Η αγορά των S-400 από την Τουρκία ή η «διπλωματία των εξοπλισμών»
Κανενός, πάντως, δεν είχε διαφύγει της προσοχής ότι το γεγονός σχεδόν συνέπεσε με την επίσκεψη που πραγματοποίησε στο Ριάντ ο Πρόεδρος των ΗΠΑ κ. Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος επέστρεψε στη χώρα του έχοντας εξασφαλίσει την πώληση πολεμικού υλικού στους Σαουδάραβες, κυρίως μαχητικών αεροσκαφών, αξίας εκατοντάδων δισεκατομμυρίων δολαρίων! Πολλοί αναλυτές έτειναν να αποδώσουν τη στήριξη του Τραμπ προς τη Σαουδική Αραβία, σε βάρος του ανταγωνιστικού προς αυτήν Εμιράτου του Κατάρ, το οποίο διεκδικεί την ανάληψη της ηγεσίας του σουνιτικού ισλαμικού κόσμου, στο γεγονός του κολοσσιαίου ποσού για προμήθεια πολεμικού υλικού. Βέβαια, θα ήταν υπερβολικό να υποστηριχθεί ότι ο Πρόεδρος Τραμπ στήριξε τη Σαουδική Αραβία με κριτήριο μόνο την πολιτική των business. Ωστόσο δεν μπορεί να αγνοηθεί και η επίδραση που ασκεί στην πολιτική και το οικονομικό στοιχείο, ιδιαίτερα αν τα μεγέθη είναι τόσο υψηλά ακόμη και για μια υπερδύναμη όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες. Θα μπορούσαμε όμως να μιλάμε και για μια «διπλωματία των εξοπλισμών», όρος αδόκιμος μεν, αλλά αποτελεί μια διεθνή πραγματικότητα που επηρεάζει τη διεθνή πολιτική. Η «διπλωματία», μια ελληνική λέξη, που έχει επικρατήσει διεθνώς, δεν αφορά μόνο την κλασική της μορφή, δηλαδή την πολιτική ανάπτυξη της διμερούς και πολυμερούς συνεργασίας μεταξύ των κρατών. Στην πολιτική διπλωματία έχει προστεθεί και η οικονομική διπλωματία, η πολιτιστική, ακόμη και η τεχνολογική. Όποιας μορφής και αν είναι, δεν παύει να εκφράζει την επιδίωξη αύξησης της επιρροής μιας χώρας σε βάρος μιας άλλης ή ακόμα και να την καταστήσει εξαρτημένη… Το τελευταίο είναι συνήθως γνώρισμα της πολιτικής των εξοπλισμών, που λίγες μόνο χώρες έχουν τη δυνατότητα να ασκήσουν.
Σε ορισμένες όμως περιπτώσεις η σχέση αυτή μπορεί να λειτουργήσει και αντίστροφα. Δηλαδή η χώρα που προμηθεύεται εξοπλιστικά συστήματα να χρησιμοποιεί τις προμήθειες και ως πολιτικό ή διαπραγματευτικό όπλο. Τούτο φαίνεται να συμβαίνει και με την Τουρκία, η οποία όταν δεν βρήκε ανταπόκριση, όπως διατείνονται, στη Δύση, εστράφη προς τη ρωσική αγορά με την υπογραφή συμφωνίας, όπως ανήγγειλε ο Πρόεδρος Ερντογάν, για την αγορά του συστήματος αντιπυραυλικής άμυνας S-400, προηγμένης τεχνολογίας, που διαθέτει αμυντικές και επιθετικές ικανότητες. Όπως αναμενότανε, οι πρώτες δυτικές αντιδράσεις προήλθαν από τις ΗΠΑ… Επιτελάρχης του Πενταγώνου, σε δηλώσεις του, καίτοι αναγνώρισε στην Τουρκία το δικαίωμα προμήθειας οπλικών συστημάτων, εξέφρασε την ανησυχία του ότι η Τουρκία, μια νατοϊκή χώρα, προμηθεύεται ένα σύστημα που δεν είναι συμβατό με τα οπλικά συστήματα των χωρών-μελών του ΝΑΤΟ. Και από ελληνικής πλευράς υπήρξαν αντιδράσεις με δηλώσεις του υπουργού Άμυνας κ. Πάνου Καμένου. Σε συνέντευξή του στην ιστοσελίδα Think News φέρεται να είπε: «Αν η Τουρκία αγοράσει S-400, αλλάζουν τα δεδομένα. Οι φίλοι και ομόδοξοι Ρώσοι πρέπει να καταλάβουν πως δεν μπορούν να εξοπλίζουν την Τουρκία με συστήματα τέτοια που θα ανατρέψουν την ισορροπία στο Αιγαίο». Οι δηλώσεις του έλληνα υπουργού, αν και ορθές ως προς την ουσία, κρίνονται μάλλον ως βεβιασμένες. Εξάλλου, η επίκληση του ομόδοξου με τη Ρωσία είναι συναισθηματικού και όχι πολιτικού χαρακτήρα. Σημειώνεται ότι ο τούρκος Πρόεδρος έσπευσε, δίνοντας απάντηση περισσότερο προς τους Αμερικανούς, να υπενθυμίσει την αγορά των S-300 από την Ελλάδα. Ο κ. Ερντογάν παρέλειψε βέβαια να αναφερθεί, προφανώς εσκεμμένα, στις σφοδρές αντιδράσεις των Αμερικανών αλλά και υψηλών αξιωματούχων του ΝΑΤΟ, γεγονός που ανάγκασε την τότε ελληνική κυβέρνηση να περιορίσει την τοποθέτησή τους στην Κρήτη, αντί της Κύπρου, που ήταν ο βασικός προορισμός.
Ανεξάρτητα πάντως από τις αντιδράσεις που σημειώθηκαν εκατέρωθεν, η συμφωνία μεταξύ Μόσχας – Άγκυρας, που ακόμη δεν έχει επιβεβαιωθεί επισήμως από ρωσικής πλευράς, θέτει δύο καίρια και ουσιώδη ερωτήματα. Το πρώτο αφορά τους λόγους που ώθησαν την Άγκυρα να προμηθευθεί το συγκεκριμένο ρωσικό οπλικό σύστημα και, συγκεκριμένα, αν πίσω από την απόφαση αυτή κρύβεται μια καλά μελετημένη πολιτική σκοπιμότητα που μπορεί να ανατρέψει τις παραδοσιακές σχέσεις της Τουρκίας προς τη Δύση και αντίστροφα. Η Τουρκία θέλει το υπερσύγχρονο αυτό ρωσικό οπλικό σύστημα για να ανατρέψει τις υφιστάμενες ισορροπίες στο Αιγαίο ή για τη Μ. Ανατολή, όπου υπάρχει πάντα το φάσμα της δημιουργίας κουρδικού κράτους; Η εκτίμηση των τουρκικών στόχων είναι πρωτίστως μέλημα των στρατιωτικών αλλά και του ΝΑΤΟ γενικότερα, που με εξαίρεση τους Αμερικανούς μέχρι στιγμής σιωπά. Το δεύτερο ερώτημα, αμιγώς πολιτικό αλλά άρρηκτα συνδεμένο με το πρώτο, είναι αν η Άγκυρα με την επιλογή της θέλει να δώσει ένα μήνυμα προς τους Δυτικούς, με ικανή γεύση εκβιασμού, στη βάση ότι αν η Δύση δεν λάβει σοβαρά υπόψη τα τουρκικά συμφέροντα στον χώρο της Μ. Ανατολής και δεν παύσει την παροχή βοήθειας προς τους Κούρδους, θα στραφεί σε συνεργασία με τη Μόσχα. Πόσο ρεαλιστική είναι μια τέτοια προοπτική, η οποία θα ανέτρεπε καταστάσεις που χρονολογούνται από εκατονταετίες; Τίποτα βέβαια δεν μπορεί να αποκλεισθεί αν αλλάξουν ριζικά οι καταστάσεις. Ή μήπως όλα ισχύουν βάσει της αρχής του REBUS SIC STANTIBUS;