Βάζοντας το χέρι βαθιά στην πληγή
Μπορεί η συμφωνία με τους εταίρους να βελτίωσε το οικονομικό κλίμα, απομακρύνοντας τα ακραία σενάρια, εντούτοις η οικονομική «Οδύσσεια» της Ελλάδας δείχνει ότι δεν έχει τελειώσει, καθώς η συμφωνία με τους πιστωτές ήρθε σε συνδυασμό με έναν νέο γύρο δημοσιονομικής προσαρμογής (μείωση της συνταξιοδοτικής δαπάνης από το 2019 και μείωση του αφορολόγητου από το 2020), με υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα (3,5% μέχρι το 2022) και με τη γνωστή ρύθμιση του δημοσίου χρέους, που ουσιαστικά δημιουργεί πολλές αβεβαιότητες.
Ύστερα από εννέα χρόνια ύφεσης, εφτά χρόνια σε καθεστώς Μνημονίου και μεγάλου κοινωνικού και οικονομικού κόστους, διαδοχικές εκλογικές αναμετρήσεις και τρία πακέτα διάσωσης, στη διάρκεια των οποίων χάθηκε το 27% του ΑΕΠ και σε όρους αγοραστικής δύναμης το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της χώρας είναι σήμερα κατά 35% χαμηλότερο από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης. Τα στοιχεία ενεργητικού της χώρας (Δημοσίου, επιχειρήσεων και νοικοκυριών) έχουν υποστεί μείωση της αξίας τους περίπου στο 50% από την αρχή της κρίσης.
Η σχετική εξισορρόπηση των δύο μακροοικονομικών μεγεθών που αφορούν τα δημοσιονομικά και το εξωτερικό ισοζύγιο πραγματοποιήθηκε μέσω της δραματικής μείωσης του ΑΕΠ και συνεπώς των εισοδημάτων των ελλήνων πολιτών, δημιουργώντας παράλληλα μια τρομακτική ανισορροπία στην αγορά εργασίας (υψηλότατη ανεργία), η οποία, ειρήσθω εν παρόδω, δεν θεωρείται από την κυρίαρχη αντίληψη ως κατάσταση οικονομικής ανισορροπίας.
Ως αποτέλεσμα, παρά τα στοιχεία που δείχνουν ότι η ελληνική οικονομία έχει πλέον εισέλθει σε μια φάση σταθεροποίησης -αργή αποκλιμάκωση των υψηλών ποσοστών στατιστικής ανεργίας (η έντονη μετανάστευση του εργατικού δυναμικού αποκρύπτει το μέγεθος του προβλήματος, θυμίζοντας έντονα την πρώτη καραμανλική περίοδο 1956-1963, όπου η μαζική μετανάστευση συνέβαλε στη δραστική μείωση της ανεργίας), σταθεροποίηση των δημοσιονομικών μεγεθών (με την τρομακτική φορολογική απορρόφηση του εισοδήματος των πολιτών) και των αντίστοιχων του εξωτερικού ισοζυγίου (το οποίο εξαρτάται σε μέγιστο βαθμό από τις εισροές του τουρισμού και ταυτόχρονα συσχετίζεται αρνητικά με τους θετικούς ρυθμούς μεγέθυνσης της οικονομίας)-, δεν είναι δυνατόν να γίνει ακόμα λόγος για διατηρήσιμη ανάκαμψη της οικονομίας, αλλά μάλλον για αβέβαιη βραχυχρόνια σταθερότητα…
Τα νοικοκυριά πλήττονται παντοιοτρόπως. H δυνατότητα αποταμίευσης -απαραίτητη προϋπόθεση για ανάκαμψη της οικονομίας- είναι σχεδόν αδύνατη. Το διαθέσιμο εισόδημα δεν επαρκεί για την κατανάλωση και για τις υπόλοιπες υποχρεώσεις, οι οποίες, εν μέρει, χρηματοδοτούνται από τα υπάρχοντα περιουσιακά στοιχεία (μείωση καταθέσεων, ρευστοποίηση ακινήτων και άλλων περιουσιακών στοιχείων κ.ο.κ.).
Η στρεβλή φορολογία ακινήτων εξοντώνει τα μεσαία εισοδηματικά στρώματα, μέσω του συμπληρωματικού φόρου, οδηγώντας σε περαιτέρω απομείωση της αξίας της ακίνητης περιουσίας, σε αποποίηση κληρονομιών λόγω του φορολογικού βάρους, σε απαξίωση της αγοράς ακινήτων, σημαντικότατου παράγοντα για την οικονομική μεγέθυνση.
Οι ληξιπρόθεσμες φορολογικές υποχρεώσεις προς το κράτος συνεχίζουν να αυξάνουν, καθώς μειώνεται διαρκώς η φοροδοτική ικανότητα σε σχέση με το διαθέσιμο εισόδημα, λόγω της συνεχούς αύξησης της φορολογικής επιβάρυνσης.
Η εξυπηρέτηση καταναλωτικών και στεγαστικών δανείων γίνεται όλο και πιο προβληματική, με άμεσο κίνδυνο πολλά υπερχρεωμένα νοικοκυριά να απωλέσουν τα περιουσιακά τους στοιχεία αλλά και το τραπεζικό σύστημα να συνεχίσει να ταλανίζεται από τα μη αποτελεσματικά δάνεια.
Οι άνθρωποι της τρίτης ηλικίας, όλο και περισσότερο, ζουν με τον κίνδυνο της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού, καθώς οι συντάξεις συνεχώς περικόπτονται και οι δημόσιες υποδομές των κοινωνικών υπηρεσιών έχουν υποβαθμισθεί σε υπερθετικό βαθμό.
Το σύνολο των επιχειρήσεων λειτουργεί σε ένα δυσμενές επιχειρησιακό περιβάλλον που κάνει σχεδόν αδύνατη την ανάληψη επιχειρηματικών πρωτοβουλιών. Η ελλειμματική ζήτηση αποτελεί το κύριο και το βασικό πρόβλημα. Η έλλειψη ρευστότητας είναι η δεύτερη και σημαντική αιτία. Η αδυναμία του τραπεζικού συστήματος να προσφέρει το αγαθό για το οποίο έχει δημιουργηθεί επιβαρύνει τα μέγιστα τη στασιμότητα της οικονομίας. Μάλιστα, η συνεχιζόμενη απομόχλευσή του με τις συνεχείς πωλήσεις θυγατρικών του στην Ελλάδα (δες Εθνική Ασφαλιστική) και στα Βαλκάνια (σχεδόν έχουν πωληθεί όλες οι θυγατρικές τους) αφενός δείχνει την ανάγκη κάλυψης εσωτερικών αναγκών (κεφαλαιακή επάρκεια κ.λπ.) και αφετέρου σηματοδοτεί τη συγκυριακή του αδυναμία να χορηγήσει ρευστότητα στην οικονομία. Αν λάβουμε υπόψη και τα λεγόμενα «κόκκινα» δάνεια η εικόνα χειροτερεύει άρδην. Η επερχόμενη αναδιάρθρωση των επιχειρηματικών μη αποτελεσματικών δανείων θα συνεχίσει την απομόχλευση του τραπεζικού συστήματος, με προφανείς βραχυχρόνιες αρνητικές συνέπειες στην παραγωγή αλλά και στην απασχόληση, ενώ συγχρόνως θα μεταφέρει παρόντα και δυνητικό πλούτο στους νέους αγοραστές, εν είδει πρωταρχικής συσσώρευσης.
Οι μεταποιητικές επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν, επίσης, υπέρογκες επιβαρύνσεις κατά την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας. Το ενεργειακό κόστος, το κόστος δανεισμού, το μεταφορικό κόστος, το κόστος συμμόρφωσης με απαρχαιωμένες γραφειοκρατικές ρυθμίσεις, το κόστος απονομής δικαιοσύνης, που δημιουργεί ανασφάλεια συναλλαγών, είναι όλα παραδείγματα ενός παράλογου συστήματος που υποχρεώνει τις ελληνικές επιχειρήσεις σε μόνιμα ανταγωνιστικό μειονέκτημα.
Οι βιοτεχνικές και εμπορικές επιχειρήσεις υφίστανται μεγαλύτερο βάρος από το νέο πακέτο υφεσιακών μέτρων που έχει εντείνει τις αρρυθμίες της ελληνικής οικονομίας, οι οποίες συνεχίζουν να διαβρώνουν το επιχειρηματικό κλίμα. Όλο και περισσότερες πολύ μικρές επιχειρήσεις βρίσκονται σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης, με τάσεις εξόδου από την αγορά και εξαιρετικά μειωμένες αντοχές, γεγονός που διευρύνει το χάσμα ανταγωνισμού με τις ομόλογες μεγαλύτερες.
Το αποτέλεσμα είναι η οικονομία, οι εργαζόμενοι και οι επιχειρήσεις να βρίσκονται σε αναζήτηση εναλλακτικών στρατηγικών επιβίωσης. Αυτές δεν μπορεί να είναι άλλες από τη φοροδιαφυγή, τη μη πληρωμή των υποχρεώσεών τους και τη μετανάστευση εργαζομένων και επιχειρήσεων. Όλα τα παραπάνω αποτελούν ορθολογικές απαντήσεις σε μια παντελώς ανορθολογική, ασκούμενη οικονομική πολιτική με τις υποδείξεις και την αποδοχή των δανειστών.
Δεν θα πρωτοτυπήσουμε λέγοντας ότι το κυρίαρχο πρόβλημα της Ελλάδας έγκειται στον τρόπο που το πολιτικό σύστημα αντιλαμβάνεται την οικονομία (αλλά και τη χώρα γενικότερα). Όλοι αναγνωρίζουν ότι το πολιτικό σύστημα θα πρέπει να αρθρώσει ένα ρεαλιστικό πρόγραμμα οικονομικής ανασυγκρότησης, καθώς, σε διαφορετική περίπτωση, η πιθανότητα κατάρρευσης μιας κατακερματισμένης κοινωνίας με διαχρονικά υψηλά επίπεδα ανεργίας και αδυναμία αποταμίευσης είναι όλο και πιο πιθανή.
Όμως, αυτή η αλήθεια, όσο απλή και αν φαίνεται, είναι αδύνατον να μετουσιωθεί σε πραγματικότητα με την υπάρχουσα ποιότητα του πολιτικού συστήματος. Παράλληλα, είναι σχεδόν αδύνατον να μεταβληθεί η ποιότητα του πολιτικού συστήματος, μάλιστα σε μια εποχή που όλο και περισσότερο τα χαρακτηριστικά του εγχώριου συστήματος αντανακλούν όλο και περισσότερο τις χειρότερες πλευρές του σύγχρονου, διεθνούς, μαζικοδημοκρατικού συστήματος.
Δεν θα ήταν άτοπο να ονομάσουμε την παρούσα κατάσταση, παραφράζοντας το γνωστό βιβλίο του Julien Benda, «ως μια ακόμα προδοσία του πολιτικού συστήματος».