Τα «ομόλογα» της αντιπολίτευσης προς τη διαπλοκή
Σʼ αυτό το επίπεδο θα πρέπει να επισημάνουμε δύο βασικά σημεία:
• Κατά πρώτον, η επιτυχής αυτή έξοδος είχε να αντιμετωπίσει δύο βασικούς, αρνητικούς, ανασταλτικούς παράγοντες, τους οποίους επέβαλε η ανέντιμη συναλλαγή Σόιμπλε – ΔΝΤ στη συμφωνία για την πρόσφατη αξιολόγηση: Ο πρώτος αφορά την παραπομπή των συγκεκριμένων μεσοπρόθεσμων μέτρων για το χρέος στο αόριστο μέλλον και, «κατʼ επιείκειαν», για μετά τις γερμανικές εκλογές… Η δεύτερη προβοκάτσια αφορά την ανοικτή υπονόμευση της ένταξης της χώρας στο πρόγραμμα της ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ.
Προς επίρρωσιν… Όταν, πριν από λίγες ημέρες, οι συζητήσεις και τα δημοσιεύματα για την πιθανή έκδοση ελληνικού ομολόγου πλήθαιναν, ήρθε η έκθεση του ΔΝΤ, που προέβλεπε απόκλιση/αποτυχία του προγράμματος και -φυσικά- νέα μέτρα, ενώ την ίδια ώρα ο εγχώριος αναπαραγωγέας και τοποτηρητής του συστήματος των δανειστών, ο Γ. Στουρνάρας, έκρινε πρόωρη την έξοδο στις αγορές. Κατʼ αυτόν, προτεραιότητα είχαν τα νεοφιλελεύθερα πιστοποιητικά νομιμοφροσύνης, που θα επικυρώνονταν με δύο εμβληματικές, όπως τις χαρακτήρισε ο ίδιος, ιδιωτικοποιήσεις…
Αλλά και λίγες ώρες μετά την επιτυχή έκβαση της έκδοσης του ελληνικού ομολόγου ήρθε η Ντ. Βελκουλέσκου να δηλώσει ότι μας περιμένουν ακόμα πολλά δεινά και ότι το ομόλογο αύξησε -κακώς, κατά τη γνώμη της- το χρέος κατά 1 δισ., ένα χρέος που το ΔΝΤ θεωρεί εξ ορισμού μη βιώσιμο.
Μέσα, συνεπώς, στις συνθήκες αυτές, η επιτυχής δοκιμασία του ελληνικού ομολόγου αποκτά ιδιαίτερη πολιτική σημασία. Όσο για τις όποιες αντιδράσεις ή ενδοιασμούς διατυπώθηκαν, όλα αυτά αποτελούν απόδειξη του γεγονότος ότι κάθε μικρό περιθώριο πολιτικής αυτονομίας που προσπαθεί να αποκτήσει η κυβέρνηση προκαλεί δυσαρέσκεια στο σύστημα της πατρωνίας. Και αυτήν την κατάσταση θα την αντιμετωπίζουμε συνεχώς κατά την επόμενη περίοδο.
Απρίλιος 2014 – Ιούλιος 2017: Δύο άλλοι κόσμοι
• Η δεύτερη επισήμανση αφορά τη σύγκριση της έκδοσης του ελληνικού ομολόγου με εκείνο που εκδόθηκε τον Απρίλιο του 2014 από την κυβέρνηση Σαμαρά – Βενιζέλου, μια σύγκριση που εξαντλήθηκε δυστυχώς στα αριθμητικά – ποσοστιαία της μεγέθη. Σʼ αυτό το περιορισμένο και ανούσιο πεδίο περιορίσθηκαν ή μάλλον αυτοπαγιδεύθηκαν και ορισμένα κυβερνητικά επιτελεία, αποδυναμώνοντας ακούσια το πολιτικό εύρος της επιλογής τους.
Τον Απρίλιο του 2014 ήταν μια άλλη εποχή, μια άλλη φάση της μνημονιακής περιόδου. Πρέπει να γυρίσουμε λοιπόν τρία χρόνια πίσω και να αναστοχαστούμε τις τότε εξελίξεις.
Ήδη από τον Απρίλιο του 2014 ήταν φανερό ότι η συγκυβέρνηση Σαμαρά – Βενιζέλου (αποδυναμωμένη από την αποχώρηση της ΔΗΜΑΡ) είχε εκμετρήσει το ζην. Οι κοινωνικοί και πολιτικοί συσχετισμοί είχαν πλέον ανατραπεί, γεγονός που επιβεβαιώθηκε ύστερα από λίγες εβδομάδες, στις ευρωεκλογές και στις εκλογές της τοπικής αυτοδιοίκησης.
Η έκδοση του ομολόγου του Απριλίου του 2014, που έγινε σε ένα πλήρως ελεγχόμενο και προστατευμένο από τους δανειστές περιβάλλον, αποτελούσε ένα πολιτικό δώρο, μια ύστατη προσπάθεια υποστύλωσης μιας καταρρέουσας μνημονιακής κυβέρνησης, γιʼ αυτό και δεν είχε καμιά απολύτως συνέχεια.
Κατά δεύτερον, η αποτυχία της τότε κυβέρνησης να επιτύχει τους μακροοικονομικούς στόχους του Μνημονίου ήταν κραυγαλέα. Τα αντιλαϊκά και αντικοινωνικά μέτρα, οι μαζικές απολύσεις, οι παντοειδείς περικοπές, παρά τη σφοδρή επιθυμία και τις συνεχείς και αγωνιώδεις προσπάθειες του διδύμου Σαμαρά – Βενιζέλου, δεν μπορούσαν καν να φθάσουν στη Βουλή από τους πρώτους μήνες του 2014 και τελικώς δεν έφθασαν ποτέ. Τα μακροοικονομικά μεγέθη είχαν τεράστιες αποκλίσεις, με ενδεικτικό παράδειγμα το περίφημο πλεόνασμα του 2,5% για το 2014 που κατέληξε σε έλλειμμα…
Ας υπερβούμε, συνεπώς, σήμερα τα στενά όρια του οικονομισμού και της χρηματοπιστωτικής οικονομετρίας… Η πρόσφατη έκδοση του ελληνικού ομολόγου δεν υπήρξε επιτυχώς επειδή το ποσοστό του επιτοκίου ήταν κατά 3% χαμηλότερο. Γιατί, στην πραγματικότητα, τον Απρίλιο του 2014 και τον Ιούλιο του 2017 χωρίζουν δύο διαφορετικές ιστορικοπολιτικές και κοινωνικές καταστάσεις.
Η έκδοση του Απριλίου του 2014 ήταν έωλη και ψευδεπίγραφη. Σήμερα η έκδοση συντελέσθηκε υπό αντίξοες συνθήκες, υπό συνθήκες ενός είτε συγκεκαλυμμένου είτε και ανοικτού πολιτικού πολέμου, που φέρει το αποτύπωμα και τις συνέπειες του ανοικτού πραξικοπήματος του Ιουλίου του 2015, κατά το οποίο η έξοδος της χώρας από την Ευρωζώνη αποτέλεσε κεντρική στρατηγική του «συστήματος» Σόιμπλε, όπως και πρόσφατα ομολόγησε ο ίδιος…
Ασφαλώς, η ΝΔ θέλει να εξομοιώσει το 2014 με το 2017 και φθάνει στο σημείο να μιλά για «τρία χαμένα χρόνια»… ξεχνώντας ότι η ίδια και η συγκυβέρνηση ΠΑΣΟΚ – ΝΔ είχαν ήδη καταρρεύσει και το μοναδικό τους εναλλακτικό σχέδιο ήταν εκείνο της «αριστερής παρένθεσης», σχέδιο που είχαν ήδη επεξεργασθεί ομού μετά του Β. Σόιμπλε από το φθινόπωρο του 2014 και προέβλεπε την πτώση της επομένης, υπό τον ΣΥΡΙΖΑ, κυβέρνησης εντός ολίγων εβδομάδων.
ΝΔ – έκδοση «ομολόγων» στη διαπλοκή
Βεβαίως σήμερα πολλά έχουν αλλάξει. Ο ελληνικός λαός βιώνει ακόμα τη σκληρή δοκιμασία και αναζητεί κάποια ελπιδοφόρα βήματα, κάποια θετική προοπτική για το μέλλον. Για πρώτη φορά διαμορφώνονται συνθήκες εξόδου από τα Μνημόνια. Όμως οι μακροοικονομικές επιτυχίες, παρότι συνιστούν θετικό πολιτικό κεφάλαιο για την κυβέρνηση, δεν αρκούν, εάν δεν αποτυπωθούν στην πραγματική οικονομία, εάν δεν οδηγήσουν στην ανακούφιση και στη βελτίωση της καθημερινής ζωής των πολιτών.
Στα μείζονα, στα πλέον κρίσιμα προβλήματα της κυβέρνησης, όπως η αντιμετώπιση της ανεργίας, η επανεκκίνηση της παραγωγικής ανάπτυξης, η ενίσχυση των θεσμών του κοινωνικού κράτους, η αντιμετώπιση της διαπλοκής και των κομματικών της εκπροσώπων παραμένει στην πρώτη γραμμή…
Ο τύπος της αντιπολίτευσης που ασκούν τόσο η ΝΔ όσο και το ΠΑΣΟΚ αποτελεί μνημείο ευτέλειας και μικροπολιτικής. Η τακτική που εξαντλείται στη μέθοδο «κάθε μέρα και μια καταγγελία, κάθε εβδομάδα και μια εξεταστική», η συλλογή ασήμαντων γεγονότων που μετατρέπονται αυτόματα σε σκάνδαλα, η κατασκευή ψευδών ειδήσεων συνιστούν το πολιτικό οπλοστάσιο της αντιπολίτευσης.
Στην τελευταία φάση, στα ανωτέρω πολιτικά επιχειρήματα προστέθηκαν αφενός η «αντιδημοκρατική – αυταρχική» στάση της κυβέρνησης έναντι της Δικαιοσύνης και αφετέρου η παρέμβαση του Γ. Βαρουφάκη, η οποία και ενσωματώνεται στην αντιπολιτευτική τακτική της ΝΔ.
Θα πρέπει να επισημάνουμε ότι η τακτική της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ δεν εντάσσεται στην περίπτωση μιας στείρας αντιπολιτευτικής γραμμής, ούτε εκφράζει έναν ευτελή λαϊκισμό. Αυτά αποτελούν πταίσματα. Δύο είναι στην ουσία οι στόχοι τους. Κατά πρώτον, η υπονόμευση και ο παρεμποδισμός με κάθε μέσον ώστε να μην μπορέσει η κυβέρνηση να προχωρήσει προς την έξοδο και να αποκτήσει περιθώρια πολιτικής αυτονομίας. Γιατί όσο η χώρα βγαίνει από το αδιέξοδο τόσο εναργέστερα αποκαλύπτεται το πολιτικό κενό της αντιπολίτευσης.
Ο δεύτερος αλλά εξίσου σημαντικός στόχος για τα κόμματα της αντιπολίτευσης είναι η προστασία και στήριξη των συμφερόντων της διαπλοκής, η οποία για πρώτη φορά συνειδητοποιεί ότι απειλείται πραγματικά. Ο με κάθε μέσον παρεμποδισμός να διεξαχθεί ο διαγωνισμός για τις τηλεοπτικές άδειες, η απεγνωσμένη προσπάθεια να παραμείνουν στο απυρόβλητο οι λίστες των μεγάλων φοροφυγάδων, η λυσσώδης αντίδραση σε κάθε προσπάθεια της κυβέρνησης να τεθούν όροι διαφάνειας και ελέγχου στις σχέσεις δημοσίου και επιχειρηματιών αποκαλύπτουν τις επιδιώξεις και τις επιλογές της αντιπολίτευσης.
Η διαπλοκή δίνει τη μεγάλη, την κρίσιμη μάχη. Γιʼ αυτό και οι πολιτικοί της εκφραστές κινούνται πολύ πέραν ενός μικροκομματισμού και ενός στείρου λαϊκισμού. Στην πράξη, έχουν ενσωματωθεί σʼ ένα αντιδημοκρατικό – ακροδεξιό μέτωπο και έχουν υιοθετήσει τα πλέον σκληρά αντικοινωνικά μέτρα που εκπορεύονται από το νεοφιλελεύθερο πρότυπο.
Γιʼ αυτό και τελικά τόσο η ΝΔ όσο και το ΠΑΣΟΚ δεν ασκούν στην πραγματικότητα αντιπολίτευση στην κυβέρνηση αλλά στην ίδια την κοινωνία. Όσο για τα πολιτικά τους ομόλογα, αυτά έχουν αξία μόνο στα χρηματιστήρια της διαπλοκής και του σκληρού πυρήνα των δανειστών. Για όσον καιρό βεβαίως τους χρειάζονται…