτέ δεν αναγνώρισε «μακεδονική γλώσσα και μακεδονικό έθνος», διατηρώντας έτσι τη διεκδίκηση και τον αλυτρωτισμό έναντι των Σκοπίων, θεωρώντας τον σλαβόφωνο πληθυσμό ως μέρος του βουλγαρικού έθνους.
Το κείμενο της συμφωνίας κάνει λόγο για «κοινή ιστορία που συνδέει τις δύο χώρες και τους δύο λαούς».
Η αναφορά, επίσης, στη διοργάνωση κοινών εορτασμών κοινών ιστορικών γεγονότων και προσώπων είναι επίσης προβληματική για τα Σκόπια, που θεωρούν ότι η εξέγερση του Ίλιντεν επρόκειτο για την απαρχή του «Μακεδονισμού», ενώ, αντιθέτως, η Βουλγαρία θεωρεί ότι αποτελεί το σύμβολο της προσπάθειας επανένωσης του βουλγαρικού έθνους με την επιστροφή στη Βουλγαρία της γεωργικής περιοχής της «Μακεδονίας», που σήμερα κατέχει η ΠΓΔΜ.
Εκτός των δεσμεύσεων για σεβασμό των συνόρων και αποφυγή εχθρικής προπαγάνδας, η σκοπιανή ηγεσία, για πρώτη φορά επισήμως, δεσμεύθηκε να αποκηρύξει ουσιαστικά την ύπαρξη «μακεδονικής» μειονότητας στη Βουλγαρία. Η διάταξη του Συμφώνου Φίλιας είναι σαφής:
«Η ʽʽΔημοκρατία της Μακεδονίαςʼʼ επιβεβαιώνει ότι τίποτα από το Σύνταγμά της δεν μπορεί και δεν πρέπει να ερμηνεύεται ότι συνιστά ή κάποτε θα συνιστά βάση για ανάμειξη στα εσωτερικά πράγματα της Δημοκρατίας της Βουλγαρίας, με στόχο την προστασία του καθεστώτος και των δικαιωμάτων ατόμων που δεν είναι πολίτες της ʽʽΔημοκρατίας της Μακεδονίαςʼʼ».
Και ένα ακόμη χαρακτηριστικό δείγμα με το οποίο η βουλγαρική πλευρά επέμεινε στην κρίσιμη θέση της για μη ύπαρξη «μακεδονικής γλώσσας» είναι ότι η συμφωνία αναφέρει ότι υπογράφτηκε «στις επίσημες γλώσσες των συμβαλλόμενων πλευρών, στη ʽʽμακεδονικήʼʼ, σύμφωνα με το Σύνταγμα της ʽʽΔημοκρατίας της Μακεδονίαςʼʼ και στη βουλγαρική, σύμφωνα με το Σύνταγμα της Δημοκρατίας της Βουλγαρίας». Η ύπαρξη της «μακεδονικής» γλώσσας εξαρτάται δηλαδή από την αναφορά της στο Σύνταγμα της χώρας και δεν αποτελεί μια αυθύπαρκτη γλώσσα.
Σε ό,τι αφορά το ΝΑΤΟ, η δέσμευση της Βουλγαρίας για στήριξη της ένταξης της «Δημοκρατίας της Μακεδονίας» συνοδεύεται από τον όρο ότι αυτή η στήριξη θα γίνει σύμφωνα με τις «σχετικές αποφάσεις από τις Συνόδους Κορυφής του ΝΑΤΟ». Αυτό σημαίνει ότι ο κ. Ζάεφ αποδέχθηκε σιωπηρώς και την απόφαση της Συνόδου Κορυφής του Βουκουρεστίου, όπως επιβεβαιώθηκε αργότερα και από άλλες Συνόδους Κορυφής. Με την απόφαση αυτή έχει τεθεί ως προϋπόθεση για την ένταξη στο ΝΑΤΟ η προηγούμενη επίλυση της διαφοράς για το θέμα της ονομασίας.
Πάντως το Σύμφωνο Φιλίας δίνει έναν διπλωματικό αέρα στη σκοπιανή κυβέρνηση, τον οποίο θα επιχειρήσει να εκμεταλλευθεί έναντι της Ελλάδας.
Κωνσταντίνος Τσάκαλος