Περιφέρεια: Από την υστέρηση στην ανάπτυξη
Ο διακηρυγμένος στρατηγικός στόχος της εξόδου από την κρίση με την κοινωνία όρθια προϋποθέτει έναν πολιτικό σχεδιασμό που θα θέτει δύο προτεραιότητες, οι οποίες δεν μπορεί παρά να νοούνται ως αλληλένδετες. Την έξοδο από την επιτροπεία με εξωστρέφεια και ταυτόχρονα τη φροντίδα για την καθημερινότητα των πολιτών.
Στόχος μας λοιπόν πρωταρχικός πρέπει να είναι η υπέρβαση του μοντέλου ανάπτυξης και των αντίστοιχων πολιτικών που μας οδήγησαν ως εδώ, ένα μοντέλο που ήταν εσωστρεφές, αντιπαραγωγικό και σπάταλο, αναξιοκρατικό και κοινωνικά άδικο και η στροφή προς ένα νέο μοντέλο, εξωστρεφές, με αύξηση των εξαγωγών και κατά το δυνατόν υποκατάσταση των εισαγωγών από εγχώρια προϊόντα. Για να είναι όμως μια τέτοια ανάπτυξη βιώσιμη και κατά το δυνατόν λιγότερο υποκείμενη στις μεταβολές ενός παγκοσμιοποιημένου περιβάλλοντος, οφείλει να στηρίζεται επίσης σε μια διευρυνόμενη εσωτερική αγορά. Έτσι, οι πολιτικές που στηρίζονται αποκλειστικά στην υποτίμηση της εργασίας δεν είναι μόνο κοινωνικά άδικες αλλά και αντιπαραγωγικές μεσοπρόθεσμα. Το αίτημα, λοιπόν, για ένα κοινωνικά δικαιότερο αναπτυξιακό μοντέλο, που θα εστιάζει στη βελτίωση της καθημερινότητας του πολίτη, δεν είναι μόνο πολιτικό πρόταγμα της κυβέρνησης αλλά και προϋπόθεση για σταθερή και μόνιμη έξοδο από την κρίση.
Για τις ελληνικές περιφέρειες, πέρα από τα μόνιμα και εγγενή προβλήματα των περιφερειακών ανισοτήτων, ανέκυψε το τελευταίο διάστημα και το προσφυγικό ζήτημα, μια κατάσταση έκτακτης ανάγκης, που έθεσε σε δοκιμασία τις κοινωνίες που αποτέλεσαν τους τόπους υποδοχής των προσφυγικών ροών. Οι νέες συνθήκες που δημιουργήθηκαν απαιτούν βεβαίως την αντιμετώπιση των προβλημάτων των προσφύγων σύμφωνα με τις αρχές του διεθνούς δικαίου και του ανθρωπισμού. Πρέπει όμως να στηριχθούν εξίσου και οι κοινωνίες που δέχθηκαν τις προσφυγικές ροές και εξακολουθούν να είναι χώροι φιλοξενίας. Πρέπει να δοθεί έμφαση στα προβλήματα του πληθυσμού τους, προβλήματα εγγενή, που έχουν να κάνουν με την απόσταση από τα κέντρα λήψης των αποφάσεων, με τις οικονομικές και κοινωνικές ανισότητες και την πληθυσμιακή αποδυνάμωση αλλά και προβλήματα που δημιουργεί η νέα κατάσταση της προσφυγικής κρίσης. Οποιαδήποτε λύση πρέπει να κινείται προς την κατεύθυνση της αειφόρου ανάπτυξης, με σεβασμό στο φυσικό και πολιτισμικό περιβάλλον, η οποία δεν υπονομεύει τις δυνατότητες ανάπτυξης των μελλοντικών γενιών.
Γιʼ αυτούς τους λόγους, επειδή πρόκειται για μια εξίσωση με πολλούς παράγοντες, ένα πρόβλημα με πολλές παραμέτρους, η περιφερειακή ανάπτυξη οφείλει να βασιστεί όχι μόνο στην εκμετάλλευση και ανάδειξη των τοπικών, φυσικών, συγκριτικών πλεονεκτημάτων αλλά και στην κινητοποίηση του πληθυσμού, όλων μας, για την έξοδο από την κρίση.
Πολιτικά αυτό συνεπάγεται μια νέα αντίληψη για τη σχέση κόμματος, Κοινοβουλίου, κυβέρνησης. Νέα αντίληψη για τις αρμοδιότητες και τις ευθύνες καθενός καθώς και για τον τρόπο διασύνδεσης και αλληλεπίδρασής τους. Η αναβάθμιση και η ενεργοποίηση του κόμματος είναι αναγκαία προϋπόθεση για την επαφή μας με την κοινωνία, όχι μόνο για να προστατεύουμε από την παραπληροφόρηση των συστημικών ΜΜΕ αλλά, κυρίως, γιατί έτσι μπορούμε να δεχόμαστε τα μηνύματα που η ίδια η κοινωνία εκπέμπει.
Σε ένα παραπάνω επίπεδο, ένας αναβαθμισμένος ρόλος του Κοινοβουλίου, που επιτρέπει έναν διαπεριφερειακό, ουσιαστικό διάλογο και συνεργασία σε θέματα όπου επιβάλλεται η ευρύτερη κοινή δράση για την αντιμετώπιση των κοινών προβλημάτων, που υπερβαίνουν τα όρια νομών ή περιφερειών, αποτελεί τον κρίκο που συνδέει τις τοπικές κοινωνίες με την κυβέρνηση, υπεύθυνη για τον σχεδιασμό και την υλοποίηση των αποφάσεων.
Μια τέτοια πολιτική συνύπαρξη και συνέργεια μπορεί να αποτελέσει μοχλό ανάπτυξης και τρόπο υπέρβασης των δυσκολιών που αντιμετωπίζει η ελληνική κοινωνία σήμερα, προς την κατεύθυνση, ταυτοχρόνως, της βιωσιμότητας και της κοινωνικής δικαιοσύνης.