Το ευρύ συναινετικό κλίμα στη Βουλή, θετικό και παρήγορο μήνυμα
Το blame game, δηλαδή το παιγνίδι επίρριψης ευθυνών, για την αποτυχία δεν ευνόησε την τουρκική πλευρά, καθόσον ήταν πασιφανής η αρνητική της στάση στις προσπάθειες για εύρεση λύσης. Πολύ σωστά ο έλληνας υπουργός των Εξωτερικών κ. Νίκος Κοτζιάς όπως και η κυπριακή αντιπροσωπεία έθεσαν ως προϋποθέσεις για λύση αφενός μεν τον άμεσο τερματισμό του καθεστώτος των εγγυήσεων και αφετέρου την αποχώρηση όλων των τουρκικών στρατευμάτων κατοχής. Με σθένος και βάσιμα επιχειρήματα υποστηρίχθηκε ότι δεν νοείται και δεν συνάδει με την έννοια του ανεξάρτητου κράτους μια χώρα-πλήρες μέλος των Ηνωμένων Εθνών και της ΕΕ να τελεί υπό καθεστώς εγγυήσεων και παρουσία κατοχικών στρατευμάτων στο έδαφός της. Η θέση ότι η Κύπρος πρέπει να είναι ένα κανονικό κράτος έγινε αποδεκτή και υιοθετήθηκε και από τον ΓΓ του ΟΗΕ κ. Γκουτιέρες. Οι συνομιλίες και προσπάθειες για εύρεση λύσης στο Κυπριακό, παρά την αποτυχία της διάσκεψης, δεν σταματούν, ασφαλώς, εδώ. Όπως τόνισε και ο Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας κ. Νίκος Αναστασιάδης, θα συνεχιστούν σε διάφορα επίπεδα. Το ερώτημα είναι αν θα υπάρξει και νέα πενταμερής διάσκεψη και πότε. Πάντως, οι εργασίες της Διάσκεψης της Γενεύης ΙΙ δεν άρχισαν με τους καλύτερους οιωνούς. Οι εθνικές και διεθνείς περιστάσεις δεν την ευνοούσαν. Σε προηγούμενο άρθρο μας αναφέραμε ορισμένους από τους λόγους -που εξακολουθούν να ισχύουν-, όπως οι προεδρικές εκλογές στην Κύπρο, αρχές του επόμενου έτους, με τον σημερινό Πρόεδρο πιθανότατα να διεκδικεί την επανεκλογή του. Το ίδιο ισχύει -για τον αμέσως επόμενο χρόνο- και για την Τουρκία, στην οποία αναμένεται να διεξαχθούν διπλές εκλογές, προεδρικές και βουλευτικές, με τις τελευταίες ενδεχομένως να επισπεύδονται. Αλλά και οι διεθνείς συγκυρίες και ειδικότερα η κατάσταση στη Μ. Ανατολή (Ιράκ – Συρία), με τις γνωστές ανησυχίες της Αγκύρας για την πιθανότητα δημιουργίας κουρδικού κράτους, που όπως δείχνουν οι εξελίξεις είναι αναπόφευκτη, δεν επιτρέπουν μεγάλες αισιοδοξίες για επίσπευση λύσης στο Κυπριακό. Στα παραπάνω προστίθεται και η περίπτωση των γεωτρήσεων για γαιάνθρακες στην κυπριακή ΑΟΖ και συγκεκριμένα στο οικόπεδο 11, με προοπτική επέκτασης και στα άλλα, με γνωστές τις απειλές της Τουρκίας ειδικότερα για το οικόπεδο 6, το οποίο η Άγκυρα διεκδικεί εξ ολοκλήρου.
Η Γενεύη ΙΙ, και τούτο ανεξάρτητα από την αποτυχία των συνομιλιών, είχε για την Ελλάδα και ορισμένες θετικές πλευρές. Κατʼ αρχάς, η ελληνική διπλωματική αντιπροσωπεία, υπό τον κ. Κοτζιά, ανέπτυξε, ίσως για πρώτη φορά, εμπεριστατωμένες και πειστικές θέσεις, αποδεικνύοντας ότι η σθεναρότητα της υποστήριξής τους, όταν είναι καρπός καλής μελέτης και προετοιμασίας, προάγει επιτυχώς τα εθνικά συμφέροντα. Δεύτερο θετικό στοιχείο είναι ότι κατά την ενημέρωση της Βουλής από τον πρωθυπουργό για τη διάσκεψη διαπιστώθηκε ένα συναινετικό πνεύμα από όλες τις πολιτικές παρατάξεις που εκπροσωπούνται στο Κοινοβούλιο, φαινόμενο αρκετά σπάνιο για τα πολιτικά μας ήθη. Άξια μνείας και η θέση που εκφράσθηκε από τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης κ. Κυριάκο Μητσοτάκη, ο οποίος τόνισε ότι σε θέματα εξωτερικής πολιτικής δεν επιτρέπονται αντιπαραθέσεις και ούτε πρέπει να γίνονται αντικείμενο πολιτικής εκμετάλλευσης. Η Ελλάδα, χώρα ευρωπαϊκή, μεσογειακή και βαλκανική συγχρόνως, αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα εξωτερικής πολιτικής, όσο καμιά άλλη χώρα της ΕΕ. Μειονοτικά προβλήματα, συνοριακά και παρόμοια απασχολούν και άλλες χώρες, ιδιαίτερα τις βαλκανικές. Για την Ελλάδα όμως είναι πολλαπλά. Έντονα είναι τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η ελληνική εθνική μειονότητα στη Ν. Αλβανία, λόγω της δυσμενούς μεταχείρισης που υφίσταται από τις αλβανικές κυβερνήσεις. Το ίδιο ισχύει και για τον ελάχιστα εναπομείναντα Ελληνισμό της Πόλης, της Ίμβρου και της Τενέδου. Ωστόσο ο όρος «Ελληνισμός», ιστορικά, αριθμητικά και πολιτιστικά, δεν βρίσκει καλύτερη έκφραση από την αναφορά στον κυπριακό Ελληνισμό. Η διπλωματική ιδιοφυία του Ελευθερίου Βενιζέλου συνετέλεσε ώστε τα νησιά του Αιγαίου, εκτός Ίμβρου και Τενέδου, να περιέλθουν στη μητέρα πατρίδα την Ελλάδα (τα νησιά του Ιονίου είχαν ήδη ενσωματωθεί από το 1864). Η Τουρκία αμφισβητεί το status quo στο Αιγαίο, που έχει καθιερωθεί με διεθνείς συνθήκες, και επιχειρεί την αναθεώρησή του. Η Τουρκία του κ. Ερντογάν χρήζει ιδιαίτερης προσοχής όχι μόνο από την ελληνική διπλωματία αλλά και από την ευρωπαϊκή. Το παλαιότερο πολιτικό δίδυμο Ερντογάν – Νταβούτογλου επένδυσε στο οθωμανικό παρελθόν και στην ειρηνική συνύπαρξη, όπως υποστήριζε ο καθηγητής Νταβούτογλου, όλων των βαλκανικών λαών, όπως και εκείνων της Μ. Ανατολής και ευρύτερα. Ήταν όμως ένα θεωρητικό σχήμα, καθότι στην πράξη η Τουρκία ακολούθησε και ακολουθεί αναθεωρητική και ήκιστα φιλειρηνική πολιτική έναντι των περισσοτέρων χωρών της περιοχής που την περιβάλλει. Ο Ερντογάν φαίνεται να διακατέχεται από το σύνδρομο αγάπης-μίσους προς τη Δύση. Έχει στραφεί προς το Ισλάμ και αναπτύσσει ιδιαίτερες σχέσεις με τις βαλκανικές χώρες με ισλαμική παράδοση. Περισσότερο δε με την όμορή μας Αλβανία, η οποία μιμείται την Τουρκία σε επίδειξη ανθελληνικού πνεύματος και συμπεριφοράς. Άραγε, να διακατέχονται και τα Τίρανα από το ίδιο σύνδρομο με την Τουρκία ως προς τις σχέσεις με την Ελλάδα και τη Δύση; Αν αυτό ισχύει, διακυβεύεται η ευρωπαϊκή της προοπτική, η οποία, εκτός άλλων, διέρχεται και από τον σεβασμό των δικαιωμάτων της εκεί ελληνικής μειονότητας.