Οσμή πολέμου

Έτσι, τα υπουργεία, όπως και κάθε δημόσιο κτίριο, πέραν του προβλεπομένου σημαιοστολισμού, έπρεπε και να διακοσμηθούν καταλλήλως. Ήδη υπήρχαν τυπωμένα προπαγανδιστικά «μονόφυλλα» με θέμα την ημέρα τη λαμπρή, «που στέρεψε το μαύρο δάκρυ κι έκλεισαν πολλές πληγές», όπως έλεγε ο ύμνος της ΕΟΝ, που θα κολλούσαν σε κάθε τοίχο των κρατικών γραφείων και των ιατρείων του ΙΚΑ, που τότε έκαναν ντεμπούτο στις γειτονιές. Αλλά επειδή η γιορτή ήταν πάνδημη, δεν μπορούσε να υστερεί σε στολισμούς η πρωτεύουσα.

Έτσι, σε πολλά σημεία, κυρίως της οδού Σταδίου, στήνονταν τεράστιες θριαμβευτικές αψίδες προς τιμήν της επετείου. Η Σταδίου μάλιστα είχε την τιμητική της, καθώς κατεδαφιζόταν το υπουργείο Οικονομικών απέναντι, στην Κοραή, από το οποίο η εκεί πλατεία 25ης Μαρτίου απέκτησε το παρατσούκλι «πλατεία Κλαυθμώνος»…

Με θυμηδία αντιμετώπιζε τις φιέστες ο λαός, που ζούσε το σύνηθες πυριφλεγές καλοκαίρι της Αθήνας. Αλίμονο όμως. Ο φετινός Αύγουστος έμελλε να είναι ο τελευταίος ειρηνικός μήνας της ανθρωπότητας. Την ανέμελη μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο Ευρώπη κάποιος αδιόρατος φόβος από τους βρυχηθμούς του κυρίου Χίτλερ την έκανε συγκρατημένη στην απόλαυση μιας γλυκιάς καλοκαιρινής κραιπάλης.

Γλεντούσαν τη ζωή τους στις κοσμικές λουτροπόλεις οι άνθρωποι. Χόρευαν ρούμπα και κόνγκα, ενώ ο Μορίς Σεβαλιέ, με το ψαθάκι του, στα «Follies bergers», εξυμνούσε το Παρίσι και τον έρωτα τραγουδώντας. Πιο προσγειωμένοι οι Έλληνες, διαβάζοντας εφημερίδες, και παρακολουθώντας στο «Σινεάκ» τα επίκαιρα, δεν απέκλειαν το ενδεχόμενο οι Αγγλογάλλοι να υποκύψουν και πάλιν στις καινούριες αξιώσεις του Χίτλερ. Ταυτόχρονα έβλεπαν πως ο Φύρερ «πολλά παλούκια πηδάει» και πως στο τέλος δεν θα αποφύγει το… «μοιραίον».

Μεγαλωμένη όμως η αθηναϊκή κοινωνία με το πιάνο της και με τα γαλλικά της, δηλαδή με γαλλική κουλτούρα, πίστευε στην ισχύ του Γαλλικού Στρατού -του καλύτερου του κόσμου-, που αν τα «cochons» κουνιόνταν θα τους έτριβαν τη μούρη.

Τα ίδια πίστευαν και για τους Πολωνούς, που τώρα οι Γερμανοί είχαν βάλει στο μάτι. Έτσι, όταν το Τρανζόσεαν, το γερμανικό πρακτορείο ειδήσεων, μετέδιδε τις απειλές του Γκέμπελς, οι Έλληνες απλώς χαμογελούσαν ειρωνικά.

Όμως ο φόβος του πολέμου έγινε αισθητός και στη χώρα μας. Οι Αιγυπτιώτες, που έρχονταν κάθε χρόνο διακοπές στη δροσερή σε σχέση με την αραπιά Ελλάδα, τα μάζευαν και έφευγαν επειγόντως.

Ο Μουσολίνι, που ήθελε να αναστήσει τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, μόλις είχε φάει την Αβυσσηνία και διεκδικούσε ολόκληρη τη Μεσόγειο, αποκαλώντας τη «mare nostrum», δηλαδή «θάλασσά μας».

Επομένως έβλεπε την Αίγυπτο σαν απεριτίφ. Ο σιορ Μπενίτο όμως, πριν από τρεις μήνες, έβαλε ποδάρι και στην Αλβανία, όπου ο κτηνοτρόφος Αχμέτ Ζόγου είχε αυτοανακηρυχθεί βασιλεύς, ο οποίος το έσκασε μέσω Ελλάδος και η παραπέρα τύχη του αγνοείται. Ο Ντούτσε ανακήρυξε τον Βίκτορα Εμμανουήλ «αυτοκράτορα Αβησσυνίας και Ιταλίας» και ξερογλειφόταν για τα περαιτέρω. Ανησυχούσε ο Μεταξάς και άρχισε μυστικά και στο μαλακό να ετοιμάζει την Ήπειρο για άμυνα.

Εντούτοις, παρά τις ειδήσεις που έρχονταν από το εξωτερικό, οι Έλληνες και ειδικά οι Αθηναίοι απολάμβαναν μια πρωτόγνωρη ευδαιμονία. Γεμάτο κάθε βράδυ το Ζάππειο από κόσμο, όπου ούτε στην «Όαση» ούτε στην «Αίγλη» έβρισκες θέση.

Τραγουδούσαν η Δανάη και η Κάκια Μένδρη τα σουξέ της εποχής: «Ακόμα ένα ποτηράκι», «Λες και ήταν χτες», και τον «Αντόνιο Βάργκας Χερέδια», από την ταινία «Κάρμεν», που επί έναν χρόνο έσπαγε τα ταμεία των σινεμάδων.

Γεμάτο και το Σύνταγμα, με ασφυκτικό συνωστισμό στα γύρω ζαχαροπλαστεία. Φίσκα τραπεζοκαθίσματα η πλατεία, όπου ο κοσμάκης δροσιζόταν με μια γρανίτα ή ένα παγωτό κασάτα, το σπέσιαλ εκείνο παγωτό, που στις μέρες μας δεν υπάρχει πια.

Αλλά και με ανοιχτή τη σκεπή στα «κάμπριο» λεωφορεία κατέβαιναν παρά θινʼ αλός οι ρομαντικοί για μπυρίτσα, καλαμαράκι και ρομάντζα, συντροφιά με το αυγουστιάτικο φεγγάρι.

Ενώ στο Καβούρι και στη Βάρκιζα, ξάπλα πλάι στα σκίνα, έπλαθαν όνειρα κάτω από τον έναστρο ουρανό κάποιοι μπατίρηδες εκδρομείς. Εκείνο το αξέχαστο καλοκαίρι δεν το ζήσαμε ποτέ ξανά…


Σχολιάστε εδώ