Ορισμένα μαθήματα απλής αριθμητικής για τον κ. Τσίπρα
Με δεδομένες μάλιστα τις επικείμενες δυσκολίες στην εκτέλεση του προϋπολογισμού, την παραπομπή της ρύθμισης του χρέους στις ελληνικές καλένδες και το ουσιαστικό ναυάγιο στην ένταξη στην ποσοτική χαλάρωση, το οικονομικό επιτελείο εκπόνησε ένα σχέδιο άντλησης 9 δισ. ευρώ από τις αγορές από τώρα μέχρι τον Ιούνιο του 2018. Αυτό από τη μια θα κάλυπτε σημαντικό μέρος των αποπληρωμών του επόμενου έτους, επιτρέποντας στην κυβέρνηση να εξαντλήσει τη θητεία της, και από την άλλη θα έπειθε ότι δεν θα χρειαστεί να πάει σε ένα 4ο Μνημόνιο. Το τελευταίο, σύμφωνα πάντα με την κυβέρνηση, θα αναπτέρωνε και τις εκλογικές ελπίδες του ΣΥΡΙΖΑ, αφού το οικονομικό του επιτελείο θεωρεί ότι έχει τελειώσει η παγκόσμια καπιταλιστική κρίση και το σύστημα έχει επιστρέψει σε συνθήκες κανονικής συσσώρευσης, άρα οι επενδυτές είναι προ των πυλών.
Δυστυχώς, το συγκεκριμένο σχέδιο και το συνακόλουθο αφήγημα «κάηκε στο ζέσταμα». Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο από τη μια χαρακτήρισε μη βιώσιμο το δημόσιο χρέος και από την άλλη επεσήμανε στην κυβέρνηση ότι έχει υπογράψει ανώτατο όριο χρέους 325 δισ.
Άρα η χώρα, με την υπογραφή του ΣΥΡΙΖΑ, δεν μπορεί να δανειστεί επιπλέον χρήματα, μπορεί μόνον να αποπληρώσει υφιστάμενα ομόλογα και μάλιστα ομόλογα που διαπραγματεύονται στη δευτερογενή αγορά. Έτσι, η περιβόητη έξοδος στις αγορές περιορίσθηκε στην προσπάθεια αναχρηματοδότησης του ομολόγου που είχε πάρει ο κ. Σαμαράς στη διάρκεια του δικού του success story και λίγο πριν οδηγηθεί στις εκλογές του 2015. Το συνολικό ύψος εκείνων των ομολόγων είναι 5 δισ., 2 δισ. που λήγουν άμεσα και 3 δισ. που «ωριμάζουν» το 2019. Δεν είναι τυχαίο λοιπόν που το ύψος της επιδιωκόμενης έκδοσης από την πλευρά της κυβέρνησης ήταν επίσης 5 δισ.
Από αυτά η κυβέρνηση κατόρθωσε να αντλήσει 3 δισ. με πενταετές ομόλογο και επιτόκιο 4,625%. Δεν έχει διευκρινισθεί αν τελικά αντλήθηκαν 3 δισ., παρόλο που οι προσφορές ήταν 6,2 δισ., επειδή αλλιώς παραβιαζόταν το πλαφόν των 325 δισ. ή επειδή τα επιτόκια ήταν απαγορευτικά. Η ουσία πάντως είναι ότι το Ελληνικό Δημόσιο βγήκε για να πάρει 5 δισ. και κατόρθωσε να συγκεντρώσει μόνον 3 δισ.
Αυτό όμως που καίει το αφήγημα του κ. Τσίπρα δεν είναι το ύψος της άντλησης αλλά το επιτόκιο. Παρά τα αρνητικά διατραπεζικά επιτόκια του ευρώ στη διεθνή αγορά, τη λήψη συνολικών μέτρων / περικοπών της τάξης του 12% του ΑΕΠ στο πλαίσιο του Μνημονίου ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ, το επιτόκιο είναι στην ουσία το ίδιο με το επιτόκιο που πήρε ο κ. Στουρνάρας ως υπουργός του Σαμαρά το 2014. Αν μάλιστα βάλει κανείς στην εξίσωση τις αμοιβές των συμβούλων, κυρίως της εταιρείας Rothschild, τότε το κόστος μπορεί να είναι και μεγαλύτερο. Το κυριότερο όμως είναι ότι δεν μπορεί να γίνει αναδιάρθρωση του δημοσίου χρέους σε αυτά τα επιτόκια. Κάτι τέτοιο θα σήμαινε ετήσιους τόκους εξυπηρέτησης πάνω από 10 δισ., που με ένα μέσο ΑΕΠ 200 δισ., δηλαδή μέσο ετήσιο ρυθμό μεγέθυνσης 4%, σημαίνει πρωτογενή πλεονάσματα της τάξης του 5% (10 δισ. τόκοι / 200 δισ. ΑΕΠ). Είναι προφανές ότι πρόκειται για το απόλυτο αδιέξοδο.
Αντίθετα λοιπόν με τα λεγόμενα του κ. Τσίπρα, το μόνο που επιβεβαίωσε η έξοδος στις αγορές είναι τα μνημονιακά αδιέξοδα. Η έξοδος από την κρίση και τα Μνημόνια δεν πρόκειται να έρθει μέσα από τα μέτρα λιτότητας και τις αγορές αλλά μόνο εάν κινηθούμε ενάντια στις αγορές. Δηλαδή, μέσα από τη ρήξη με την Ευρωζώνη και την ΕΕ, τη στάση πληρωμών και την άρνηση του χρέους. Διαφορετικά θα έχουμε λιτότητα και Μνημόνια διαρκείας, κάτι που θα καταλάβαινε ακόμη και ο κ. Τσίπρας, αν έκανε κάποιες πράξεις απλής αριθμητικής.