Τα κριτήρια για την ένταξη στον εξωδικαστικό μηχανισμό ρύθμισης των οφειλών
1) Δυνατότητα να υποβάλλουν αίτηση υπαγωγής έχουν:
Α) Τα νομικά πρόσωπα που αποκτούν εισόδημα από επιχειρηματική δραστηριότητα και διαθέτουν φορολογική κατοικία στην Ελλάδα (ΑΕ, ΕΠΕ, ΟΕ, ΕΕ και ΙΚΕ).
Β) Τα φυσικά πρόσωπα που ασκούν εμπορική δραστηριότητα και διαθέτουν πτωχευτική ικανότητα.
2) Η ρύθμιση αφορά οφειλές που γεννήθηκαν έως 31/12/2016.
3) Η αίτηση του δανειολήπτη πρέπει να περιλαμβάνει το σύνολο των πιστωτών, την αξία των υποχρεώσεων και το σύνολο των περιουσιακών στοιχείων. Το ύψος συνολικής οφειλής προς Δημόσιο, τράπεζες, προμηθευτές πρέπει να υπερβαίνει τα 20.000 ευρώ. Η ρύθμιση δεν αφορά οφειλές προς εργαζόμενους.
4) Ο οφειλέτης σε μία τουλάχιστον από τις τελευταίες τρεις χρήσεις πριν την υποβολή της αίτησης να έχει:
Α) Θετικό καθαρό αποτέλεσμα προ φόρων, τόκων και αποσβέσεων, στην περίπτωση που τηρεί απλογραφικό λογιστικό σύστημα.
Β) Θετικά αποτελέσματα προ φόρων, τόκων και αποσβέσεων ή καθαρή θετική θέση (equity), στην περίπτωση που τηρεί διπλογραφικό λογιστικό σύστημα.
5) Τη διεκπεραίωση της διαδικασίας αναλαμβάνει πιστοποιημένος διαμεσολαβητής, ο οποίος διαβουλεύεται με την κάθε πλευρά και παρακολουθεί την πορεία διαπραγμάτευσης.
6) Για να προχωρήσει η διαδικασία της εξωδικαστικής ρύθμισης, ο νόμος θέτει ως προϋπόθεση ένα ελάχιστο ποσοστό απαρτίας πιστωτών, το οποίο ανέρχεται σε 50% των συνολικών απαιτήσεων έναντι της επιχείρησης. Για να επιτευχθεί λύση, οφείλει να συμφωνήσει το 60% της συνολικής αξίας των πιστωτών. Δύνανται να εξαιρεθούν από την υπαγωγή στον νόμο οφειλές μικρής αξίας. Εξαιρούνται επίσης οφειλές συγκεντρωμένες σε έναν πιστωτή, αν αφορούν πάνω από το 85% της αξίας των συνολικών απαιτήσεων.
7) Σκοπός του νόμου είναι η διάσωση μόνο των βιώσιμων επιχειρήσεων, εκείνων που έχουν δυνατότητα να συνεχίσουν την επιχειρηματική τους δραστηριότητα και να δημιουργήσουν κέρδη στο μέλλον. Τα στοιχεία που αποδεικνύουν τη βιωσιμότητα πρέπει να υποβάλλονται από τον οφειλέτη με την αίτησή του και την περιλαμβανόμενη σε αυτή πρόταση ρύθμισης των οφειλών του. Με την αίτηση συνυποβάλλεται υποχρεωτικά σειρά εγγράφων που τεκμηριώνει την επιλεξιμότητα (νομικά, λογιστικά, φορολογικά στοιχεία). Στον νόμο προβλέπεται προαιρετική διαδικασία δικαστικής επικύρωσης της σύμβασης αναδιάρθρωσης οφειλών, που εκκινεί με πρωτοβουλία του οφειλέτη ή συμμετέχοντα πιστωτή και την κατάθεση σχετικής αίτησης στο Πολυμελές Πρωτοδικείο.
Η ΓΣΕΒΕΕ με την ψήφιση του νομοσχεδίου διατύπωσε την αναγκαιότητα να υπάρξουν τροποποιήσεις στην τελική εκδοχή του νόμου. Συγκεκριμένα απαιτείται:
1) Μεγαλύτερη ευελιξία ως προς την επιλεξιμότητα των μικρών επιχειρήσεων (προτείνεται ο ορίζοντας αξιολόγησης να υπερβαίνει την τριετία, ενώ εναλλακτικά κριτήρια, όπως η πορεία κύκλου εργασιών και η δέσμευση της επιχείρησης για συμμετοχή σε οργανωμένο συνεργατικό σχήμα cluster -που μπορεί να αφορά ενιαία διαμόρφωση χώρων, αποθηκών, logistics-, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη).
2) Να υπάρχει πρόβλεψη για οφειλές μεταξύ 10.000-20.000 ευρώ, ενώ, παράλληλα, θα πρέπει να υπάρξει μια συντεταγμένη ρύθμιση επανυπολογισμού αρχικού κεφαλαίου και νόμιμων τόκων, προσαυξήσεων και προστίμων (με προτεραιότητα τη διαγραφή αυτών). Επί τη βάσει αυτή πρέπει να πραγματοποιηθούν οι αναδιαρθρώσεις δανείων με όρους δικαιοσύνης.
3) Ειδική αντιμετώπιση στις περιπτώσεις που δεν μπορεί να επιτευχθεί συμφωνία στο 60% των πιστωτών, εξαιτίας της διάρθρωσης του χρέους (π.χ., κάποιος πιστωτής κατέχει μεταξύ 40-50% του χρέους και δεν επιτρέπει την αναδιάρθρωση). Επίσης, θα πρέπει να οριστεί πλαίσιο ρύθμισης για τις περιπτώσεις που ένας πιστωτής διατηρεί άνω του 85% του χρέους του οφειλέτη.
4) Μεγαλύτερος βαθμός ευελιξίας ως προς την απαιτούμενη γραφειοκρατία. Πολλά από τα απαιτούμενα δικαιολογητικά μπορούν να αναζητηθούν αυτεπάγγελτα και να αναρτηθούν / εξαχθούν αυτόματα με την αίτηση υπαγωγής (φορολογικά, ασφαλιστικά στοιχεία).
5) Θα πρέπει να συμπεριληφθούν στη δυνατότητα υπαγωγής στη ρύθμιση χρέους πρώην επαγγελματίες / συνταξιούχοι που δεν διατηρούν την ιδιότητα του επιχειρηματία, αλλά είχαν λάβει επιχειρηματικό δάνειο και διέκοψαν την επιχειρηματική δραστηριότητα εντός της κρίσης. Αντίστοιχη μέριμνα πρέπει να ληφθεί για τους εγγυητές / συνοφειλέτες επαγγελματίες ή συνταξιούχους επαγγελματίες.
6) Στο πλαίσιο αναδιάρθρωσης των χαρτοφυλακίων των τραπεζών, θα πρέπει να δοθεί στα στελέχη τραπεζών και Δημοσίου μεγαλύτερη ελευθερία διαπραγμάτευσης και απoδέσμευσης από την προοπτική δικαστικής διερεύνησης (ασφαλώς με κανόνες).
7) Θα πρέπει να διασφαλίζεται ότι η ρύθμιση χρέους δεν θα δημιουργεί ενδεχόμενο κατάσχεσης ή εκποίησης της πρώτης κατοικίας (ακόμη κι αν το δάνειο είχε χαρακτηριστεί επιχειρηματικό). Σε περιπτώσεις που εφαρμόζεται κατάσχεση για οφειλή, ενώ υπάρχουν εμπράγματες εξασφαλίσεις ή υποθήκες, τότε να παύει η υποχρέωση του δανειολήπτη και των εγγυητών / συνοφειλετών με το πέρας της κατάσχεσης, ακόμη κι αν το ποσό δεν καλύπτει την αρχική υποχρέωση.
8) Ως προς τη λειτουργία των κέντρων εξυπηρέτησης δανειοληπτών και του μητρώου διαμεσολαβητών, η ΓΣΕΒΕΕ θεωρεί ότι θα πρέπει να αναληφθούν πρωτοβουλίες και δράσεις για την εκπαίδευση εξειδικευμένων διαμεσολαβητών σε θέματα συμβουλευτικής ενημέρωσης μικρών επιχειρήσεων, οι οποίες έχουν τη μεγαλύτερη ανάγκη υποστήριξης και πληροφόρησης.