Αναζητάμε την Ιθάκη που χάσαμε…

Άλλες φορές κρατηθήκαμε απʼ τα ξάρτια του καραβιού μας απʼ τις κουπαστές και είδαμε τεράστια κύματα να καταπίνουν όνειρα που ήταν όμως απατηλά. Δεν φοβηθήκαμε τους Λαιστρυγόνες, ούτε τους Κύκλωπες, ούτε την Τρίαινα του Ποσειδώνα, γιατί ο φόβος δεν υπήρχε μέσα μας. Εμείς λαός ναυτικός γεννημένος μεσʼ την θάλασσα πως θα μπορούσε να φοβηθεί την αντάρα της φύσης. Το λάθος μας ήταν ό,τι μαγευτήκαμε απʼ τις πολύχρωμες χάντρες από κοράλλια κεχριμπάρια κι έβενους που μας χάρισαν σε κάθε καινούργιο λιμάνι του ταξιδιού μας. Ήταν εκτυφλωτικά τα χρώματά τους, κόκκινα, πράσινα, μπλε και χορέψαμε ένα αχαλίνωτο χορό σαν τους ανθρώπους που ζουν σε μέρη απάτητα βαθειά μέσα στην ζούγκλα μη έχοντας επαφή με τον κόσμο.

Πιστέψαμε στο πολυμήχανο της φυλής μας κι αφήσαμε ξερή κι άγονη την γη μας που χρόνια πριν μας έδινε τους πλούσιους καρπούς της. Στην γη που δεν ακούγονταν πια τα χλιμιντρίσματα των αλόγων, ούτε οι εργάτες να θερίζουν κι οι θημωνιές να στοιβάζονται μικροί πύργοι στο γυμνό απʼ τους θεριστάδες χωράφι. Μόνο πέτρες στην σειρά που φτιάχνουν μαντρότοιχους, ξερολιθιές σε κάμπους ολοκάθαρους, εκεί που κάποτε πρασίνιζαν απʼ τις βραγιές και στʼ αυλάκια ακουγόταν το κελάρισμα του νερού. Εκεί που μαυρίζει το μάτι απʼ τις σταχτομαζόχτρες αυτές που κουβάλαγαν την σοδειά ευτυχισμένες με το ξεροτήγανο και τις ελιές στο δισάκι τους κρεμασμένο στο πουρνάρι της κοντινής ρεματιάς για το μεσημεριανό τους. Στούπαγαν το κρεμμύδι πάνω στην πέτρα -ω πόσο γλυκό ήταν- και ξεκουράζονταν κάτω απʼ τις αγριελιές τραγουδώντας τους καημούς τους με την άσπρη μαντήλα στην πλάτη.

Απολαύσαμε ένα ταξίδι που η Ιθάκη μας έδωσε. Πιστεύοντας σε αυταπάτες. Μεθύσαμε από μυρωδιές κάθε λογής, ηδονικές, ξεμυαλίστρες. Όμως ξαφνικά προσαράξαμε στην ξέρα. Σʼ ένα λιμάνι απάγκιο στην Ιθάκη μας που δεν είχε όμως τίποτα πια να μας δώσει μόνο ελπίδα. Είναι στο χέρι μας να την ζωντανέψουμε γιατί αυτό είναι το τέλος του ταξιδιού μας.


Σχολιάστε εδώ