Λιμνάζοντα ύδατα

Λιμνάζοντα ύδατα κυριολεκτικά και μεταφορικά. Στις φλέβες μας δεν κυκλοφορεί πια αίμα αλλά σκέτο νερό. Η έξωθεν εισαγόμενη κρίση, με πρωτεργάτες τους αναβιώσαντες τον ναζισμό Γερμανούς, μας έχει –τους περισσότερους τουλάχιστον– εξουθενώσει. Οι πλούσιοι γίνονται (με παράνομα μέσα και κομπίνες πάσης μορφής) πλουσιότεροι και οι φτωχοί φτωχότεροι. Οι πολιτικοί αξιωματούχοι της χώρας μας είναι για πέταμα. Πουλάνε φρούδες ελπίδες για τους προ πολλού ξεπουπουλιασμένους οικονομικά αφελείς. Αρκετοί τις καταπίνουν αμάσητες.

Το ευρώ, βλέπεις, τους… νανουρίζει. Πρόκειται για νόμισμα ισχυρό, φρονούν. Μα δεν γεμίζει στομάχια, ούτε εξασφαλίζει καταλύματα, αντιλέγουν οι σώφρονες. Εκείνοι ακολουθούν, όμως, την πεπατημένη. Τον χαβά τους δεν τον αλλάζουν.

Η, σύμφωνα με τη γνώμη αρκετών επαϊό­ντων, πολύ μεγάλη ποιήτριά μας Κική Δημουλά, πρώην σύζυγος ενός ελάσσονος σημασίας ποιητή, θαρρείς και περίμενε αυτόν τον θάνατο για να ξιφουλκήσει ποιητικά. Έθαψε τον πρώην σύζυγο (που κανένας δεν θυμάται το βαπτιστικό του όνομα) και τον χρησιμοποίησε σαν κοπριά για να φυτέψει πάνω του το δέντρο της πολυσχιδούς δικής της παρουσίας.

Και το ʼκανε αυτό στα ογδοηκοστά έκτα γενέθλιά της, λέγοντας, σε συνδυασμό υπερηφάνειας και μετριοφροσύνης: «Στα κεράκια των γενεθλίων μου που είθισται να σβήνουν, άλλο ένα μεγάλο λαμπερό κερί που δεν θα σβήσει, ακόμα κι αν το φυσήξει με όλη της τη δύναμη η λήθη». (Αργότερα θα σβήσει, εννοεί. Διότι δεν είναι τόσο αφελής ώστε να συγκρίνει τον εαυτό της με τον ΜΕΓΙΣΤΟ Ανδρέα Κάλβο και τόσους άλλους πολυτιμότατους ποιητές της προεπαναστατικής και της σύγχρονης Ελλάδας.)

Την αναγόρευσή της σε επίτιμη διδάκτορα του Τμήματος Αγγλικής Φιλολογίας στην κεντρική αίθουσα του Πανεπιστημίου Αθηνών παρουσίασε στο «Βήμα» ο Σωκράτης Τσιχλιάς, ο οποίος φιλοτεχνεί τον τίτλο του δημοσιεύματός του: «Θυμάμαι, άρα ανασταίνω…». Και ξεχωρίζει, επίσης, επικεφαλαιακά τη… θεόπνευστη ρήση της Δημουλά: «Ευχαριστώ τον Θεό που μας κρύβεται και για όσα μας κρύβει».

Είμαι, ως γνωστόν, αγνωστικιστής. Δεν θα σχολιάσω, επομένως, το απόφθεγμα της Δημουλά. Αποδέχομαι, όμως, την ύπαρξη ΜΙΑΣ ΑΝΩΤΑΤΗΣ ΣΥΜΠΑΝΤΙΚΗΣ ΔΥΝΑΜΗΣ, άξιας σεβασμού.

Παρά την κριτική που ασκώ στην Κική Δημουλά, έχει εφεύρει ασύλληπτης πρωτοτυπίας ποιητικά διανοήματα που γοητεύουν. Παρα­θέτω το ακόλουθο απόσπασμα από αυτά: «Τις φορές που ερωτήθηκα τι είναι ποίηση απάντησα: ʽʽΡωτήστε τη σοφή άγνοια… Κι εγώ πιστή στην άγνοια, αυτοσχεδιάζω, ότι η ποίηση είναι από τα πιο επηρμένα μυστή­ρια, τα πιο αχανή και μόνον ικανοποίηση στις παρομοιώσεις δίνεις αν πεις ότι η ποίηση είναι ένα μείγμα εύγεστων δηλητηρίων σε χρυσά δελεαστικά ποτήρια, ή ακόμα ότι είναι ο πειρασμός, ο δαίμονας που μπαίνει ξαφνικά στο σώμα του κανονικού, προκαλώντας έναν σεληνιασμό γόνιμο, ή ακόμα ότι είναι ένα είδος ευθανασίας των πραγμάτων που υποφέρουν μέσα μας, είτε ως ανικανοποίητα είτε ως προδομένα…ʼʼ».

Προσθέτω και τους καβγάδες της (με τον Θεό) για τις λέξεις από συλλογή σε συλλογή. Λέξεις-αρνητικά ελιξίρια, πανοπλία για μαχητές. Έχουμε ανταλλάξει αρκετές επιστολές στο απώτερο παρελθόν. Άλλες διφορούμενες και άλλες αυτοκριτικές. Δεν έλειπαν και συγκεκαλυμμένες ερωτικές νύξεις. Αιφνιδίως η ροή των επιστολών έλαβε τέλος. Με δική μου, υποθέτω, υπαιτιότητα. Και δική της, υποθέτω επίσης, οργή.

Τώρα ΚΑΤΩ «σχώμεν τας καρδίας».

Επιστέφουμε αυθωρεί και παραχρήμα στα τετριμμένα. Στα «λιμνάζοντα ύδατα», τα οποία, είτε εμφανώς είτε αφανώς, μετατρέπονται πρώτα σε ρυάκια κι ύστερα σε ποταμούς. Ποταμούς αβοήθητων ανθρώπων που αναζητούν διέξοδο στη φυγή, δίχως αποτελεσματικές εμπνεύσεις.

Οι δρόμοι είναι δύσβατοι χωρίς μερικά αλληλέγγυα χέρια, αφού και εκείνα αντιμετωπίζουν ΤΟ ΙΔΙΟ πρόβλημα. Πολλές οικογένειες είναι διαλυμένες εις τα εξ ων συνετέθησαν. Πολλά παιδιά καταφεύγουν στον ομαδικό αθλητισμό, ακριβέστερα στα ομαδικά αθλήματα, για να επιζήσουν. Πρό­τυπο και υπόδειγμά τους οι αδελφοί Αντετοκούνμπο.

Για την ποίηση δεν ενδιαφέρεται σήμερα κανένας νέος και καμιά νέα. Όσες και όσοι την ασκούν, το πράττουν ως προετοιμασία για αυτοκτονίες. Η αλήθεια να λέγεται, να μην κρύβεται από υποψιασμένους γονείς.

Θα υπάρξει, άραγε, αισιόδοξο τέλος; Ενδεχομένως. Δύο είναι οι τρόποι, το έχω ξαναγράψει: Είτε διάλυση του καταραμένου ευρώ είτε ξεσηκωμός μέχρι τελικής πτώσεως. Τρίτη, τέταρτη ή πέμπτη λύση δεν εμφανίζεται στον ορίζοντα. Μόνο οι αβάσιμες εικασίες –και οι οπτασίες παραφρόνων– οργιάζουν.


Σχολιάστε εδώ