Οι χρηματοπιστωτικές αγορές βαρούν το νταούλι
Συγκεκριμένα, το Ελληνικό Δημόσιο εξέδωσε ομόλογο πενταετούς διάρκειας και άντλησε 3 δισ. ευρώ. Το 1,5 δισ. προήλθε από επενδυτές, οι οποίοι αντάλλαξαν το ομόλογο που λήγει τον Απρίλιο του 2019 με το νέο, και το υπόλοιπο 1,5 δισ. ευρώ από επενδυτές που αγόρασαν απευθείας τον νέο τίτλο.
Η απόδοση, δηλαδή το κόστος δανεισμού από τη συγκεκριμένη έκδοση, διαμορφώθηκε στο 4,625%. Αντίστοιχα, το κουπόνι διαμορφώθηκε στο 4,325%.
Όπως συμβαίνει σε όλα τα τεκταινόμενα στη χώρα, έτσι και τώρα, η έκδοση αποτέλεσε πεδίο αντιπαράθεσης μεταξύ κυβέρνησης και αξιωματικής αντιπολίτευσης, με την πρώτη να υποστηρίζει ότι το επιτόκιο είναι χαμηλότερο από την αντίστοιχη έκδοση του 2014 και τη δεύτερη να αντιτείνει ότι με ευθύνη της κυβέρνησης η Ελλάδα δανείστηκε ακριβότερα, διότι το spread της έκδοσης του 2014 ήταν 437 μονάδες βάσης (4,37%), αναφορικά με το γερμανικό πενταετές ομόλογο, ενώ με την πρόσφατη έκδοση ήταν πάνω από 500 μονάδες. Με άλλα λόγια, το κόστος δανεισμού είναι λίγο χαμηλότερο από αυτό του 2014, αλλά είναι υψηλό δεδομένων των συνθηκών στην Ευρωζώνη το 2017, όπου το κόστος χρήματος στην Ευρωζώνη βρίσκεται σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα Τα ελληνικά ομόλογα, αποκλεισμένα από το QE λόγω όσων συνέβησαν το 2015, δεν ακολούθησαν τα ευρωπαϊκά στη μείωση της απόδοσης. Είναι ενδεικτικό ότι η απόδοση των πενταετών τίτλων της Πορτογαλίας βρίσκεται στο 1,18%.
Βεβαίως αυτό γίνεται κυρίως για επικοινωνιακούς λόγους και δεν αφορά καθόλου την ουσία του ζητήματος. Η σύγκριση μεταξύ δύο ομολογιακών εκδόσεων που πραγματοποιούνται σε διαφορετικές συνθήκες είναι δύσκολη και όχι απαραιτήτως ορθή, για να μην πούμε ότι είναι λανθασμένη. Όμως, ειρήσθω εν παρόδω, το βασικό ερώτημα που θα μπορούσε να τεθεί είναι το εξής: Δεδομένου ότι η νέα κυβέρνηση ακολούθησε ακριβώς την ίδια οικονομική πολιτική με τις προηγούμενες , δεχόμενη καθʼ υπερβολήν τις προτάσεις και τους στόχους του μνημονιακού προγράμματος, σε πλήρη αντίθεση με ό,τι υποστήριζε, δεν είναι λογικό να υποθέσουμε ότι η άμεση συνέχιση του προγράμματος θα είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση της απόδοσης των ελληνικών ομολόγων; Πρόκειται για ένα θεωρητικό σενάριο τύπου counterfactual (τι θα είχε συμβεί αν…), που όμως, απομονώνοντας την τότε πολιτική δυναμική και τις τότε κοινωνικές διεργασίες, θα μπορούσε να δώσει μια απάντηση in astratto, δεδομένου ότι δεν αντανακλά την τότε ζώσα πραγματικότητα.
Πέρα από την αντιπαράθεση, πάντως, τα βασικά συμπεράσματα είναι τα εξής:
Η Ελλάδα δανείστηκε για πρώτη φορά, μετά από τρία χρόνια αποχής, στην πενταετία με επιτόκια 4,625%. Το επιτόκιο αυτό με ελληνικούς όρους αντικατοπτρίζει τον τρέχοντα κίνδυνο χώρας. Ο κίνδυνος χώρας είναι περίπου ο ίδιος με της Αργεντινής, η οποία δανείζεται με 4,7% για πενταετή ομόλογα. Είναι μεγαλύτερος του κινδύνου Βιετνάμ (4,54%), Φιλιππίνων (4,11%) και Ρουμανίας (2,55%).
Η έκδοση αντανακλά την κατάσταση της χώρας σύμφωνα με τις χρηματοπιστωτικές αγορές. Επιβαρυντικοί παράγοντες της εξόδου στις αγορές είναι ότι βρίσκονται ακόμη σε ισχύ περιορισμοί στην κίνηση κεφαλαίων, τα ελληνικά ομόλογα είναι αποκλεισμένα από το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ (QE), υπάρχουν οι γνωστές διαφωνίες του ΔΝΤ και αβεβαιότητες ως προς τα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους. Η ευθύνη της ελληνικής κυβέρνησης είναι σημαντική όσον αφορά τους περιορισμούς στην κίνηση κεφαλαίων. Όμως για τα υπόλοιπα η ευθύνη βαρύνει τους δανειστές και πρωτίστως την ΕΚΤ. Ρωτώ: Η ένταξη των ελληνικών ομολόγων στην ποσοτική χαλάρωση (που δεν στοιχίζει απολύτως τίποτε στην ΕΚΤ) θα βοηθούσε στην αποκλιμάκωση των επιτοκίων δανεισμού και επομένως θα συνέβαλε στη γρηγορότερη και αποτελεσματικότερη επιτυχία του εφαρμοζόμενου προγράμματος που οι ίδιοι οι δανειστές έχουν επιβάλει;
Η έκδοση καλύφθηκε κατά το ήμισυ από ανταλλαγή ομολόγων. Δηλαδή συμμετείχαν ομολογιούχοι που κατείχαν ομόλογα της έκδοσης 2014. Από τα 1,57 δισ. το εντυπωσιακό είναι ότι οι ξένοι ήταν σχεδόν απόντες. <Δ> Οι ελληνικές τράπεζες αντάλλαξαν 890 εκατ. ευρώ και το Κοινό Κεφάλαιο πάνω από 500 εκατ. ευρώ. Δηλαδή οι ξένοι επενδυτές, κάτοχοι του συγκεκριμένου τίτλου, δεν συμμετείχαν στην ανταλλαγή.
Το νέο χρήμα ήταν μόνο 1,5 δισ. ευρώ. Ωστόσο οι προσφορές γιʼ αυτό το κομμάτι της έκδοσης ήταν πάνω από 6 δισ. ευρώ, γεγονός που δείχνει ότι υπήρχε πράγματι ενδιαφέρον από νέους επενδυτές. Βεβαίως θα πρέπει να γνωρίζουμε το ύψος του επιτοκίου που απαιτούσαν οι νέοι επενδυτές για να μπορέσουμε να αξιολογήσουμε το πραγματικό ενδιαφέρον τους.
Μια επιτυχημένη έκδοση δεν εγγυάται την επιτυχία της επόμενης. Τον Απρίλιο του 2014 έγινε μια έκδοση ομολόγου, ενώ τον Ιούλιο του ίδιου χρόνου μια δεύτερη απόπειρα απέτυχε εν μέρει επειδή μια τράπεζα στην Πορτογαλία αντιμετώπιζε προβλήματα. Η διατηρήσιμη πρόσβαση στις αγορές δεν έχει εξασφαλιστεί.
Η έξοδος στις ιδιωτικές χρηματοπιστωτικές αγορές και η αναχρηματοδότηση των υποχρεώσεων της χώρας μέσω αυτών αποτελεί την κατάληξη του εν εξελίξει προγράμματος που έχει επιβληθεί στην ελληνική οικονομία. Ως γνωστόν, η αδυναμία της Ελλάδος να αναχρηματοδοτήσει τις υποχρεώσεις της το 2010 την οδήγησε να ενταχθεί στο γνωστό χρηματοδοτικό πρόγραμμα, που συνοδεύτηκε από το πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής και συνεχούς λιτότητας. Το τέλος του προγράμματος, τον Αύγουστο του 2018, ουσιαστικά θα πρέπει να επαναφέρει την Ελλάδα σε θέση υπέρβασης αυτής της αδυναμίας. Μέχρι και το 2018 οι χρηματοδοτικές ανάγκες της χώρας (21,5 δισ. ευρώ) είναι καλυμμένες με τους πόρους του προγράμματος (13,4 δισ. ευρώ) και τα έντοκα γραμμάτια του Δημοσίου (15 δισ. ευρώ). Επομένως, μέχρι και το τέλος του 2018 οι χρηματοδοτικές ανάγκες τις χώρας είναι καλυμμένες.
Τα προβλήματα αρχίζουν από τη χρηματοδότηση των αναγκών του έτους 2019. Οι συνολικές χρηματοδοτικές ανάγκες ανέρχονται σε 28,3 δισ. ευρώ. Εξʼ αυτών, υπολογίζονται ότι τα 12,7 δισ. ευρώ θα καλυφθούν από τα έντοκα γραμμάτια του Δημοσίου ενώ τα υπόλοιπα 15,6 δισ. ευρώ από την έκδοση μακροχρόνιου χρέους (ομόλογα). Οι υπολογισμοί αυτοί προϋποθέτουν τη δημιουργία πρωτογενούς πλεονάσματος 4,5 δισ. ευρώ (3,5% του ΑΕΠ), τα οποία θα καλύψουν την καταβολή των τόκων της περιόδου ύψους 5,1 δισ. ευρώ, έσοδα από ιδιωτικοποιήσεις 0,4 δισ. ευρώ και την επιστροφή 0,3 δισ. ευρώ από την ΕΚΤ (πρόγραμμα SMP/ANFA).
Πρόκειται για όχι ευκαταφρόνητο ποσό, ειδικά για μια χώρα που απουσιάζει πάνω από εφτά χρόνια από τις χρηματοπιστωτικές αγορές. Η προγραμματισμένη και βαθμιαία έξοδος στις αγορές από το 2017 αποβλέπει, συνεπώς, στην κάλυψη των αναγκών του έτους 2019.