Πήραμε πιστωτική κάρτα…

Κατʼ αρχάς, να πούμε ότι με βάση την απόφαση αυτή το ΔΝΤ αποδέχεται κατʼ αρχήν (in principle) την αίτηση της κυβέρνησης για μια προληπτική πιστωτική γραμμή (stand-by arrangement] ύψους 1,6 δισ. ευρώ. Βέβαια, αυτή η αρχική αποδοχή δεν είναι δεσμευτική και πριν η Ελλάδα εκταμιεύσει κεφάλαια από αυτήν την πιστωτική γραμμή θα πρέπει να υπάρξει τελική αποδοχή της αιτήσεως από το Εκτελεστικό Συμβούλιο του ΔΝΤ. Ουσιαστικά, δηλαδή, από χρηματοοικονομικής πλευράς, είναι σαν να πήραμε ταχυδρομικώς μια πιστωτική κάρτα, η οποία όμως ακόμα δεν έχει εγκριθεί. Η ελπίδα είναι ότι θα μπορέσουμε να τη δείξουμε σε κάποιους, τις λεγόμενες αγορές, οι οποίοι θα είναι αρκετά αφελείς ώστε να πιστέψουν ότι αφού έχουμε μια τόσο ωραία πιστωτική κάρτα στο πορτοφόλι μας είμαστε αξιόχρεοι και άρα μπορούν και αυτοί με τη σειρά τους να μας δανείσουν. Μια ενδιαφέρουσα προσέγγιση, αλλά μένει να δούμε εάν θα αποδειχθεί επιτυχής στην πράξη. Πόσω μάλλον όταν στην ίδια έκθεση τονίζεται ότι ακόμα και με την πλήρη εφαρμογή του προγράμματος το χρέος της χώρας παραμένει μη διαχειρίσιμο. Εδώ βέβαια αναδεικνύονται και οι ευθύνες αυτών που έχουν αποδεχτεί να δεσμεύσουν τη χώρα για δεκαετίες σε ένα πρόγραμμα που χαρακτηρίζεται ως μη ρεαλιστικό ακόμα και από τους σχεδιαστές του.

Είναι ενδιαφέρον επίσης να αναλύσουμε ορισμένες φράσεις-κλειδιά τις οποίες χρησιμοποιεί το ΔΝΤ. Για παράδειγμα, η έκθεση τονίζει ότι η στόχευση του προγράμματος στην Ελλάδα δεν έχει ευρύ οραματισμό αλλά χαρακτηρίζεται από στενή σχεδιαστική σκοπιμότητα. Κατʼ αρχάς, να διασφαλίσει μια μακροοικονομική σταθερότητα και να βοηθήσει τη χώρα να βγει στις αγορές. Ο πήχης τίθεται χαμηλά και ο τόνος της έκθεσης καταδεικνύει τη θέληση του ΔΝΤ να αποχωρήσει σύντομα από το πρόγραμμα. Να αποχωρήσει δηλαδή μόλις διασφαλιστεί πρόσβαση της χώρας στις αγορές. Αυτό είναι ένα ανησυχητικό ανάγνωσμα, διότι ουσιαστικά καταδεικνύει την αδιέξοδη πορεία της χώρας, εφόσον αυτή σύντομα θα βρεθεί να επιχειρεί τη χρηματοδότηση ενός γιγάντιου ύψους χρέους μέσω αγοραίων επιτοκίων. Είναι όμως ακόμα και αλγεβρικά προφανής η αδυναμία διαχείρισης και αναχρηματοδότησης ενός τέτοιου ύψους εξωτερικού χρέους μόνο με τις αγορές. Ακόμα και εάν δεχτεί κανείς ως υπόθεση εργασίας πως τα επιτόκια παγκοσμίως δεν θα ανέβουν (κάτι που σχεδόν αποκλείεται), η χρηματοδότηση αυτού του ύψους χρέους με επιτόκια περί το 5% θα είναι εξαιρετικά δυσχερής και θα απαιτήσει από την Ελλάδα την επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων σε τεράστιο χρονικό βάθος, χωρίς καμιά δυνατότητα να ανασάνει.

Όμως είναι γνωστό και από την ιστορική εμπειρία πως λαοί δεν αποδέχονται πλεονάσματα της τάξης του 3% σε μεγάλο βάθος χρόνου. Γιʼ αυτό άλλωστε το ΔΝΤ έχει τονίσει πως αυτά θα υποθηκεύσουν την αναπτυξιακή τροχιά της οικονομίας. Αυτό που γνωρίζει το ΔΝΤ είναι πως πλεονάσματα μεγαλύτερα του 1%-1,5% για μεγάλους χρονικούς ορίζοντες θα δημιουργήσουν κόπωση στη διαρκώς συρρικνούμενη φορολογητέα βάση, από την οποία επιχειρείται η επίτευξη αυτών των πλεονασμάτων. Η στρατηγική σύντομα θα αποδειχθεί ανεπαρκής.


Σχολιάστε εδώ