Κι αν θα διψάσεις για νερό…
Είναι πραγματικά απίστευτο, τα νερά, που από αρχαιοτάτων χρόνων τα είχαν θεοποιήσει, να γίνουν ξαφνικά δυσεύρετα. Στέρεψαν, άραγε, οι πηγές και τα σιντριβάνια, στέγνωσαν οι περίφημες «φοντάνες» που στόλιζαν τις πλατείες και ήσαν οι περισσότερες αιωνόβιες; Όπως, να πούμε, η πιο γνωστή, η «Fontana di Trevi», που έγινε διάσημη χάρις στη βουτιά που έκανε μέσα της η Ανίτα Έκμπεργκ στην ταινία «Ντόλτσε Βίτα». Δεν ξέρω, φυσικά, αν βγάζουν αέρα αντί για νερό τα ξακουστά σιντριβάνια της βίλας «Dʼ Este» στο Τίβολι, ώστε να εκφράσω τη λύπη μου. Σκέφθηκα πάντως, με την ευκαιρία, να αφηγηθώ, πετώντι καλάμω, τις δικές μας λειψυδρίες, για να φτύσουν τον κόρφο τους όσοι τις ξέχασαν.
Την ακριβή σημασία της λέξεως «λειψυδρία» την έμαθα σε βρεφική ηλικία. Παρότι την Αττική διέσχιζαν πολλοί ποταμοί, όπου οι νοικοκυρές μπουγάδιαζαν τα βρώμικά τους, πόσιμο νερό δεν υπήρχε. Μέναμε στις τότε εσχατιές της πρωτεύουσας, δηλαδή πλάι στον Άγιο Σώστη, στη λεωφόρο Συγγρού, ανάμεσα σε ποιμνιοστάσια και εξοχικά κεντράκια με δωμάτια διʼ οικογενείας. Άπαξ της εβδομάδος ερχόταν σπίτι μια σούστα και μας έφερνε στάμνες γεμάτες νερό Αμαρουσίου και ταυτόχρονα έπαιρνε τις άδειες. Έτσι ποτίζονταν όσοι δεν ήθελαν νταραβέρια με βακίλους και μικρόβια. Το μοναδικό εμφιαλωμένο νερό που υπήρχε, δυσεύρετο όμως, ήταν η «Σουρωτή». Έτσι, το νερό Αμαρουσίου, μες στις στάμνες, ήταν περιζήτητο. Θυμάμαι πόσο ωραίο ήταν το άλογο που έσερνε τη σούστα. Φορτωμένο χαϊμαλιά και τζοβαϊρικά, είχε ένα τικ. Κουνούσε αναίτια το κεφάλι του. Μου έλεγαν ότι με χαιρετά. Του ανταπέδιδα τον χαιρετισμό. Αργότερα, επειδή ήμουν ευγενής από τα γεννοφάσκια μου, έκλαιγα επειδή ήθελα να στηθούμε στον δρόμο και να περιμένουμε τον νερουλά για να χαιρετίσω εγώ πρώτος το άλογο. Επειδή δεν μου έκαναν το χατίρι, προβληματιζόμουν τι θα σκέφτονταν το άλογο για την αγωγή μου…
Μετά ήρθε η Ούλεν και άρχισε η σπατάλη του νερού. Τρέχανε ολημερίς νερά από τις βρύσες. Βάλαμε γλάστρες, φτιάσαμε κήπο κι ένα υποτυπώδες μποστάνι με κρεμμυδάκια, ραπανάκια και ρόκα, που με σπατάλη πότιζε ο πατέρας, λες και ήθελε να πατσίσει το νερό που μας έλειψε. Την πρώτη έλλειψη τη νιώσαμε επί Κατοχής. Η στάθμη της λίμνης του Μαραθώνος έπεσε και μπροστά στον κίνδυνο να μείνουμε χωρίς νερό μπήκαν περιορισμοί. Η ύδρευση παρέχονταν ορισμένες ημέρες και ώρες, στην αρχή με ειδοποίηση διά του Τύπου. Αρχίσαμε και αποθηκεύαμε νερά, όπως και όλοι, αλλά η κατάσταση συνεχώς χειροτέρευε, και ιδίως μετά την Κατοχή, που πιστέψαμε ότι η ελευθερία αφορούσε και το νερό.
Η Ούλεν προσπαθούσε να καλύψει τις ανάγκες εκ των ενόντων. Τράβηξε ό,τι νερό υπήρχε στην Αττική και στη Βοιωτία. Στέγνωσε ο Εθνικός Κήπος, ξεράθηκαν τα λουλούδια του. Θλιβερά φάνταζαν παντού τα παρτέρια. Και οι λιμνούλες του Κήπου έμοιαζαν με Σαχάρα. Θύματά του οι κύκνοι και τα παπάκια. Τράβηξαν τα νερά της Κηφισιάς, που κυλούσαν στους δρόμους κάτω από τα πλατάνια, υπέροχο ντεκόρ για ρομαντικούς περιπάτους, ενώ το αυτό συνέβη με το Φασίδερι, τον Ασωπό, τη Σουβάλα, και τον Άγιο Θωμά, που, επιπλέον, ικετεύαμε να κάνει το θαύμα του και να βρέξει. Αλλά βροχή γιοκ. Έγραψε κάποιος σχολιαστής: «Το κράτος έκανε σύμβαση με την Ούλεν. Δεν την έκανε με τον Άγιο Θωμά. Άρα η Ούλεν οφείλει να μας εφοδιάζει με νερό».
Ανομβρία φοβερή. Φέραμε και έναν ειδικό βροχοποιό που βομβάρδιζε τα συννεφάκια μπας και βρέξει, αλλά «μηδέν στο πηλίκιο», όπως έλεγε κι ο Γιωργάκης Παπανδρέου. Μέχρι και στο Θέατρο «Κεντρικόν» ο θίασος Λαμπέτη – Χορν ανέβασε το έργο του Αλμπέρ Νας «Ο βροχοποιός». Αλλά λέγεται πως, ταμειακά, και εκεί έπεσε… ξεραΐλα. Τελικά, τη λύση, παίρνοντας το νερό της Υλίκης, έδωσε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής. Του φώναζαν οι μετακληθέντες σουηδοί ειδικοί: «Μη, η Υλίκη δεν κρατά νερά. Θα πετάξεις τα λεφτά σας…». Και ο Καραμανλής απαντούσε: «Εγώ τη Δευτέρα σκάβω!». Και πράγματι τη Δευτέρα έσκαψε. Και πράγματι σε λίγα χρόνια η Υλίκη άδειασε και άντε πάλι λειψυδρία, άντε πάλι περιορισμοί και καινούργια, σκληρότερα μέτρα. Η χούντα εξαγόρασε την Ούλεν, τη βάφτισε ΕΥΔΑΠ και την κρατικοποίησε. Αλλά, πια, η ευρύτερη περιοχή της πρωτεύουσας αριθμούσε πέντε εκατομμύρια κατοίκους και για να βρεθεί νερό για δαύτους φτάσαμε στου διαόλου τη μάνα. Στη Ναυπακτία. Στον Μόρνο. Που τώρα πίνουμε τα νερά του.
Ας ευχηθούμε να τον έχει ο Θεός νερουλό…