Δεν υπάρχει κράτος δικαίου χωρίς σεβασμό στη διάκριση των εξουσιών
Είναι γεγονός ότι οι κυβερνήσεις θέλουν να χειραγωγούν εν μέρει τις άλλες εξουσίες για να ασκούν ανεπηρέαστα την πολιτική τους. Εν προκειμένω, να μην αποτελεί η δικαστική εξουσία θεσμικό εμπόδιο, όπως τόνισε ο πρωθυπουργός.
Δεν είναι τυχαίο ότι ανώτατοι δικαστικοί λειτουργοί, μετά τη συνταξιοδότησή τους από το δικαστικό σώμα, κατέλαβαν θέσεις ως πρόεδροι σε ανεξάρτητες αρχές και άλλους φορείς, πρακτική που πρέπει να αναθεωρηθεί.
Από την άλλη δεν στέκει ως επιχείρημα το γεγονός ότι και στο παρελθόν συνέβησαν παρόμοιες επιλογές. Αν αυτές είναι μέρος των παθογενειών, χρέος των κυβερνώντων είναι σε κάθε ευκαιρία να επιζητούν ουσιαστικές αλλαγές, που συμβάλλουν στην ποιότητα της πολιτικής λειτουργίας.
Η περίπτωση της κ. Θάνου (πρώην προέδρου του Αρείου Πάγου) είναι ιδιάζουσα, γιʼ αυτό και υπήρξαν αντιδράσεις, πέραν των κομμάτων της αντιπολίτευσης και από έγκριτους νομικούς της κυβερνητικής παράταξης.
Και είναι επιτρεπτό να κρίνονται οι αποφάσεις με την επιβαλλόμενη νομική επιχειρηματολογία, στο μέτρο που αυτή δεν υπερβαίνει τη θεσμική τάξη.
Η κριτική όμως πρέπει να διακρίνεται από σεβασμό στους θεσμούς, αίσθημα ευθύνης και σύνεσης.
Η συνεχής και ανούσια αντιπαράθεση προκαλεί ανησυχία και προβληματισμό στους πολίτες για τον τρόπο που διεξάγεται ο δημόσιος διάλογος και για την ποιότητα άσκησης της κυβερνητικής πολιτικής.
Ο διάλογος είναι εποικοδομητικός, όταν δεν αποπροσανατολίζει από τα πραγματικά και τα μείζονα.
Το ίδιο ισχύει και για τις απόψεις-τοποθετήσεις των συνδικαλιστικών ενώσεων. Είναι το συνταγματικό δικαίωμα που επιτρέπει την απρόσκοπτη έκφραση των δικαστικών λειτουργών.
Γιʼ αυτό και απαγορεύεται από οποιονδήποτε παρέμβαση στο έργο της Δικαιοσύνης καθώς και η κακόβουλη κριτική ή ύβρις μετά την έκδοση της απόφασης, όταν δεν είναι αρεστή.
Η κριτική σε ένα κράτος δικαίου επιβάλλεται, όπως τούτο προβλέπεται από το άρθρο 1 παρ. 3 του Συντάγματος, αφού «όλες οι εξουσίες πηγάζουν από τον λαό, υπάρχουν υπέρ αυτού και του Έθνους και ασκούνται όπως ορίζει το Σύνταγμα».
Και επειδή πρέπει να γνωρίζουμε, ας θυμηθούμε το Σύνταγμα του 1975, στο οποίο θεσπίστηκε ρητά η λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία των δικαστών, που σκοπεύει όχι μόνο στην ηθική εξύψωση άσκησης του δικαστικού λειτουργήματος αλλά κυρίως στην περιφρούρησή του από αθέμιτες επεμβάσεις (Γ. Κασιμάτης).
Είναι επίσης υποχρεωτική η καταχώρηση της γνώμης της μειοψηφίας στην αιτιολογία των δικαστικών αποφάσεων, που μέχρι τότε ήταν απόρρητη, γεγονός που συμβάλλει στη διαφάνεια της δικαστικής κρίσης. Παράλληλα απαιτείται η προστασία του ελεύθερου φρονήματος και η απόκρουση φαινομένων αυταρχισμού σε βάρος των δικαστικών λειτουργών. Βοηθάει επίσης την κοινή γνώμη να διαμορφώνει και αυτή την άποψή της.
Ας σημειώσουμε ότι πολλές αποφάσεις του ΣτΕ, ενώ κρίθηκαν αντισυνταγματικές, δεν εφαρμόζονται από την κυβέρνηση (και τις προηγούμενες), παρά τη ρητή διακήρυξη της αρχής της υποχρέωσης συμμόρφωσης της Διοίκησης προς τις ακυρωτικές αποφάσεις του ΣτΕ, για να πραγματώνεται η αρχή του κράτους δικαίου.
Ας δούμε ποιες ήταν ενδεικτικά οι αποφάσεις που προκάλεσαν τόσο θόρυβο και κορυφώθηκαν τόσες αντιδράσεις:
• Η παραγραφή των φορολογικών αξιώσεων για μια πενταετία (Άρειος Πάγος).
• Οι τηλεοπτικές άδειες (παρεμβάσεις ότι η Δικαιοσύνη θα συμμορφωθεί με τον νόμο Παπά).
• Οι γνωμοδοτήσεις του Ελεγκτικού Συνεδρίου για τις αντισυνταγματικές παρατάσεις των συμβασιούχων.
Αλλά μήπως δεν είναι ευθεία παραβίαση της διάκρισης των εξουσιών η αποστολή σχετικού εγγράφου στο ΔΝΤ σχετικά με το ότι δεν θα κριθούν αντισυνταγματικές οι περικοπές των συντάξεων, ύστερα από απαίτησή του;
Και αν δομικό στοιχείο μιας ευνομούμενης πολιτείας και βασικό συστατικό είναι η απονομή της δικαιοσύνης, μπορεί να υπάρξει κράτος δικαίου χωρίς σεβασμό στη διάκριση των εξουσιών;
Μην ξεχνάμε ότι οι δικαστές, σύμφωνα με το Σύνταγμα (άρθρο 87), «κατά την άσκηση των καθηκόντων τους υπόκεινται μόνο στο Σύνταγμα και στους νόμους και σε καμιά περίπτωση δεν υποχρεούνται να συμμορφώνονται με διατάξεις που έχουν τεθεί κατά κατάλυση του Συντάγματος».
Γιʼ αυτό «χρειάζεται να υπάρχουν ενάρετοι νομοθέτες για να θεσπίσουν σωστούς νόμους».