Πώς, άραγε, εξακριβώνονται οι… «προθέσεις»;
Αυτές οι παρατάσεις, όπως σημειώνει η απόφαση, «είναι δυνατές μόνο υπό τις προϋποθέσεις της παρ. 2 του άρθρου 78 του Συντάγματος, δηλαδή με διάταξη θεσπιζόμενη, το αργότερο, στο έτος που έπεται εκείνου στο οποίο ανάγεται η φορολογική υποχρέωση του πολίτη…». Φαίνεται, λοιπόν, ότι ο κ. Πολάκης ερμήνευσε ότι η απόφαση αυτή απαλλάσσει από φορολογικούς ελέγχους τους τυχόν φοροφυγάδες της λίστας Λαγκάρντ (και τινών άλλων… λιστών!), οδηγώντας, κατά τα φαινόμενα, και τον ίδιο τον πρωθυπουργό της χώρας σε αντίστοιχο φόβο…
Θα πω, κατʼ αρχάς, ως έμπειρος δικηγόρος, με άσκηση του επαγγέλματος επί σαράντα χρόνια, ότι δεν συμφωνώ με την άποψη πολλών, που ισχυρίζονται ότι, δήθεν, οι δικαστικές αποφάσεις δεν πρέπει να κρίνονται… Αντιθέτως, πρέπει να κρίνονται και τα επιστημονικά περιοδικά βρίθουν σχετικής αρθρογραφίας επί του ορθού ή μη του περιεχομένου τους. Διαφορετικό είναι το ζήτημα ότι άπαξ και εκδοθεί μια δικαστική απόφαση, νομίμως εκτελείται στο μέτρο που είναι άμεσα εκτελεστή και επαφίεται στα ανώτερα δικαστήρια, βοηθούντων και των επιστημονικών σχολιασμών της εκδοθείσας απόφασης, να την τροποποιήσουν ενδεχομένως. Τι γίνεται όμως εάν η εκτελεστή απόφαση είναι ανωτάτου δικαστηρίου -όπως το ΣτΕ-, χωρίς περαιτέρω ευχερή, δικονομικό έλεγχό της; Έτσι, ο -καλόπιστος και, πάντως, στοιχειοθετημένος- επιστημονικός σχολιασμός είναι αναφαίρετο δικαίωμα στις δημοκρατίες.
Σύμφωνα με τα ανωτέρω, ο κ. Πολάκης είχε μεν το δικαίωμα να σχολιάσει την απόφαση της Ολομέλειας του ΣτΕ 1738/ 2017, πλην όμως, δυστυχώς, ο σχολιασμός του αστόχησε σε βαθμό απαράδεκτο. Η συζήτηση στην Ολομέλεια δεν αφορούσε ούτε από μακριά περιπτώσεις αντίστοιχες προς αυτές των φοροφυγάδων του εξωτερικού, που ίσως και να μην έχουν δηλώσει ποτέ στις φορολογικές αρχές του εσωτερικού έστω ένα μικρό μέρος των κεφαλαίων που εξήγαγαν. Αλλά αφορούσε συγκεκριμένη φορολογική χρήση ενδιαφερομένων (έτους 2001) και για ποσά δηλωμένα, ο έλεγχος των οποίων έγινε… εννιά χρόνια κατόπιν (έτος 2010!)
Είπαν, λοιπόν, οι δικαστές του ΣτΕ ότι τέτοιοι έλεγχοι (δηλαδή για δεδομένες χρήσεις και για ποσά που δηλώνονται…) οφείλουν να γίνονται εντός μιας πενταετίας, όπως επιβάλλει το άρθρο 84 παρ. 1 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος. Επομένως, το πολύ σημαντικό είναι ότι το Δημόσιο έχει κάθε δικαίωμα να ελέγξει τους φοροφυγάδες του εξωτερικού είτε εντός εικοσαετίας, εάν συντρέχει κακούργημα, είτε να καθιερώσει ιδιώνυμο κακούργημα μεγαλύτερης τυχόν παραγραφής! Ας πούμε, εάν νομοθετικώς χαρακτηριζόταν μια μεγάλη εξαγωγή αδήλωτων κεφαλαίων ως συνδεόμενη, αίφνης, με προδοσία κατά της χώρας! Ποιος θα μπορούσε να αφαιρέσει σχετικό νομοθετικό δικαίωμα από τη Βουλή;
Τέλος, ο υπογράφων ζητά να του επιτραπεί να αρθρώσει και δύο λέξεις ως προς το περιεχόμενο της απόφασης 677/2017 ενός άλλου, ανώτατου επίσης, δικαστηρίου μας (του Β1 Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, που δημοσιεύθηκε στις 2 Μαΐου εφέτος,) με την οποία εν μέρει διαφωνώ (πιστεύω καλοπίστως, σύμφωνα με όσα αναλύω ανωτέρω!). Στην τελευταία σελίδα της υπάρχει η εξής επισήμανση – που προκάλεσε επίσης μέγα θόρυβο: «Μόνη η μη καταβολή των δεδουλευμένων αποδοχών του μισθωτού… δεν αρκεί να θεμελιώσει την έννοια της βλαπτικής μεταβολής των όρων της σύμβασης εργασίας, αν δεν συνδέεται και με την πρόθεση του εργοδότη να εξαναγκάσει τον μισθωτή (σ.σ.: υπάλληλο) σε παραίτηση, προκειμένου να αποφύγει την καταβολή σε αυτόν της αποζημίωσης απόλυσης…». Ναι, σεβαστοί μου αρεοπαγίτες, αλλά πώς ακριβώς είναι δυνατόν να αποδεικνύονται… «προθέσεις»; Ξέρετε, τάχα, πώς είναι δυνατόν να εξακριβώνονται δικονομικώς οι «προθέσεις» του καθενός; Ιδού, λοιπόν, ένας επιπλέον λόγος για να καθίστανται ευρέως συζητητέες (επαναλαμβάνω, καλοπίστως!) οι αποφάσεις σας!